Μπορεί να τη συναντήσεις στο Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων ή στο Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας. Είναι πολύ πιθανό να την πετύχεις και σε κάποια παράσταση του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου. Αν τη γνωρίζεις ήδη, ίσως τη δεις να κινείται με το ποδήλατό της στους στενούς, ανηφορικούς δρόμους του κέντρου, πέριξ των Εξαρχείων και του Κολωνακίου.

Η Ανούκ Ριζάντ, μορφωτική ακόλουθος (ή ακόλουθος πολιτιστικής συνεργασίας) του Γαλλικού Ινστιτούτου, είναι φαινομενικά πανταχού παρούσα, αλλά πάντα με διακριτικότητα και χαμηλούς τόνους, χαρακτηριστικά που αν θέλαμε να μιλήσουμε με κλισέ, θα αποδίδαμε στην εθνικότητα και το φύλο της.

Ωστόσο, ας αποφύγουμε τις εύκολες γενικεύσεις, γιατί η περίπτωσή της δεν εμπίπτει σε προκαθορισμένες κατηγορίες και γενικεύσεις.

Διότι, για παράδειγμα, δεν είναι συνηθισμένο να συναντάς μια γυναίκα στη μέση της τέταρτης δεκαετίας της ζωής της με τόσο βαθιά εποπτεία των καλλιτεχνικών δρωμένων της Ελλάδας, ειδικά στον τομέα των παραστατικών τεχνών: όχι μόνο του χορού, αλλά και του θεάτρου, των εικαστικών τεχνών, του design και των τεχνών του χειροποίητου.

Και μάλιστα, έχοντας αναλάβει τα καθήκοντά της μόλις ενάμιση χρόνο πριν, στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας, το οποίο αποτελεί τον πολιτιστικό βραχίονα της Γαλλικής Πρεσβείας και ταυτόχρονα λειτουργεί ως αυτόνομος πολιτιστικός οργανισμός στο εξωτερικό.

Σύμφωνοι, that’s the job, την οποία η ίδια περιγράφει ως μια «γέφυρα» ανάμεσα στη γαλλική και την ελληνική πολιτιστική σκηνή, με έμφαση στην πρακτική πλευρά αυτής της διασύνδεσης. Η αποστολή της επικεντρώνεται στη δημιουργία και ενίσχυση δεσμών ανάμεσα σε ιδρύματα, φεστιβάλ, πολιτιστικούς φορείς και καλλιτέχνες των δύο χωρών, είτε για την ανάπτυξη νέων συνεργασιών είτε για την υποστήριξη υφιστάμενων έργων.

Oπως το επιδιώκει το Ινστιτούτο εδώ και δεκαετίες, από όταν με την καθοδήγηση του θρυλικού Οκτάβιου Μερλιέ εξελίχθηκε σε ανεξάρτητο πολιτιστικό και μορφωτικό κέντρο, ενισχύοντας τις ελληνογαλλικές σχέσεις και προάγοντας τη γαλλική γλώσσα και κουλτούρα στην Ελλάδα.

Οπως εξηγεί η Ριζάντ: «Πλέον η στρατηγική του Γαλλικού Ινστιτούτου βασίζεται σε δύο άξονες: την προσέλκυση νεανικού κοινού και τη διάχυση της σύγχρονης πολιτιστικής δημιουργίας σε όλη την Ελλάδα, όχι μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα.

Δεν μας ενδιαφέρει απλώς η προβολή της γαλλικής παραγωγής, αλλά ο διάλογός της με τις σύγχρονες ανησυχίες της ελληνικής κοινωνίας. Για να το πετύχουμε, απαιτείται βαθιά και πολυεπίπεδη γνώση τόσο της ελληνικής όσο και της γαλλικής σκηνής, ενεργή παρουσία και ανοιχτές συνομιλίες».

Φωτογραφία Ανδρέας Σιμόπουλος

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το περυσινό The Olympic Cypher, με αφορμή τη διέλευση της Ολυμπιακής Φλόγας από την Ελλάδα. Περιλάμβανε μια δράση γύρω από το breaking με αφορμή την είσοδό του στα ολυμπιακά αθλήματα, σε συνεργασία με το Flux Laboratory και την Ελβετική Πρεσβεία στην Ελλάδα, με τη μορφή ανοιχτής «cypher» συνάντησης μεταξύ καλλιτεχνών και κοινού.

Πέρα από τη δικτύωση, το Γαλλικό Ινστιτούτο προσφέρει τεχνική και οικονομική στήριξη, ενώ ενθαρρύνει προγράμματα καλλιτεχνικών φιλοξενιών (residencies). Ενα τέτοιο παράδειγμα είναι μια δράση στη Ρόδο με επίκεντρο την κεραμική, που φιλοξενεί κάθε φθινόπωρο έναν έλληνα και έναν γάλλο καλλιτέχνη στο Κατάλυμα της Γαλλίας στη Ρόδο μέσα στο μεσαιωνικό κάστρο, με τη στήριξη και του υπουργείου Πολιτισμού.

