Η εξελισσόμενη εξέγερση των αγροτών, όπως εκδηλώνεται με τα μπλόκα των εθνικών δρόμων μεγάλης κυκλοφορίας, τις εισβολές στα αεροδρόμια της Κρήτης, τους αποκλεισμούς των λιμανιών, όπως του Βόλου, και άλλων ευαίσθητων εμπορικά και οικονομικά ζωνών, μπορεί να είχε ως αφορμή το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και τις παρεπόμενες καθυστερήσεις στην καταβολή των επιδοτήσεων, αλλά οι ρίζες είναι βαθύτερες.

Ο αγροτικός τομέας στην Ελλάδα μοιάζει παγιδευμένος σε ένα αντίρροπο σχήμα υψηλού κόστους παραγωγής και μειωμένων τιμών, που οδηγεί σταθερά σε ζημιές ή έστω χαμηλά εισοδήματα και αναπόφευκτα σε συρρίκνωση τον γεωργικό κλάδο.

Η συμμετοχή της αμιγούς αγροτικής παραγωγής στο ΑΕΠ μόλις προσεγγίζει το 3,6% τα τελευταία χρόνια και μόνο με την προσθήκη των συγγενών προς τον αγροδιατροφικό τομέα μεταποιητικών μονάδων φθάνει μετά βίας το 7,5% του ετήσιου εθνικού προϊόντος. Από πλήθος ερευνών επίσης βεβαιώνεται ότι ο τομέας χάνει ετησίως το 0,3% της δυναμικότητάς του.

Πλήθος παραγόντων συνθέτει μια συνθήκη διαρκούς υποχώρησης για τον πρωτογενή τομέα, στην ανάπτυξη του οποίου όλοι ομνύουν, αλλά ουδείς έχει ασχοληθεί με σοβαρότητα και συνέπεια.

Μεγάλες αυξήσεις

Τα τελευταία μεταπανδημικά χρόνια οι συνθήκες επιδεινώθηκαν έτι περαιτέρω. Οι μεγάλες αυξήσεις σε όλη τη ζώνη των ενεργειακών αγαθών, ιδιαιτέρως του ηλεκτρικού ρεύματος και του πετρελαίου κίνησης, επαύξησαν σημαντικά το κόστος των γεωργικών εκμεταλλεύσεων.

Προστιθέμενες δε οι δυσανάλογες, επίσης, αυξήσεις στις τιμές των λιπασμάτων, των ζιζανιοκτόνων και των λοιπών φαρμάκων κατέστησαν το βάρος ασήκωτο. Ταυτόχρονα η ένταση του ανταγωνισμού από εισαγόμενα προϊόντα τρίτων χωρών προκάλεσε αναγκαστική απομείωση των τιμών πώλησης των εγχώριων παραγόμενων προϊόντων, περιορίζοντας δραματικά τα έσοδα.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των ρυζοπαραγωγών της περιοχής των Σερρών και της ευρύτερης περιοχής του Στρυμόνα ποταμού.

Εκεί το κόστος παραγωγής προσεγγίζει τα 38 λεπτά του ευρώ το κιλό και το προερχόμενο από την Ασία και τη Λατινική Αμερική αδασμολόγητο ρύζι φθάνει στην ελληνική αγορά σε τιμή μόλις 26 λεπτών, με αποτέλεσμα το ρύζι των Σερρών να μένει αδιάθετο στις αποθήκες, αφήνοντας τους καλλιεργητές αποκαρδιωμένους, χωρίς εισόδημα και προφανώς χωρίς κανένα κίνητρο για συνέχιση της καλλιέργειας.

Το ίδιο ισχύει εν πολλοίς και για τα δημητριακά, σιτηρά, κριθάρια και άλλα. Οι τιμές τους ανυψώθηκαν αρχικώς με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, έπιασαν κάποια το καλοκαίρι του 2023 και τα 50 λεπτά το κιλό. Εκτοτε, ωστόσο, οι διεθνείς αγορές δημητριακών ομαλοποιήθηκαν και οι τιμές έπεσαν ξανά σε επίπεδα μεταξύ 15 και 18 λεπτών το κιλό. Μας έμεινε ωστόσο η μεγάλη ανατίμηση στις τιμές του ψωμιού και των λοιπών προϊόντων που έχουν ως βάση τα άλευρα. Σήμερα ένας γεωργός που καλλιεργεί 120 στρέμματα δημητριακών με κατά μέσο όρο 300 κιλά ανά στρέμμα είναι ζήτημα αν μετά την αφαίρεση των εξόδων αποκομίζει καθαρό ετήσιο εισόδημα άνω των 5.000 ευρώ. Αντίστοιχα προβλήματα εμφανίζουν και οι περισσότερες καλλιέργειες λαχανικών, κηπευτικών και οσπρίων, όπως και οι δενδροκαλλιέργειες φρούτων και ξηρών καρπών.

