Στον απόηχο των παραβιάσεων του εναέριου χώρου ευρωπαϊκών κρατών-μελών του ΝΑΤΟ από ρωσικά drones, η συζήτηση για την περαιτέρω ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας φουντώνει.
«Δείξαμε αλληλεγγύη σε ζητήματα όπως η πανδημία της COVID, η οικονομία, η μετανάστευση. Τώρα είναι ώρα να φανούμε το ίδιο αλληλέγγυοι και στον τομέα της ασφάλειας». Τα λόγια αυτά, που ανήκουν στον φινλανδό πρωθυπουργό Πέτερι Ορπο, διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της άτυπης Συνόδου Κορυφής των 27 ηγετών της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην Κοπεγχάγη την περασμένη Τετάρτη και απηχούν τον αντίκτυπο που είχαν σε μια σειρά χωρών της ΕΕ οι παραβιάσεις του εναέριου χώρου τους από ρωσικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones) κατά τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου.
Πέραν της συγκυρίας αλλά και σε απόλυτη παραλληλία με αυτήν, η παρέμβαση του Ορπο – ο οποίος κάλεσε σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη στήριξη της Ουκρανίας – επιβεβαιώνει την ύπαρξη διαφορετικών μπλοκ, με διαφορετικές σκέψεις γύρω από την ανάσχεση της επιθετικότητας του Κρεμλίνου, και ενώ η προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ χαρακτηρίζεται από τη διάθεση μερικής απόσυρσης από τις δεσμεύσεις του ΝΑΤΟ ως προς την ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Από τη μια πλευρά, χώρες όπως το Βέλγιο επισημαίνουν τον κίνδυνο η χρησιμοποίηση παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων για τη στήριξη της ευρωπαϊκής άμυνας να πλήξει την αξιοπιστία του εύρωστου τραπεζικού τομέα της ΕΕ. Στον αντίποδα, οι χώρες της Σκανδιναβίας και της Βαλτικής είναι θετικά διακείμενες προς το συγκεκριμένο πλάνο, το οποίο προωθεί και η επικεφαλής της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Ανάμεσα στους στόχους είναι να χρηματοδοτηθεί η δημιουργία ενός αμυντικού «τείχους κατά των drones» στην ευρωπαϊκή ήπειρο η οποία, προς το παρόν, αναγκάζεται να χρησιμοποιεί πυραύλους αξίας εκατομμυρίων δολαρίων για να αναχαιτίζει ρωσικά drones που στοιχίζουν μερικές χιλιάδες δολάρια και δεν φέρουν καν εκρηκτικά.
Στην προσπάθεια να χαρτογραφήσει το κλίμα που επικρατεί στις γειτονικές προς τη Ρωσία χώρες, με αφορμή και τις πρόσφατες εξελίξεις, «Το Βήμα» μίλησε με τον Αρκάντι Μόσες, διευθυντή του Προγράμματος Ρωσίας και Ευρασίας στο Φινλανδικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (FIIA), και τη Χέλγκα Καλμ, αναπληρώτρια διευθύντρια και επικεφαλής του Προγράμματος Εξωτερικής Πολιτικής στο εσθονικό Διεθνές Κέντρο Αμυνας και Ασφάλειας.
Αλλαγές στο Ελσίνκι
Για τη Φινλανδία, που μέχρι πρόσφατα ζούσε με τον ψυχροπολεμικό κανόνα της ουδετερότητας, η αλλαγή υπήρξε ταχύτατη. «Τα γεγονότα του 2014 (όπως η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία) πυροδότησαν μια διαδικασία αναθεώρησης όσων ίσχυαν μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, όταν η εξωτερική πολιτική της χώρας επεδίωκε εξίσου καλές σχέσεις με Ρωσία και Δύση. Ακολούθησε το ρωσικό τελεσίγραφο προς το ΝΑΤΟ τον Δεκέμβριο του 2021, το οποίο υποδείκνυε στις χώρες της Ευρώπης – έμμεσα και στη Φινλανδία – τι είδους συμμαχίες να ακολουθήσουν. Οταν λοιπόν προέκυψε το 2022 η πλήρης εισβολή του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία, είχαν γίνει τόσες μεταβολές που η φινλανδική κοινωνία, η οποία παρέμενε σκεπτική ως προς την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ, άλλαξε ταχύτατα στάση και είπε “ναι” στο να γίνει η χώρα μέλος της Συμμαχίας» λέει ο Μόσες. «Αυτού του είδους η συναίνεση κάλυψε σε γενικές γραμμές το σύνολο του πολιτικού φάσματος. Την ίδια περίοδο εδραιώθηκε επίσης η πεποίθηση ότι οι Ουκρανοί μάχονται για λογαριασμό όλης της Ευρώπης, συνεπώς και της Φινλανδίας, επομένως πρέπει να βοηθηθούν. Το αποτέλεσμα ήταν η βοήθεια του Ελνσίνκι προς το Κίεβο να ανέρχεται σε 3,7 δισ. ευρώ μέχρι σήμερα, σοβαρό ποσό για τα δεδομένα της οικονομίας μας» προσθέτει αναφερόμενος στις σκέψεις που κυριαρχούν στην κοινωνία και στο πολιτικό σύστημα της Φινλανδίας.
