Καθώς το ταχύπλοο παίρνει μια κλειστή στροφή σχεδόν 180 μοιρών για να διαπλεύσει τα τελευταία μέτρα προς το φυσικό λιμάνι του Φετίγιε, αυτό που αν το παρατηρήσεις στον χάρτη μοιάζει με μια αγκαλιά, καταλαμβάνεται κανείς από το αίσθημα και τον ενθουσιασμό της ανακάλυψης ενός μυστικού. Καλά κρυμμένου, προστατευμένου από τον χρόνο και αλώβητου από τα τουριστικά στίφη. Κατάφυτοι λόφοι ορθώνονται τριγύρω, η πυκνή βλάστηση ξεκινά από το όριο της θάλασσας, ενώ τα διάσπαρτα κτίρια, περίφημα διατηρημένα αρχιτεκτονήματα των αρχών του 20ού αιώνα, σε αμφιθεατρική διάταξη, μαρτυρούν τον ήπιο τρόπο που ο άνθρωπος έχει παρέμβει στο φυσικό περιβάλλον.

Στην πραγματικότητα, βέβαια, το Φετίγιε, δύο ώρες βορειοανατολικά της Ρόδου διά θαλάσσης, κάθε άλλο παρά άγνωστο ή ανεξερεύνητο παραμένει. Και αυτό είναι κάτι που μπορεί να διαπιστώσει κάποιος απλώς ρίχνοντας μια ματιά στην αρμάδα των ιστιοπλοϊκών που είναι αραγμένα στη μαρίνα της παραλιακής πόλης.

Υπάρχει και μια άφατη αλλά πανταχού παρούσα οικειότητα που νιώθει κανείς φθάνοντας στον τόπο ο οποίος στην αρχαιότητα υπήρξε κομμάτι της Λυκίας. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι το τοπίο δεν διαφέρει δραματικά από εκείνο των ελληνικών νησιών. Αλλά κυρίως η δύναμη της μνήμης και μιας πανταχού παρούσας νοσταλγίας. Αλλωστε, μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923, η ελληνική κοινότητα της περιοχής ήταν όχι απλώς παρούσα και δραστήρια, αλλά ακμάζουσα.

Σε αυτό το σημείο της Μικράς Ασίας, στην αρχαία Τελμησσό – η οποία σύμφωνα με τον μύθο πήρε το όνομά της από τον γιο που απέκτησε ο Απόλλωνας με την κόρη του βασιλιά των Φοινίκων –, τη Μάκρη, όπως ονομάστηκε μεταγενέστερα, που αναγκάστηκαν να αφήσουν πίσω τους εκατοντάδες Ελληνες (οι οποίοι δημιούργησαν από την αρχή στην Ελλάδα τη Νέα Μάκρη), η Μαρία Εκμεκτσίογλου διοργανώνει τα τελευταία χρόνια ένα φεστιβάλ γαστρονομίας και πολιτισμού. Αναδεικνύοντας σχέσεις και συγγένειες ανάμεσα στον ελληνικό και τον τουρκικό λαό, εκείνες που δεν μπορούν να οριοθετηθούν από σύνορα και πολιτικές, και κρατώντας τη μνήμη ζωντανή.

Η Μαρια Εκμεκτσιογλου στην εκκλησια της Παναγιας Πυργιωτισσας του εγκαταλελειμμενου επι εναν αιωνα ελληνικου χωριου Λεβισσι

«Η ιδέα για το φεστιβάλ γεννήθηκε πριν από τρία χρόνια. Εδώ και τέσσερα καλοκαίρια ζω στο Φετίγιε και εδώ άνοιξα το εστιατόριό μου, στο νησί Σεβάλιε – γνωστό και ως “το νησί των Ιπποτών”. Είναι ένα μικρό νησάκι με περίπου 20 σπίτια και ελάχιστους κατοίκους. Ο τόπος εδώ είναι μικρός κι έτσι δεν πήρε πολύ για γνωριστώ με τον δήμαρχο της πόλης και τη σύζυγό του. Αυτή η κοινωνική γνωριμία γέννησε και το φεστιβάλ. Εφόσον είμαστε εδώ, γιατί να μη διοργανώσουμε ένα φεστιβάλ φιλίας, γαστρονομίας και πολιτισμού; Να προσκαλούμε κάθε χρόνο έλληνες σεφ και δημοσιογράφους, και να υπενθυμίζουμε ότι η γαστρονομία και ο πολιτισμός μπορούν να ενώσουν τους λαούς;» εξιστορεί η ίδια για τις καταβολές της ιδέας.

