Οταν εμφανίζεται η Λένα Χένκε στον χώρο, νιώθεις ότι γεμίζει κάθε σπιθαμή του. Με την ενέργειά της, με το χαμόγελό της αλλά και με το απρόσμενο ύψος της. Καθώς κυκλοφορεί στον ανεξάρτητο, μη κερδοσκοπικό χώρο τέχνης Arch της Αταλάντης Μαρτίνου στην Πλάκα, όπου παρουσιάζεται η τελευταία έκθεσή της, νιώθεις ότι ξαφνικά η κλίμακα ορισμένων έργων της κάπως εξηγείται. «Η κλίμακα είναι για εμένα πολύ σημαντική. Συχνά φτιάχνω τα έργα στο ύψος μου – είμαι 1,82 μ. –, γιατί θέλω να υπάρχει αυτή η σχέση ανάμεσα στο σώμα και το γλυπτό».

Εκεί παρουσιάζονται καινούργια έργα της Χένκε, μεγεθυσμένα πέλματα που μοιάζουν να πατούν σε μια οπλή τοποθετημένα πάνω σε ειδικά σχεδιασμένα βάθρα που αντλούν έμπνευση από τις βάσεις του ιταλού γλύπτη Μεντάρντο Ρόσο, ενός δημιουργού που η ίδια θαυμάζει ιδιαίτερα. «Πάντα έψαχνα τις κατάλληλες βάσεις για τα γλυπτά μου και τώρα πια είναι και αυτές μέρος του έργου, όπως έκαναν οι γλύπτες του 18ου αιώνα» θα πει χαρακτηριστικά. Πλάι στα γλυπτά παρουσιάζονται και σχέδια που δημιούργησε την περίοδο που ζούσε ακόμη στη Νέα Υόρκη, προτού ξεσπάσει η πανδημία και μετακομίσει στο Βερολίνο. Καταγράφουν, όπως θα εξηγήσει, τη σωματική και ψυχική περιπλάνησή της στην πόλη, και ας μην το μαρτυρά η πρώτη ματιά πάνω τους.

Στη βιβλιοθήκη του πρώτου ορόφου παρουσιάζεται μια ιδιαίτερη συλλογή: είκοσι βιβλία από ισάριθμους γλύπτες και γλύπτριες από όλον τον κόσμο, στους οποίους η Χένκε απηύθυνε πρόσκληση να της στείλουν ένα βιβλίο που αποτέλεσε έμπνευση για τη δουλειά τους. «Πρόκειται για μια επιμελημένη μικρή συλλογή που θα παραμείνει εκεί μόνιμα. Η Αταλάντη θα τη φροντίζει και μετά από κάθε έκθεση θα προστίθενται νέα βιβλία». Η πρωτοβουλία αυτή μετατρέπει τον εκθεσιακό χώρο σε τόπο διαρκούς διαλόγου, όπου οι επισκέπτες μπορούν να ανακαλύψουν τις βιβλιογραφικές αναφορές που τροφοδοτούν τη σύγχρονη γλυπτική.