Μικρές παραγωγές

Η μεγάλη αναντιστοιχία μεταξύ κόστους και τιμών αποθαρρύνει τους έτσι κι αλλιώς γερασμένους αγρότες μας. Το 65% των ελλήνων γεωργών έχει ηλικία μεγαλύτερη των 55 ετών και σχεδόν το 40% αυτών κινείται στη ζώνη των 65 ετών. Επιπλέον η εκπαίδευσή τους είναι χαμηλή, η ενσωμάτωση των νέων τεχνολογικών δυνατοτήτων δυσχερής και ο μικρός κλήρος επίσης – δεν φθάνει τα 55 στρέμματα ανά γεωργική εκμετάλλευση – δεν επιτρέπει έγκαιρη αντικατάσταση του παλαιωμένου ταυτόχρονα μηχανολογικού εξοπλισμού, με αποτέλεσμα οι παραγωγές να μένουν μικρές και εισοδηματικά περιορισμένες. Η δημογραφία, με άλλα λόγια, είναι επίσης προβληματική για την ελληνική γεωργία.

Τα επόμενα χρόνια, για να διατηρηθεί ενεργός και παραγωγικός και αποδοτικός ο γεωργικός τομέας, θα χρειαστεί εμπλουτισμό από περίπου 200.000 νέους αγρότες. Ηδη η δυσμενής δημογραφία πλήττει τον εκτεταμένο και αποδοτικό μέχρι πρότινος ελαιοκομικό τομέα.

Τα μεροκάματα για τα λιομαζώματα τείνουν προς τα 80 ευρώ και οι τιμές, μετά την έξαρση των προηγούμενων δύο χρόνων, έχουν κατρακυλήσει εκ νέου, με αποτέλεσμα να μένουν οι ελιές αμάζευτες.

Η αλήθεια είναι ότι σε αυτόν τον προβληματικό και φθοροποιό κύκλο εμφανίζονται σποραδικά ανά τη χώρα ξεχωριστές προσπάθειες προηγμένης γεωργικής παραγωγής, υδροπονικές μονάδες, εξελιγμένα θερμοκήπια και μοναδικές καλλιέργειες ψυχρής περιόδου, που αποδίδουν πολλές παραγωγές μέσα στον χρόνο, υψηλής ποιότητας προϊόντα και απολαμβάνουν καλύτερες τιμές. Μόνο που είναι μεμονωμένες και δεν αποτελούν τον κανόνα.

Η κτηνοτροφία

Ακόμη χειρότερες είναι οι συνθήκες στον κτηνοτροφικό τομέα. Και εκεί ο συνδυασμός υψηλού κόστους και ισχυρότατου ανταγωνισμού δεν έχει επιτρέψει την ανάπτυξη των κτηνοτροφικών μονάδων. Οι τιμές των ζωοτροφών και των φαρμάκων έχουν εκτοξευτεί στα ύψη, το ενεργειακό κόστος των στεγασμένων μονάδων είναι μεγάλο, οι τιμές του γάλακτος χαμηλές, η δουλειά σκληρή και το αποτέλεσμα αποθαρρυντικό. Εσχάτως ήλθαν και οι προσβολές από ασθένειες να επιδεινώσουν την κατάσταση. Οι απώλειες ζώων έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο.

Οι επιλογές του υπουργείου Γεωργίας για τον μη έγκαιρο εμβολιασμό και η δυσκολία του να εφαρμόσει με συνέπεια τα υγειονομικά πρωτόκολλα οδήγησαν μαζικά πάμπολλα κοπάδια αιγοπροβάτων στη σφαγή και ολόκληρες μονάδες σε πλήρη αφανισμό.

Αυτή την ώρα κινδυνεύει με κρίση πρώτου μεγέθους ο ανθηρός όλα τα προηγούμενα χρόνια τυροκομικός τομέας – και βεβαίως η εγχώρια παραγωγή κρέατος. Αυτή την ώρα η Ελλάδα καλύπτει το 90% των αναγκών σε βόειο κρέας από το εξωτερικό και κινδυνεύει να μεταβληθεί από εξαγωγέας σε εισαγωγέα αμνοεριφίων. Περιττό να σημειώσουμε ότι η τιμή του μοσχαρίσιου κρέατος τείνει να προσεγγίσει τα 20 ευρώ το κιλό και του αρνίσιου αναμένεται να εκτοξευτεί στην προσεχή εορταστική αγορά σε αντίστοιχα επίπεδα. Η παραγωγή του χοιρινού κρέατος είναι επίσης μειωμένη και εσχάτως πίεση από το εξωτερικό αντιμετωπίζουν και οι πτηνοτροφικές μονάδες.

Κοινή είναι η πεποίθηση πως, αν διατηρηθούν ως έχουν οι συνθήκες στη γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή, η χώρα θα έλθει αντιμέτωπη με μείζονα κρίση επισιτιστικής ασφάλειας και με ό,τι αυτή συνεπάγεται. Ως γνωστόν, μια τέτοια συνθήκη συγκροτεί μοναδική βάση εξάρτησης, ιδιαιτέρως σε εποχές διεθνών κρίσεων.

Με άλλα λόγια, τα μπλόκα και οι οξύτατες αντιδράσεις των αγροτών δεν είναι άνευ αιτίας. Η κυβέρνηση που ομνύει στις μεταρρυθμίσεις εγκατέλειψε τον τομέα στο έλεος Θεού και ανθρώπων και πλέον οφείλει ταχεία δράση, πριν να είναι αργά.