Αντίστοιχα, διοργανώνει συνέδρια, ιδίως στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Φιλοσοφίας, φόρουμ και εκπαιδευτικά σεμινάρια για επαγγελματίες του πολιτισμού. Το 2024, για παράδειγμα, το πρόγραμμα «Engaged Scenography» στην Αθήνα, που σχεδιάστηκε σε συνεργασία με το Goethe-Institut Athens, πρόσφερε σε περίπου εκατό τοπικούς επαγγελματίες εργαστήρια με διεθνείς καλλιτέχνες.

Η δουλειά της Ριζάντ εκτείνεται σε πολλαπλά επίπεδα. Ενδεικτικά, καλλιτεχνικοί διευθυντές και υπεύθυνοι προγραμματισμού από την Ελλάδα προσκαλούνται σε φεστιβάλ στη Γαλλία, όπως και αντιστρόφως: όπως η Innovation & Community Events Coordinator του Ιδρύματος Ωνάση, Αναστασία Μαυρογιάννη, στην Biennale Chroniques (Biennale des Imaginaires Numériques), μια διεθνούς επιπέδου διοργάνωση στην περιοχή της Μασσαλίας που επικεντρώνεται στις ψηφιακές τέχνες και τις νέες τεχνολογίες, ή ο διευθυντής του Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων, Μανώλης Πιμπλής, στην αντίστοιχη διοργάνωση «Oh les beaux jours!», και πάλι στη Μασσαλία. «Το Ινστιτούτο υποστηρίζει τη γαλλική παρουσία στην Ελλάδα, όχι παρεμβατικά, αλλά μέσω δημιουργικών συμπράξεων, διατηρώντας σεβασμό στην ταυτότητα κάθε διοργανωτή και εστιάζοντας σε βιώσιμες πολιτιστικές συνεργασίες».

Παρίσι, Σαντιάγο, Αθήνα

Η Ανούκ Ριζάντ μεγάλωσε στο Μπορντό, στη νοτιοδυτική Γαλλία, όμως από νωρίς ένιωσε την ανάγκη να κοιτάξει πέρα από τα γεωγραφικά όρια της πόλης της. Σε ηλικία 18 ετών μετακόμισε στο Παρίσι για να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο Sciences Po Paris. Το ακαδημαϊκό της υπόβαθρο είναι πολιτικοεπιστημονικό, με έντονη έμφαση στην ιστορία και, συγκεκριμένα, στην πολιτισμική ιστορία, μια κατεύθυνση που θα επηρέαζε ουσιαστικά τις μετέπειτα επιλογές της.

Κατά τη διάρκεια των πενταετών σπουδών της στο Παρίσι, πέρασε έναν χρόνο στο εξωτερικό, στο Σαντιάγο της Χιλής. Αυτή η εμπειρία αποδείχθηκε καθοριστική: όχι μόνο επειδή ήταν το πρώτο μεγάλο της ταξίδι, αλλά κυρίως γιατί της επέτρεψε να μελετήσει την πολιτική επιστήμη και την ιστορία της Λατινικής Αμερικής εκ των έσω.

Εμβάθυνε στη σχέση Χιλής και Γαλλίας, μια σχέση που σφυρηλατήθηκε, μεταξύ άλλων, από τη φιλοξενία πολιτικών προσφύγων της χιλιανής δικτατορίας κατά τη δεκαετία των 70s. Ηταν η πρώτη φορά που αντιλήφθηκε τον εαυτό της να νιώθει «στο σπίτι της» σε έναν ξένο τόπο, σε μια γλώσσα που δεν ήταν η δική της. Εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε μέσα της το ενδιαφέρον για τη διαπολιτισμική συνεργασία και την ιδέα του «ανήκειν» πέρα από τα σύνορα.

Επιστρέφοντας στο Παρίσι, ολοκλήρωσε τις σπουδές της με μια πρακτική άσκηση στην UNESCO. Λίγο αργότερα, ξεκίνησε την επαγγελματική της πορεία στον χώρο του πολιτισμού, δουλεύοντας στο περιοδικό σύγχρονης τέχνης «L’Officiel Art».

Σύντομα θα εντασσόταν στο δυναμικό του γαλλικού υπουργείου Πολιτισμού, αναλαμβάνοντας αρχικά την εποπτεία δύο σημαντικών δημόσιων φορέων: του γαλλογερμανικού καναλιού Arte και της Radio France, του εθνικού δημόσιου ραδιοφωνικού οργανισμού. Από εκείνη τη θέση ξεκίνησε μια πορεία εσωτερικής εξέλιξης στο υπουργείο, η οποία την οδήγησε στον ρόλο της ειδικής συμβούλου στον διευθυντή για τα Μέσα και τις πολιτιστικές βιομηχανίες.

Ως ειδική σύμβουλος, λειτουργούσε ως γέφυρα ανάμεσα στη διοίκηση και το πολιτικό γραφείο των υπουργών, αναλαμβάνοντας τον συντονισμό στρατηγικών παρεμβάσεων χωρίς να φέρει πολιτικό αξίωμα η ίδια.