Υλικά που είναι αλλά δεν φαίνονται

Στον χώρο τέχνης Arch δεσπόζει ένα μεγάλο γλυπτό: μια παράξενη, δυναμική μορφή, μισή γυναίκα, μισή ζώο, που μοιάζει να ανασύρθηκε μόλις από κάποια υποθαλάσσια ανασκαφή χάρη στην πρασινωπή πατίνα του. Το σώμα παραπέμπει σε παραμορφωμένη ανατομία, θυμίζοντας τις ξεχαρβαλωμένες κούκλες του Χανς Μπέλμερ, ενός δημιουργού που η Χένκε παραδέχεται πως θαυμάζει έντονα. Καταλήγει σε μια τεράστια οπλή, στοιχείο-σήμα κατατεθέν στη δουλειά της Χένκε, και αν και στηρίζεται σε δύο ξύλινες δοκούς μοιάζει να αιωρείται, αποκομμένο από κάθε σταθερότητα. Το αρχικό υλικό στο οποίο σμιλεύτηκε ήταν το φελιζόλ, το οποίο η Χένκε σκάλισε με ένα μαχαίρι «με εντελώς διαισθητικό τρόπο» – εξ ου και ο τίτλος «Unforced Arrow», ένας όρος δανεισμένος από τη γλώσσα των σπορ που σημαίνει «αβίαστο λάθος» – και αργότερα χύτευσε σε αλουμίνιο. Το τελείωμά του είναι σε σημεία γυαλισμένο, ενώ το υπόλοιπο κομμάτι παραμένει ακατέργαστο για να φαίνεται ξεκάθαρα ότι η προέλευσή του ήταν το φελιζόλ, να θυμίζει δηλαδή τον καθημερινό, ταπεινό χαρακτήρα του υλικού.

«Μου αρέσει αυτή η σύγκρουση. Πιστεύω πως ωθώ τα υλικά σε νέες εφαρμογές, κάτι που βρίσκω ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Δουλεύω κυρίως με βιομηχανικά υλικά όπως αλουμίνιο, καουτσούκ, αλλά και με εντελώς φυσικά, όπως πηλό ή δέρμα. Τα υλικά που επιλέγω δεν είναι τυχαία. Μου αρέσει το αλουμίνιο γιατί είναι ελαφρύ και σύγχρονο υλικό, δεν θέλω να φτιάχνω κλασικά έργα από χρυσό ή μπρούντζο που να παραπέμπουν στο παρελθόν. Πάντα επιζητώ να λύσω ένα πρόβλημα μέσα από τη δουλειά μου: πώς θα συνυπάρχει αρμονικά η τεχνική τελειότητα με τις εννοιολογικές προεκτάσεις».

Από αυτή την υβριδική μορφή λείπει το ένα στήθος. «Δεν ήθελα το σώμα να είναι σεξουαλικά φορτισμένο, γι’ αυτό αφαίρεσα ένα στήθος, για να παραπέμπει στις Αμαζόνες που ο μύθος λέει ότι είχαν μόνο ένα». Η επιλογή αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία αν σκεφτούμε ότι είχε βρεθεί στην Αθήνα για έναν μήνα πέρυσι, στο πλαίσιο residency στον χώρο του Arch και οι επισκέψεις της στο γειτονικό Μουσείο Ακρόπολης την έφεραν σε διάλογο με τον αρχαίο μύθο των πολεμιστριών. Η αναφορά στις Αμαζόνες δεν είναι απλώς μια ιστορική παρατήρηση, αλλά συνδέεται άμεσα με τον τρόπο που η Χένκε προσεγγίζει το γυναικείο σώμα στο έργο της.

Στις σειρές «Boobs» και «Sand Bodies» συνδυάζει μιμητικές φόρμες με σουρεαλιστική εικονοποιία, αποδομώντας τον μύθο της αρρενωπότητας μέσα από μια παρόμοια στρατηγική αφαίρεσης και επαναπροσδιορισμού. Αυτή η προσέγγιση εντάσσεται στη γραμμή των επιρροών της, όπως η Λεονόρα Κάρινγκτον και η Χίλμα αφ Κλιντ, οι οποίες χρησιμοποιούσαν επίσης το γυναικείο σώμα ως πεδίο αντίστασης στις επιβεβλημένες αναπαραστάσεις, μετατρέποντάς το σε όχημα μυστικιστικής και πολιτικής δύναμης.