Βρισκόμαστε στην αχανή ανοιχτή τοπική αγορά, ακολουθώντας τους σεφ που έχουν ταξιδέψει από την Ελλάδα και την Τουρκία για να στήσουν τον δικό τους γαστρονομικό διάλογο στο πλαίσιο του φεστιβάλ. Η αναζήτηση της καλής και ποιοτικής πρώτης ύλης δεν είναι παίξε-γέλασε. Παρότι στην αγορά του Φετίγιε δεν υπάρχει τίποτε φανταχτερό αλλά και τίποτα επιτηδευμένο, μολονότι η υπαίθρια αγορά δεν είναι περασμένη με το λούστρο και την αίγλη των ευρωπαϊκών αντιστοίχων της, όπως το Μπόροου Μάρκετ του Λονδίνου ή η Λα Μποκερία της Βαρκελώνης, η ποικιλία των αγαθών χορταίνει και το πιο αδηφάγο βλέμμα. Είναι τόσο πολλά και τόσο επιμελώς τοποθετημένα στους πάγκους που θες να τα αγγίξεις, να τα μυρίσεις, να τα γευτείς.

«Το πρώτο φεστιβάλ στήθηκε μέσα σε 12 ημέρες και είχε τόση επιτυχία ώστε την επόμενη χρονιά ο δήμαρχος ήταν εκείνος που με κάλεσε για να το επαναλάβουμε. Ο κόσμος της περιοχής το αγκάλιασε»

«Στην αρχή, ο δήμαρχος ήταν επιφυλακτικός λόγω των οικονομικών του δήμου. Εγώ, όμως, μαζί με τη σύζυγό του, αναλάβαμε την πρωτοβουλία. Πήγαμε σε ξενοδόχους και γνωστούς επιχειρηματίες. Ο συνέταιρός μου μάς παραχώρησε δωμάτια, όπως και άλλοι φίλοι. Η προσπάθεια έγινε εξ ολοκλήρου εθελοντικά, με προσφορές» εξιστορεί για τις απαρχές του φεστιβάλ η ρωμιά σεφ, ενώ έχουμε σταθεί μπροστά από έναν πάγκο μαναβικής για να προμηθευτεί ένα υβριδικό είδος μακρόστενης μελιτζάνας που είναι πολύ δημοφιλής στη γειτονική χώρα. «Το πρώτο φεστιβάλ στήθηκε μέσα σε 12 ημέρες και είχε τόση επιτυχία ώστε την επόμενη χρονιά ο δήμαρχος ήταν εκείνος που με κάλεσε για να το επαναλάβουμε. Ο κόσμος της περιοχής το αγκάλιασε». Είναι χαρακτηριστικό ότι και άλλες κοινότητες έσπευσαν να ακολουθήσουν τη συνταγή. Στις 14 Σεπτεμβρίου η Εκμεκτσίογλου θα βρίσκεται για ένα αντίστοιχο φεστιβάλ στην Κας – μία από τις πλέον δημοφιλείς περιοχές της «Τουρκικής Ριβιέρας» – ενώ την τεχνογνωσία της για μια γιορτή γαστρονομίας και πολιτισμού δίνει και στον δήμο της αρχαίας Σίδης, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αττάλεια.

