Μια ανάμνηση από αυτό το καλοκαίρι, ως διήγηση χρήσιμης ανεμελιάς, ένα περιστατικό, όχι καθημερινό, θα ήθελα να εκθέσω. Μαζί σας να το μοιραστώ και σε διάλογο να αυτοπροταθώ. Πρόκειται για μια εμπειρία φαινομενικά μόνο ασήμαντη. Αλλά είναι ακριβώς για αυτό τον λόγο που δεν μου επιτρέπεται να το προσπεράσω.

Στο μουσείο Ορσέ, στο Παρίσι, οι συντηρητές ενός πίνακα – και ποιου πίνακα! – «συνελήφθησαν» να εκτελούν την εργασία τους παρουσία των επισκεπτών. Χωρίς κανείς να ενοχλείται. Και κάποιοι μάλιστα από εμάς με διάφορους τρόπους να συνομιλούν μαζί τους. Ακόμα και με τα βλέμματά τους διάφορα να λένε.

Σε αυτό το περιστατικό, το σημαντικό δεν βρισκόταν στον θαυμασμό και στην περιέργεια που οι θεατές εξέφραζαν για τη λεπτουργική εργασία που γινόταν. Αλλά σε κάτι άλλο. Στο ότι κάποιοι από εμάς με αυτή την απρόσμενη επαφή με τους συντηρητές νιώθαμε νοερά να υποκαθιστάμεθα στις κινήσεις τους.

Και ίσως και στις σκέψεις τους. Ενας κύριος, για παράδειγμα, που από ώρα παρατηρούσε την εργασία, μισογύρισε προς εμένα, διστακτικά και χαμηλόφωνα, και διερωτήθηκε: άραγε αυτές οι αποχρώσεις που δίνουν οι συντηρητές τώρα στις μορφές πώς ξέρουν πως ήταν ακριβώς εκείνες, το 1849, που ο ζωγράφος έδωσε; Ανησυχούσε για την πιστότητα της νέας πινελιάς σε σχέση με εκείνη την αυθεντική τού τότε χρόνου. Απάντησα με μια απλή χωρίς λόγια έκφραση ανάλογου σκεπτικισμού.

Αυτός ο κύριος μίλησε, αλλά και άλλοι, δεν μπορούμε να το αποκλείσουμε, μπορεί να σκέφτηκαν με τον ίδιο τρόπο. Βρεθήκαμε έτσι όσοι ήμαστε εκεί σε μια ιεροτελεστία που θα αποκαλούσα συμμετοχική τέχνη. Και που χωρίς να είμαστε καλλιτέχνες συλλογιζόμαστε για το πώς γινόταν το ένα ή το άλλο.

Για το πώς η ξέστρα του καλλιεργημένου τεχνίτη, κάτω από τον μεγεθυντικό φακό, αποσπούσε με χειρουργική προσοχή και ευθύνη τα ξένα προσκτήματα που το κλίμα, οι ρύποι, οι αναπνοές των εκατομμυρίων είχαν πάνω στο έργο αποθέσει.

Για το πώς η θαμπάδα του λαδιού θα έπρεπε να αποσυρθεί και η παλιά λάμψη να επανέλθει. Μια διπλή προσομοίωση – μια substitutio mentalis – παραγόταν τώρα. Εκείνη των συντηρητών που έπρεπε να σκεφθούν το πώς σκεφτόντανε ο τότε ζωγράφος και μετά η δική μας που έπρεπε και στων δύο τη σκέψη να υπεισέλθουμε.

Ο συγκεκριμένος τώρα πίνακας που δεχόταν στο Ορσέ την επίθετη περιποίηση, παρουσία μας, είναι ένα από τα σπουδαιότερα τεκμήρια της ζωγραφικής κοινωνιογραφίας. Με φωτογραφική ακρίβεια εκτελεσμένος, απαθανάτιζε μια κηδεία στην άσημη κωμόπολη του Ορνάν και στην οποία ένα μέρος της τοπικής κοινωνίας παρευρίσκετο.

Τα πρόσωπα ήταν επώνυμα. Συγκάτοικοι του τότε. Με τις μικρές τους ιστορίες. Και με ενδύματα αποκαλυπτικά για τα αξιώματα ή την κοινωνική θέση που εκπροσωπούσαν.

Τα ύφη να δείχνουν σεβασμό και συναισθήματα. Ομως, άλλα ήταν εκείνα των ανδρών και άλλα των γυναικών, μια χαρτογράφηση του ευάλωτου διαφαινόταν έτσι. Και εμείς να μετοικούμε φαντασιακά στα μέσα του 19ου αιώνα. Και να σκεφτόμαστε τον καλλιτέχνη ως έναν ρεπόρτερ που θεώρησε ότι έπρεπε και τα ασήμαντα γεγονότα να διασώσει. Οτι και αυτά έχουν, επιτέλους, τη θέση τους στη δημόσια μνήμη.

Το συγκεκριμένο γεγονός, φιλοξενούμενο μάλιστα σε έναν πίνακα πελωρίων διαστάσεων 7 x 3 και σε οριζόντιο παραλληλόγραμμο διηγηματικό σχήμα, εισερχόταν πανηγυρικά, μέσω αυτού του σχήματος της «ζωγραφικής της ιστορίας», στην Ιστορία. Σε μια επιλογή όπου και το μέγεθος του πίνακα απένειμε, και αυτό, σπουδαιότητα στο θέμα. Σε μια δηλαδή διάσταση που κατά κανόνα παραφυλασσόταν κατά τη δημόσια δόξα στα ένδοξα πράγματα.

Τώρα ο Γκιστάβ Κουρμπέ – γιατί αυτός είναι ο ακτιβιστής ζωγράφος – προσκαλούσε όχι στην καταξίωση του έκτακτου, του εξαιρετικού, του μοναδικού αλλά σε εκείνη της καθημερινότητας ως πολύτιμης ζωής. Και της παραχωρούσε μια άλλη περίοπτη θέση στην καθιερωμένη ιεραρχία. Της έδινε μια άλλη εξουσία στην κυριολεξία πολιτική.

Σκέπτομαι τώρα πόσο η «κοινωνιολογία της καθημερινότητας», που άρχισε να μας απασχολεί κυρίως από τα μέσα του 20ού αιώνα, θα εύρισκε ως κλάδος άλλη παραστατικότερη απεικόνιση. Τόση σημασία μάλιστα απέδιδε ο Κουρμπέ σε αυτό το ρεπορτάζ που δεν αρκέστηκε στην in vivo, από τις σημειώσεις του, αποτύπωσή του.

Λίγες μέρες μετά την κηδεία κάλεσε όλους εκείνους που είχαν παρευρεθεί να προσέλθουν σε μια μακρόστενη αποθήκη. Τους επανατοποθέτησε όπως στον υπαίθριο χώρο. Και εκεί τους ζωγράφισε. Αξιοποιώντας την ανθρώπινή τους ματαιοδοξία να συμπράξουν στην υστεροφημία τους, μετέτρεψε το περιστατικό σε συλλογικό πορτρέτο, σε έναν πίνακα που επερωτούσε την κοινωνία μιας εποχής.

ΥΓ.: Σημειώνω όμως, αν και έχω καιρό να την επισκεφθώ, ότι κάτι ανάλογο γίνεται κατά καιρούς και στην Εθνική μας Πινακοθήκη. Δεν είναι μια ευκαιρία για μια ανάλογη εμπειρία;

Ο κ. Γιάννης Μεταξάς, επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, είναι τακτικό μέλος της Académie Européenne Interdisciplinaire des Sciences.