Λεπτομέρεια από το γλυπτό «Unforced Εrror». Φωτογραφία: Paris Tavitian

Χιούμορ, φετίχ και παιδική ηλικία

Πάντως, παρά την ένταση των έργων και τον επαγγελματισμό που τη χαρακτηρίζει, η προδιάθεση της Χένκε, που βρίσκει τον δρόμο της και στα έργα της, δεν αναλώνεται ποτέ σε μια αυστηρή σοβαρότητα. «Πάντα υπάρχει μια δόση ειρωνείας σε αυτά που κάνω. Υπάρχει παιχνίδι, υπάρχει χιούμορ στη διαδικασία. Δεν θέλω να είναι όλα “βαριά” ή κυριολεκτικά. Ξέρετε, αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο σε αυτά τα έργα είναι η ένταση ανάμεσα στο ανθρώπινο και το ζωώδες στοιχείο. Αυτή η σύγκρουση έχει τις ρίζες της σε παλιές μου επιρροές, κυρίως από κόμικς, τα οποία με έχουν επηρεάσει βαθιά από μικρή ηλικία. Για τη συγκεκριμένη δουλειά ξανακοίταξα κάποια κόμικς με φετιχιστικό περιεχόμενο, ειδικά εκείνα που περιστρέφονται γύρω από τη φαντασίωση της γιγαντιαίας γυναίκας, της γυναίκας που συνθλίβει αντικείμενα. Από εκεί προέκυψε και η μεγάλη οπλή στο κεντρικό έργο».

Υπάρχει βέβαια και ο ελέφαντας ή, πιο σωστά, το άλογο στο δωμάτιο. Το εύλογο ερώτημα που θα κάνει κάποιος στη Λένα Χένκε είναι γιατί αυτή η μανία με τις οπλές αλόγων αλλά και τα πέλματα. «Είναι φετίχ για πολλούς ανθρώπους, ίσως έχει τη ρίζα του στην παιδική ηλικία, όταν ακόμα μπουσουλάς και είσαι περιτριγυρισμένη από πόδια, όπως της μαμάς στην οποία προστρέχεις για μια αγκαλιά». Βέβαια µεγάλωσε και δίπλα σε µια φάρµα αλόγων, όµως άφησε πίσω την αγροτική ζωή λίγο έξω από το Μπίλεφελντ της βορειοδυτικής Γερµανίας για να βρεθεί στη Φρανκφούρτη προκειµένου να σπουδάσει στο Städelschule δίπλα στον ζωγράφο Μίκαελ Κρέµπερ. «Ημουν περιτριγυρισμένη από ζωγράφους, όμως έκανα γλυπτική. Πάντα με ενδιέφεραν οι τρεις διαστάσεις, η καρδιά μου είναι δοσμένη στη γλυπτική από όταν ήμουν μικρή και έκανα πήλινα ειδώλια – τα έχουν ακόμα οι γονείς μου. Ξεκίνησα με το μεταξοτυπικό τύπωμα, που είναι σαν μικρό ανάγλυφο, και μετά πέρασα στη γλυπτική. Με ενδιέφερε πάντα η τρισδιάστατη μορφή, να βλέπω το έργο από όλες τις πλευρές. Για εμένα η γλυπτική είναι σαν να διαχειρίζομαι τον χώρο, να τον διαμορφώνω, να παρεμβαίνω σε αυτόν. Οχι απλώς να φτιάχνω μορφές, αλλά να σκέφτομαι πώς το έργο ζει εντός του».

Η Αγία Βαρβάρα που επουλώνει

Για το πρόσωπο της μορφής στο έργο «Unforced Arrow» όμως είπαμε; Δεν είπαμε. Είναι εμπνευσμένο από την εικονογραφία της Αγίας Βαρβάρας, της προστάτιδας μεταξύ άλλων όσων κινδυνεύουν από καταιγίδες, κεραυνούς και πυρκαγιές, όσων εργάζονται με κίνδυνο αιφνίδιου και βίαιου θανάτου – ανθρακωρύχων, οικοδόμων, πυροσβεστών, πυροβολητών κ.ά.