Τα νοτιοδυτικά παράλια της Μικράς Ασίας – με κορωνίδες το Μπόντρουμ, τη Μαρμαρίδα αλλά και το Φετίγιε – έχουν υπερεπενδύσει τα τελευταία χρόνια στο branding τους ως τουριστικού προορισμού. Το αντιλαμβάνεται κανείς από τις φαραωνικών διαστάσεων ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις με τις πεντάστερες υπηρεσίες, από τα εκατοντάδες σκάφη αναψυχής που βρίσκουν απάγκιο στους υπήνεμους κόλπους αλλά και από τα δεκάδες τουριστικά βαν που μεταφέρουν ταξιδιώτες στα τοπόσημα των παραλιακών πόλεων. Ομως δράσεις, όπως το γαστρονομικό φεστιβάλ που για τρεις ημέρες μονοπώλησε την ημερήσια διάταξη του Φετίγιε, λειτουργούν ως αφορμή για την πιο ουσιαστική σύνδεση των επισκεπτών με τους τόπους. Αλλά και ως εφαλτήριο για την ανάγνωση της ιστορίας χωρίς εθνικιστικές παρωπίδες.

Μπορεί οι γείτονες να μην αρθρώνουν (ακόμα), για παράδειγμα, πως το ελληνικό χωριό Λιβίσι, λίγα χιλιόμετρα έξω από Φετίγιε, δεν εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του αλλά ερημώθηκε εξαιτίας πολυετών διωγμών, ωστόσο η πρόθεση να αναστηλώσουν κάποιους από τους χριστιανικούς ναούς που στέκουν ακόμα όρθιοι ακούγεται τουλάχιστον ενθαρρυντική. «Κανείς δεν ξεχνά. Ούτε πρέπει να ξεχνά» λέει η Εκμεκτσίογλου καθώς βηματίζουμε στο ερειπωμένο χωριό που δεν κατοικήθηκε ποτέ μετά το 1923. «Αλλά οι γενιές αλλάζουν. Ξέρετε, υπάρχουν σήμερα πολλοί τούρκοι πολίτες που επιμένουν πως δεν πρέπει να χαθεί η Ρωμιοσύνη». Αραγε αυτός ήταν και ο λόγος που η ίδια επέλεξε να διοργανώσει αυτή τη γιορτή για το φαγητό, τον λαϊκό πολιτισμό και τη φιλία των δύο λαών σε αυτόν τον τόπο; Η αλήθεια είναι κατά τι διαφορετική, αφού η αρχική της πρόθεση ήταν η δράση να πραγματοποιηθεί σε κάποιο ελληνικό νησί. Oμως δεν βρήκε, όπως λέει, ανταπόκριση.

Το βράδυ μιας μεγάλης ημέρας, που είχε περιήγηση στις υπαίθριες αγορές και δοκιμή εδεσμάτων (των γνωστών σε εµάς γκιουζλεµέδων, που οι κάτοικοι του Φετίγιε έχουν αναγάγει σε τέχνη), γνωριμία με μικροπαραγωγούς της περιοχής, ξενάγηση στους περίφημους λαξευτούς λυκιακούς τάφους αλλά και ομιλίες, μαγειρικά σεμινάρια και συναυλίες στο πλαίσιο του φεστιβάλ, μας βρίσκει να δειπνούμε στο Mayikas, το εστιατόριο της Μαρίας Εκμεκτσίογλου, που κατοπτεύει προνομιακά το παραλιακό μέτωπο του Φετίγιε.

Η σεφ διηγείται ιστορίες για τις συνταγές που έμαθε από τη γιαγιά και τη μητέρα της, μιλάει για τη μνήμη της γεύσης, λέει πως το φαγητό είναι πάντα μια καλή αφορμή: «Το φαγητό μάς ενώνει. Η γαστρονομία είναι το μέσο. Οταν ο Ερντογάν φιλοξένησε τον Μητσοτάκη, στο επίσημο δείπνο σερβιρίστηκε ο χαλβάς με στραγάλια της Εμινέ Ερντογάν. Oλη η Ελλάδα ζητούσε τότε από εμένα τη συνταγή. Αυτό θυμόντουσαν – όχι τις πολιτικές συζητήσεις».