«Θα μπορούσα να συνδυάσω την αφοσίωσή μου στην Εκκλησία με την αγάπη μου για τη μουσική;» ρώτησε κάποτε ο Δημήτρης Μητρόπουλος τον πνευματικό του σύμβουλο. «Οχι» του απάντησε εκείνος. «Η ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία έχει μια λαμπρή παράδοση φωνητικής μουσικής αλλά δεν επιτρέπει μουσικά όργανα στη Λειτουργία». Ο νεαρός δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια. «Θα μπορούσα ίσως να ασχολούμαι με τη μουσική τον ελεύθερο χρόνο μου;» ρώτησε και πάλι, για να εισπράξει ωστόσο μία ακόμη αρνητική απάντηση. «Θα μου επιτρεπόταν τότε ένα μικρό έστω αρμόνιο στο κελί μου;» έκανε μια ύστατη κίνηση. Οταν όμως προσέκρουσε σε ένα ακόμη «όχι», ο Δημήτρης Μητρόπουλος είχε πάρει πια την απόφασή του: εγκατέλειπε για πάντα την προοπτική του μοναχικού βίου προκειμένου να αφιερωθεί στη μουσική. Την τέχνη που σε όλη τη διάρκεια της μετέπειτα ζωής του υπηρέτησε με ένα πάθος ιερό, ικανό ίσως να επιτρέψει ακόμη και το αρμόνιο στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Αφοσιωμένος στην ταγή του, η ανιδιοτέλειά του τον έκανε αντικείμενο θαυμασμού για τους πολλούς, προσκρούοντας εν τούτοις στην εγωπάθεια των ολίγων. Πραγματικός ασκητής στον τρόπο ζωής του, οι θερμές εκδηλώσεις του κόσμου που ήρθαν ως επακόλουθο της διαρκώς αυξανόμενης φήμης του στις μουσικές πρωτεύουσες του εξωτερικού τον έκαναν να νιώθει άβολα.


Γιος εμπόρου, εγγονός παπά και ανιψιός δύο καλόγερων του Αγίου Ορους ­ γεγονός που εξηγεί την έλξη του προς τα θεία ­, ο Δημήτρης Μητρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Μαρτίου 1896. Σπούδασε πιάνο και σύνθεση στο Ωδείο Αθηνών, από όπου αποφοίτησε ­ τιμημένος με χρυσό μετάλλιο ­ το 1919. Σε ηλικία 23 μόλις ετών συνέθεσε την όπερα «Αδελφή Βεατρίκη» που παρουσιάστηκε με επιτυχία στην Αθήνα. Κατόπιν απέσπασε μια υποτροφία για το Ωδείο του Βελγίου, όπου σπούδασε σύνθεση με τον Πολ Γκίλσον. Από το 1920 ως το 1924 ο Δημήτρης Μητρόπουλος σπούδασε πιάνο στο Βερολίνο δίπλα στον Φερούτσιο Μπουζόνι. Επιστρέφοντας στην Αθήνα την ίδια χρονιά ασχολήθηκε με τη σύνθεση, ενώ παράλληλα συνεργάστηκε ως μαέστρος με διάφορες ελληνικές ορχήστρες καθώς και ως ακομπανιατέρ διάσημων τραγουδιστών που έτυχε να εμφανίζονται εκείνον τον καιρό στην πρωτεύουσα. Καθώς η φήμη του ως αρχιμουσικού ολοένα αυξανόταν, άρχισε να δέχεται προσκλήσεις προκειμένου να διευθύνει στο εξωτερικό. Το 1930 η πρώτη συνεργασία του Μητρόπουλου με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου ­ όπου διηύθηνε από το πιάνο ­ συζητήθηκε έντονα «ως μία από τις δυνατότερες εκφράσεις γνήσιου ταλέντου», όπως έγραψε κάποιος κριτικός της εποχής. Στην ίδια συναυλία πάντως η «χλιαρή» υποδοχή του έργου του «Concerto Grosso» τον έκανε να γράψει αργότερα: «Η μοίρα θέλησε να επιτύχω από την αρχή ως μαέστρος. Εμεινα σε αυτό το επάγγελμα εγκαταλείποντας τη σύνθεση».


Την επιτυχία του Βερολίνου ακολούθησαν μια σειρά λαμπρές εμφανίσεις σε πολλές χώρες του κόσμου. Το αμερικανικό του ντεμπούτο έγινε τον Ιανουάριο του 1936 στο πόντιουμ της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βοστώνης. Παρά το ότι η φήμη του είχε ήδη φθάσει στις ΗΠΑ, στάθηκε αδύνατον τόσο για το κοινό όσο και για τους ίδιους τους μουσικούς να συλλάβουν εκ των προτέρων την ένταση του γεγονότος. Διαθέτοντας εκπληκτική, φωτογραφική θα έλεγε κανείς, μνήμη ο Μητρόπουλος διηύθηνε πάντοτε από μνήμης, γεγονός που του επέτρεπε να δίνει επί σκηνής ολόκληρο το είναι του. Δεν κρατούσε ποτέ μπαγκέτα· χρησιμοποιούσε ολόκληρο το σώμα του κάνοντας πραγματικά μεγαλοπρεπείς χειρονομίες. Τον Ιανουάριο του 1937 επέστρεψε στη Συμφωνική της Βοστώνης για να καταγάγει έναν ακόμη θρίαμβο. Δύο εβδομάδες αργότερα συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Μινεάπολης, ένα σύνολο του οποίου μέσα στην ίδια χρονιά ανέλαβε μουσικός διευθυντής. Η εν λόγω σταθερή συνεργασία, στη διάρκεια της οποίας το επίπεδο της ορχήστρας κατά κοινή ομολογία ανέβηκε εντυπωσιακά, συνεχίστηκε ως το 1949.


Από το 1950 ως το 1958 ο Δημήτρης Μητρόπουλος κατείχε τη θέση του μουσικού διευθυντή της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης. Παρά το ότι η εν λόγω συνεργασία άρχισε μέσα σε κλίμα γενικού ενθουσιασμού και πολλών προσδοκιών, είχε άδοξο τέλος. Εν τω μεταξύ, ύστερα από μακροχρόνια απουσία από την όπερα, άρχισε να συνεργάζεται στενά με τη Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης. Στην ίδια πόλη λοιπόν που η αρνητική κριτική γύρω από την τεχνική του οδήγησε στην απομάκρυνσή του από μια σημαντική θέση ο Μητρόπουλος χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα έβρισκε μεγάλη απήχηση σε μια άλλη. Παράλληλα εμφανίστηκε σε μεγάλα λυρικά θέατρα της Ευρώπης.


Κάποιες φορές ο Μητρόπουλος μιλούσε για το πώς θα του άρεσε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια. Θα ήθελε, έλεγε, να πέσει από ένα βουνό ­ είχε πραγματικό πάθος με την ορειβασία ­ και να εξαφανιστεί. Ο θάνατος ωστόσο τον βρήκε στις 2 Νοεμβρίου 1960 με τρόπο πολύ διαφορετικό: στη διάρκεια μιας πρόβας της Τρίτης Συμφωνίας του Μάλερ επήλθε η μοιραία καρδιακή προσβολή. Μουσικός ως το τελευταίο λεπτό της ζωής του.