Στο εργαστήριο του Μαξ Πλανκ, όταν πρωτοανιχνεύτηκε η συμπεριφορά των νετρίνων που διέφευγαν κάθε λογική πρόβλεψη, ένας από τους νεότερους ερευνητές είπε ψιθυριστά: «Είναι σαν να απορρίπτουν τη σχέση». Το είπε αστεία, αλλά κανείς δεν γέλασε. Γιατί βαθιά μέσα τους ήξεραν πως είχε δίκιο: τα νετρίνα, τα πιο ελαφρά και φευγαλέα σωματίδια του κόσμου, δεν επιθυμούν τίποτε – ούτε να δεσμευτούν ούτε να συγκρουστούν ούτε να αφήσουν ίχνος. Περνούν μέσα από την ύλη, όπως περνά σήμερα και ο έρωτας μέσα από τον άνθρωπο.

Ο έρωτας στον σύγχρονο κόσμο είναι ένα φαινόμενο χωρίς μάζα. Δεν προκύπτει από έλλειψη, ούτε από πλεόνασμα – προκύπτει από αποδιοργάνωση του νοήματος. Η επιθυμία, μετασχηματισμένη σε ψηφιακό παλμό, προβάλλεται, μετριέται, ανταλλάσσεται – αλλά σπανίως βιώνεται. Η εγγύτητα έγινε αλγόριθμος. Η απουσία, περιεχόμενο. Το τράνταγμα των αισθήσεων, έξυπνη διαχείριση των παραμέτρων.

Κάποτε ο έρωτας ερχόταν μαζί με τον φόβο της καταστροφής – τώρα φέρνει μόνο ένα ρίγος στιγμιαίας απόσπασης. Δεν είναι πια ούτε μυστήριο ούτε πάθος, είναι ένα είδος δυσανεξίας στη σιγή. Αν δεν μιλήσεις, θα σε ξεχάσουν. Αν μιλήσεις πολύ, θα σε εγκαταλείψουν. Και στο μεσοδιάστημα, η ναυτία: η ανημποριά να πιαστείς από κάτι που γλιστρά πριν καν το αγγίξεις.

Η ρίζα του προβλήματος δεν είναι συναισθηματική. Είναι οντολογική. Ο άνθρωπος έπαψε να γνωρίζει πού τελειώνει ο εαυτός του. Και χωρίς περίγραμμα, δεν μπορεί να ερωτευτεί, μπορεί μόνο να παλινδρομεί. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο αυστριακός φυσικός και θεωρητικός Λούντβιχ Μπόλτζμαν αυτοκτόνησε σε ένα παραθαλάσσιο ξενοδοχείο, ανήμπορος να αντέξει τη θερμοδυναμική μοναξιά του Σύμπαντος. Σήμερα, κανείς δεν αυτοκτονεί για αυτό. Απλώς βάζει σίγαση στις ειδοποιήσεις.

Το σώμα έχει αποσυρθεί από τη ζώνη του κινδύνου και μαζί του αποσύρθηκε και το βλέμμα. Ο,τι κάποτε ήταν σπασμός καρδιάς (my mystical wife) τώρα είναι «αγαπώ» με αντίχειρα. Ενα χειροποίητο πάτημα σε οθόνη με προστασία δακτυλικών αποτυπωμάτων. Και αν η αφή υπήρξε κάποτε απόδειξη εμπιστοσύνης, τώρα είναι μονάχα διαφήμιση εαυτού: «Είμαι εδώ, κοίτα με να σε αγγίζω χωρίς να σε νιώθω».

Κι όμως, μέσα στον στρόβιλο αυτής της αφαίρεσης, μια ανάσα διαφεύγει, σχεδόν κατά λάθος, σχεδόν σαν αναλαμπή βιολογικής εμμονής: ο έρωτας επιστρέφει πότε-πότε ως βραχυκύκλωμα. Μια ματιά που δεν ήταν προγραμματισμένη. Ενα φιλί χωρίς φίλτρο. Κάτι τρεμουλιαστό, πρόχειρο, απείθαρχο. Οχι διάρκεια – μα βάθος. Οχι σχέση – μα διαρροή. Και ίσως εκεί, στα όρια του τυχαίου, να κατοικεί ακόμη το ίχνος του: σε κάτι που μοιάζει με λάθος, αλλά είναι το πιο ακριβές σφάλμα του κόσμου.