Οσο για το επίμαχο ζήτημα της στρατιωτικής ενίσχυσης της Ευρώπης, ο Μόσες υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να χαθεί άλλος χρόνος. «Επρεπε να είχαμε αναπτύξει προ πολλού την τεχνική ικανότητα να απαντάμε στις προκλήσεις αντί να ζούμε με το όνειρο της δυτικής στροφής της Ρωσίας, υποθέτοντας ότι η οικονομική ενσωμάτωση θα “γεννήσει” δημοκρατικούς θεσμούς. Το 2016 η EE έφτασε μάλιστα να υιοθετήσει τη λεγόμενη πολιτική “κυρώσεων και διαλόγου”, δύο στοιχεία αλληλοαποκλειόμενα και αντιφατικά μεταξύ τους. Ωστόσο ο Βλαντίμιρ Πούτιν καταλαβαίνει μόνο από δύναμη».
Ο φινλανδός αναλυτής δηλώνει ότι «όσο η Ουκρανία πολεμάει, δεν υπάρχει λόγος να πανικοβαλλόμαστε στη Φινλανδία ή αλλού». Αναφερόμενος στον ρώσο πρόεδρο, κάνει λόγο για ηγέτη που «χωρίζει ανθρώπους και κράτη σε τρεις κατηγορίες: φίλους, εχθρούς και προδότες». Μάλιστα, προβλέπει πως αν προκύψει κάποιου είδους ειρηνευτική συμφωνία στην Ουκρανία, η Φινλανδία δεν αποκλείεται να είναι ένας από τους επόμενους στόχους του.
«Απαιτείται διαρκής εγρήγορση»
Στο ίδιο μήκος κύματος, η Καλμ αρνείται ότι η στάση των χωρών της Βαλτικής εμφορείται από «ρωσοφοβία», όπως καταγγέλλει το Κρεμλίνο. «Η Ρωσία εκμεταλλεύεται έναν ρομαντισμό για τη Σοβιετική Ενωση, παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως προστάτη των απανταχού Ρώσων και χαρακτηρίζοντας τα κράτη της Βαλτικής ρωσοφοβικά. Στην πραγματικότητα, το συναίσθημα είναι αντισοβιετικό, με την έννοια ότι οι λαοί επιθυμούν να ζήσουν σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές αξίες όπως ορίζονται στην Τελική Πράξη του Ελσίνκι του 1975 και όχι σύμφωνα με τον πολιτικό ολοκληρωτισμό που εκπροσωπούσε το σοβιετικό μοντέλο. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από δημοκρατικές ελευθερίες και να μην κυριαρχούνται από έναν ιμπεριαλιστικό γείτονα».
«Το γεγονός ότι τρία οπλισμένα ρωσικά μαχητικά αεροσκάφη MiG-31 παραβίασαν τον εσθονικό εναέριο χώρο έχει αποδειχθεί» προσθέτει, καλώντας την ελληνική κοινωνία να αναλογιστεί την ανησυχία των Εσθονών.
«Η Ευρώπη πρέπει να κάνει περισσότερα για να είναι σε θέση να υπερασπιστεί τα σύνορά της και τους πολίτες της, ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο πρόεδρος των ΗΠΑ» λέει και τάσσεται υπέρ της επιβολής νέων κυρώσεων στη Ρωσία. «Πρέπει να διατηρήσουμε τις ισχύουσες κυρώσεις και να συνεχίσουμε να προσθέτουμε νέες. Και πρέπει να αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε τα παγωμένα περιουσιακά στοιχεία της Ρωσίας για να πληρώσουμε τις ζημιές που η ίδια προκαλεί» υπογραμμίζει η Καλμ, τονίζοντας ότι «η Ευρώπη χρειάζεται κουλτούρα ετοιμότητας, όπως περιγράφεται στις εκθέσεις του Μάριο Ντράγκι και του Σάουλι Νίνιστο, πράγμα που απαιτεί από αυτήν να δαπανά επαρκώς για την άμυνά της».