Στην τελευταία της θέση, είχε την εποπτεία των τομέων του κινηματογράφου και του οπτικοακουστικού περιεχομένου. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα της δουλειάς της εκείνη την περίοδο είναι η συμμετοχή της στη διαπραγμάτευση και ενσωμάτωση μεγάλων διεθνών ψηφιακών πλατφορμών, όπως Netflix, Amazon και Disney, στο γαλλικό σύστημα χρηματοδότησης της εγχώριας και ευρωπαϊκής οπτικοακουστικής παραγωγής.

Στην «τολμηρή» Ελλάδα

Ωστόσο, παράλληλα, ωρίμαζε μέσα της η επιθυμία να εργαστεί στο εξωτερικό, με έναν πιο ξεκάθαρο πολιτισμικό και διπλωματικό ρόλο. Κάπου εκεί άνοιξε η θέση της πολιτιστικής ακολούθου στην Αθήνα: «Δεν είχα την ευκαιρία να επιλέξω τη χώρα, αλλά όταν παρουσιάστηκε η δυνατότητα, έσπευσα να την αρπάξω.

Υπήρχε ήδη έντονο ενδιαφέρον από τη γαλλική πλευρά για όσα συμβαίνουν στην ελληνική και ιδιαίτερα στην αθηναϊκή καλλιτεχνική σκηνή, κάτι απόλυτα δικαιολογημένο, όπως αποδείχθηκε όταν βρέθηκα εδώ».

Αρχικά, γνώριζε την ελληνική καλλιτεχνική σκηνή μόνο επιφανειακά, καθώς δεν είχε επαγγελματική εμπειρία στη χώρα μας. Η πρώτη της αποστολή ήταν να τη γνωρίσει σε βάθος: να κατανοήσει πώς λειτουργεί, να συνδεθεί με τους υπάρχοντες συνεργάτες και να αναζητήσει νέες συνεργασίες.

Από τη Γαλλία, γνώριζε κυρίως καλλιτέχνες που είχαν ήδη φτάσει σε διεθνές επίπεδο. Παρακολούθησε στενά φεστιβάλ και διοργανώσεις, και φρόντισε να εξερευνήσει όχι μόνο την Αθήνα αλλά και την υπόλοιπη Ελλάδα, ταξιδεύοντας όσο περισσότερο μπορούσε, τόσο για επαγγελματικούς λόγους όσο και για τη χαρά της προσωπικής ανακάλυψης. Τι διαπίστωσε, λοιπόν: «Ισως ακούγεται κλισέ, αλλά η καλλιτεχνική σκηνή είναι πράγματι ζωντανή, θερμή και δυναμική.

Υπάρχει μια έντονη σύγκλιση δημιουργικών δυνάμεων: από τη μία, η ελληνική επιθυμία για πειραματισμό και αναζήτηση νέων μορφών και, από την άλλη, το αυξανόμενο ευρωπαϊκό και διεθνές ενδιαφέρον.

Αυτό που θεωρώ ιδιαίτερα χαρακτηριστικό στην Ελλάδα είναι η τόλμη των καλλιτεχνών, η επιμονή τους να καινοτομούν και να πειραματίζονται με τη φόρμα. Το ρίσκο που αναλαμβάνουν είναι εμφανές, είτε ως απάντηση στις περιορισμένες συνθήκες είτε ως αποτέλεσμα μιας βαθύτερης παιδείας και καλλιτεχνικής φιλοσοφίας που έχει αναπτυχθεί εδώ. Αυτό το θάρρος είναι, για εμένα, από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά της ελληνικής σκηνής.

Πρόσφατα είδα στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας μια παράσταση του Χρήστου Παπαδόπουλου. Ξεκίνησε με εξαιρετικά λιτές, περιορισμένες κινήσεις, οι οποίες σταδιακά επεκτάθηκαν, επαναλήφθηκαν και μετασχηματίστηκαν μέσα από έναν απολύτως ελεγχόμενο ρυθμό. Αυτή η προσέγγιση, αυτή η τόλμη να χτίσει κάτι τόσο ουσιαστικό από το ελάχιστο, μου φάνηκε μια μορφή ρίσκου στη φόρμα, κάτι που δεν συναντώ συχνά, ακόμη και στη γαλλική σκηνή, όσο πλούσια κι αν είναι».

Θα αναφέρει, ωστόσο, πως, παρότι η ελληνική καλλιτεχνική σκηνή είναι ποικιλόμορφη, υπάρχει ένας κοινός πυρήνας που τη διαπερνά και σχετίζεται με την τοπική κουλτούρα: «Από τη μία είναι η σχέση με την παράδοση, το πώς οι καλλιτέχνες αντλούν από αυτήν και τη μετασχηματίζουν σε κάτι νέο, μια τάση που είναι εμφανής τόσο στη μορφή όσο και στα θέματα των έργων.

Επιπλέον, υπάρχει μια κριτική ματιά στην Ιστορία αλλά και στην παρούσα εξέλιξη του κόσμου, συνοδευόμενη από ένα είδος αυτοσαρκαστικού χιούμορ, το οποίο χαρακτηρίζει το ελληνικό καλλιτεχνικό περιβάλλον».