Η ελληνική αγορά εργασίας βρίσκεται σήμερα σε μια περίοδο έντονων μεταβολών και προκλήσεων. Το δημογραφικό ζήτημα περιορίζει το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό και δημιουργεί προοπτικές πίεσης για το μέλλον. Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ο πληθυσμός εργάσιμης ηλικίας 15 και πάνω για το 2025 έχει μειωθεί σε σχέση με το 2008 πάνω από 400.000 άτομα. Παρά τη στενότητα στην αγορά εργασίας, λόγω και της συνεχούς μείωσης της ανεργίας σε συνδυασμό με την ύπαρξη κενών θέσεων, δημιουργείται μια δυναμική στην οικονομία που αυξάνει τον αριθμό των εργαζομένων αλλά και τα επίπεδα των αμοιβών.

Το έτος 2019 καταγράφονται 1,7 εκατ. θέσεις εργασίας που αμείβονταν με μισθούς υψηλότερους του κατώτατου μισθού, αριθμός που αντιστοιχούσε στο 70,8% των θέσεων του ιδιωτικού τομέα. Εξι χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα για το 2025, το ποσοστό των θέσεων εργασίας με αμοιβές άνω του κατώτατου έχει ανέλθει στο 74,4%, ενώ ο αριθμός των θέσεων εργασίας με αμοιβές πάνω από τον κατώτατο μισθό φτάνει στις 2,15 εκατομμύρια. Πρόκειται για μια καθαρή αύξηση 450.000 θέσεων εργασίας με αμοιβή πάνω από τα επίπεδα του κατώτατου μισθού, που σημαίνει ότι υπάρχει άνοδος κατά 3,6 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2019.

Η εξέλιξη αυτή συνδέεται με τρεις αλληλένδετους παράγοντες. Πρώτον, τη συνεχιζόμενη μείωση της ανεργίας την τελευταία εξαετία, η οποία ενισχύει τη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων. Δεύτερον, τη στενότητα στην αγορά εργασίας, καθώς πολλές επιχειρήσεις δυσκολεύονται να καλύψουν τις κενές θέσεις, με αποτέλεσμα να προχωρούν σε αυξήσεις μισθών για να προσελκύσουν και να διατηρήσουν προσωπικό. Τρίτον, τις παρεμβάσεις στο θεσμικό πλαίσιο για τον κατώτατο μισθό και τις διαδοχικές αυξήσεις του από το 2019-2025 που λειτουργούν ως έμμεσος μηχανισμός βελτίωσης συνολικά των μισθολογικών επιπέδων (spillover effect).

Αξίζει να τονιστεί ότι τα στοιχεία αυτά αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία σε μια περίοδο όπου η Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα. Η γήρανση του πληθυσμού και η μείωση του ενεργού εργατικού δυναμικού αποτελούν βασικές προκλήσεις για την επόμενη δεκαετία. Ωστόσο, η βελτίωση των μισθών και η αύξηση των εργαζομένων που αμείβονται πάνω από τον κατώτατο δείχνουν ότι η αγορά δεν μένει στάσιμη· αντίθετα, προσαρμόζεται και αναζητά λύσεις, καθιστώντας την εργασία πιο ελκυστική.

Η συζήτηση για το μέλλον πρέπει να επικεντρωθεί σε δύο άξονες. Ο πρώτος αφορά την ενίσχυση της παραγωγικότητας, ώστε η αύξηση των μισθών να μη βασίζεται μόνο στην προσφορά και ζήτηση εργατικού δυναμικού, αλλά να αντικατοπτρίζει και μια ουσιαστική αναβάθμιση των δεξιοτήτων και της αποδοτικότητας. Ο δεύτερος σχετίζεται με την ένταξη των νέων εργαζομένων στην αγορά εργασίας και την εντατικοποίηση της ένταξης στην εργασία του διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού σε συνδυασμό με δράσεις δικτύωσης, συνέργειας, συνεργασίας και προσέλκυσης των  ταλέντων της διασποράς, όπως είναι εν προκειμένω η δράση Rebrain Greece.

Η Ελλάδα για την επόμενη δεκαετία χρειάζεται περισσότερους εργαζομένους και καλύτερη εργασία σε όλα τα επίπεδα, υψηλής, μεσαίας και χαμηλής εξειδίκευσης, ώστε η στενότητα στην αγορά εργασίας να μετατραπεί σε ευκαιρία.

Ο κ. Κωνσταντίνος Αγραπιδάς είναι γενικός διευθυντής Εργασιακών Σχέσεων, Υγείας, Ασφάλειας και Ενταξης στην Εργασία, στο υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.