Δύο άλλα αντίστοιχα έργα παρουσιάζονται την ίδια περίοδο σε δύο παράλληλες εκθέσεις της Χένκε στη Νέα Υόρκη (γκαλερί Bortolami) και στο Βερολίνο, συνθέτοντας μαζί με την έκθεση της Αθήνας μια διεσπαρμένη τριλογία της διεθνούς Χένκε (το έργο της βρίσκεται σε σημαντικές μουσειακές συλλογές, όπως τα Whitney Museum of American Αrt, ICA Miami κ.λπ., ενώ έχει παρουσιαστεί σε διεθνείς εκθέσεις, Μπιενάλε και Manifesta).

Στη Γερμανία, το γλυπτό βρίσκεται στο εσωτερικό της Galerie Thomas Schulte στη Charlottenstraße και κρέμεται από το ταβάνι, όπως και στην περίπτωση της Bortolami. Στο Βερολίνο, όμως, η Αγία Βαρβάρα παρουσιάζεται στην πληρότητά της, ορατή χωρίς εννοιολογικές αμφιβολίες πάνω στις γυάλινες προσόψεις του κτιρίου. Διότι μικρής κλίμακας γλυπτά έχουν τοποθετηθεί πάνω στις ρωγμές που προκλήθηκαν από βανδαλισμό τον περασμένο Νοέμβριο, με αποτέλεσμα να μοιάζει ότι η κατευναστική μορφή ακτινοβολεί ή ότι η ενδότερη ουσία της έχει εκραγεί, άλλος ένας κρίκος που συνδέει τις εκθέσεις με την αθηναϊκή «Exploding Plastic Inevitable». «Είναι μια αναφορά στον Αντι Γουόρχολ, ο οποίος οργάνωσε μια σειρά από εκδηλώσεις με αυτόν τον τίτλο. Πάντα εκτιμούσα την ιδέα του για το Gesamtkunstwerk – ένα ολοκληρωμένο έργο τέχνης. Αν και δεν δουλεύω με μουσική ή κινούμενες εικόνες, το γλυπτό μου από χυτό αλουμίνιο επανεμφανίζεται ξανά και ξανά σε διαφορετικά πλαίσια και εγκαταστάσεις, πάντα περιτριγυρισμένο από νέα έργα. Φυσικά, ως γλύπτρια, με έλκει η ιδέα της πλαστικότητας και η υπόνοια ότι κάτι γλυπτό μπορεί να εκραγεί είναι ιδιαίτερα συναρπαστική».

Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι ο βανδαλισμός έγινε περίπου έναν μήνα μετά από μια μεγαλειώδη διαδήλωση υπέρ των Παλαιστινίων, η οποία κατέληξε σε εκτενή επεισόδια. «Δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο ποιος ήταν υπεύθυνος για τον βανδαλισμό, όμως είναι σημαντικό να ειπωθεί ότι το κτίριο φιλοξενούσε κάποτε το παλαιότερο εβραϊκό πολυκατάστημα. Και να το ξεκαθαρίσουμε: ο βανδαλισμός δεν έγινε στη διάρκεια κάποιας οργανωμένης διαδήλωσης. Η απόκρισή μου ήταν να δημιουργήσω τα μικρά αυτά γλυπτά χρησιμοποιώντας και πάλι τον συμβολισμό της Αγίας Βαρβάρας, της αγίας προστάτιδας πολλών ανθρώπων, ως μια χειρονομία αντίστασης. Για εμένα, αυτή η έκθεση δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί υπό τη λανθάνουσα επιρροή της πολιτικής βίας από τη νέα Δεξιά στη Γερμανία. Ως διεθνής καλλιτέχνις, αυτό είναι απλώς απαράδεκτο. Ουσιαστικά, η τέχνη δεν πρέπει να συνδέεται με τη βία ή να συνδέεται με ένα κλίμα εκφοβισμού».

INFO

«Exploding Plastic Inevitable: Χώρος τέχνης Arch (Γκούρα 5, Πλάκα),
έως τις 6 Σεπτεµβρίου.