«Οι πωλήσεις είναι παγίδα»




Η εικόνα του και η φωνή του προκαλούν θαυμασμό. Εχει εννέα χρόνια στο τραγούδι, αλλά η μεγάλη επιτυχία ήρθε πρόσφατα. Πλατινένιος δίσκος και ένα τραγούδι-ύμνος στο στόμα χιλιάδων παραπονεμένων εραστών: «Στο τσιγάρο που κρατώ/ στον ένα μου Θεό…». Ο Γιάννης Κότσιρας είναι η νέα αποκάλυψη-ελπίδα του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού. Δεν είναι μόνο η φωνή του, είναι και η στάση του. Ενα σεμνό, ήρεμο παιδί. Δεν μοιάζει να διαθέτει τον αυτονόητο ναρκισσισμό των καλλιτεχνών που βρίσκονται από τη μια στιγμή στην άλλη στο επίκεντρο της προσοχής του κοινού και των ΜΜΕ.


Σε μια εποχή που το image, η περιβόητη εικόνα, αποδεικνύεται πιο σοβαρή υπόθεση από την ουσία της τέχνης, ο Γιάννης Κότσιρας διαβεβαιώνει ότι δεν παίζει κανένα παιχνίδι εικόνας. «Δεν έχω βγάλει εγώ τον τίτλο του σεμνού. Είναι ο χαρακτήρας μου έτσι. Δεν το παίζω σεμνός, δεν ασχολούμαι καθόλου με αυτό που φαίνεται. Μόνο με αυτό που αισθάνομαι. Το τραγούδι με ενδιαφέρει, Τραγουδιστής είμαι, όχι κατασκευαστής εικόνας».


Τι τραγουδιστής; Λαϊκός τραγουδιστής; «Δύσκολος τίτλος και βαρύς. Αυτή τη στιγμή δεν τον έχω. Θα δείξει ο χρόνος αν θα τον αποκτήσω κάποτε. Μ’ αρέσουν τα λαϊκά, πιστεύω μάλιστα ότι πολλά τα λέω και καλά. Τον τίτλο όμως τον έχουν λίγοι. Ο Καζαντζίδης, ο Διονυσίου, ο Νταλάρας».


Οταν ξεκίνησε να τραγουδάει, με λαϊκά ξεκίνησε. Βαμβακάρη, Μπάτη, Καζαντζίδη, Μπιθικώτση, Διονυσίου. Αισθανόταν δέος μπροστά σ’ αυτό το ρεπερτόριο αλλά η φωνή του δεν τον πρόδιδε. Από την αρχή της καριέρας του είχε προτάσεις για δισκογραφία. Σήμερα το λέει με καμάρι πως τότε δεν βιαζόταν. Περίμενε την καλή στιγμή. Από το ’90 που ξεκίνησε, το ’96 κυκλοφόρησε δίσκο. Ηξερε να περιμένει. Οταν συναντήθηκε με την Ευανθία Ρεμπούτσικα ήξερε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή γι’ αυτόν. Οπως και όταν συνάντησε τον Αντώνη Μιτζέλο, στις συναυλίες με την Ελευθερία Αρβανιτάκη, ήξερε πως μαζί του θέλει να κάνει το επόμενο βήμα του. Και το έκανε. Ο δίσκος που μόλις κυκλοφόρησε με τον συμβολικό τίτλο «Φύλακας άγγελος» και τους στίχους της Ελένης Ζιώγα είναι η καινούργια πρόταση που ήθελε να κάνει. Μπαλάντες, όχι τόσο λυρικές όπως στον προηγούμενο δίσκο, πιο ποπ ακούσματα, ένα ίχνος ζεϊμπέκικου για τους «Αντρες που δεν κλαίνε» και ένα τραγούδι που θα κάψει πολλούς αναπτήρες στις καλοκαιρινές συναυλίες: «… Αγγιξέ με, ζάλισέ με/ πάρε με ψηλά…».


Πόσο δύσκολο είναι να επιλέξει κάποιος τραγούδια για να διαδεχθούν εκείνα που τον έφεραν στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας και στο κέντρο της αγάπης του κοινού; «Ηταν δική μου η ανάγκη να κάνω κάτι μαζί με τον Μιτζέλο. Μόλις άκουσα τα κομμάτια αυτού του δίσκου δεν είχα καμία αμφιβολία για αυτά. Μας ήρθαν όλα πολύ εύκολα σαν να είχαμε όντως έναν «Φύλακα άγγελο». Θα μπορούσα να παραπλανηθώ από την επιτυχία του προηγούμενου δίσκου μου αν έδινα σημασία στις πωλήσεις. Οι πωλήσεις είναι η παγίδα τελικά. Και οι τίτλοι που σου απονέμονται, επίσης. Για μένα πετυχημένος είναι ένας δίσκος επειδή αγαπιέται. Αυτό μόνο. Τραγουδάω ό,τι με συγκινεί και όχι ό,τι μου προσφέρεται». Του είναι εύκολο να αρνείται; «Δύσκολο, αλλά απ’ την άλλη δεν μπορώ να συνυπάρχω με πράγματα που δεν με εκφράζουν μόνο και μόνο επειδή μου προτάθηκαν και πιθανώς ήταν ενδιαφέροντα. Δεν είναι θέμα στρατηγικής ή οικονομίας κινήσεων. Κάνω ό,τι ακριβώς έκανα και προτού γίνω γνωστός: αυτό που με ευχαριστεί. Αν βρίσκει και ανταπόκριση, με κάνει διπλά ευτυχισμένο».