Ολοι οι άνθρωποι γνωρίζουν τη χοληστερόλη (ή χοληστερίνη, όπως συχνά την ονομάζουμε στην καθομιλουμένη). Η χοληστερόλη, επειδή είναι αδιάλυτη στο νερό, κυκλοφορεί στο αίμα πάντα συνδεδεμένη με πρωτεΐνες που ονομάζονται λιποπρωτεΐνες, όπως είναι η γνωστή μας λιποπρωτεΐνη LDL ή «κακή χοληστερόλη». Αυτή προδιαθέτει σε αποφράξεις των αρτηριών, σε αντίθεση με την HDL ή «καλή χοληστερόλη» που μας προστατεύει από την αθηροσκλήρωση.

Υπάρχει όμως ακόμη μία λιποπρωτεΐνη, ελάχιστα γνωστή, που φαίνεται ότι παίζει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση νοσημάτων της καρδιάς και των αρτηριών: η λιποπρωτεΐνη (α) ή, για συντομία, Lp(a). Ενα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Lp(a) είναι ότι δεν επηρεάζεται από τη διατροφή και τον τρόπο ζωής γενικότερα. Είναι κατά βάση κληρονομική και τείνει να παραμένει σταθερή σε όλη τη διάρκεια του βίου μας. Οταν τα επίπεδά της στο αίμα είναι υψηλά, αυξάνεται και η πιθανότητα να εμφανιστούν αποφράξεις στις αρτηρίες και να προκύψει ένα έμφραγμα του μυοκαρδίου.

Πρόσφατα, η Ευρωπαϊκή Καρδιολογική Εταιρεία εξέδωσε οδηγίες στις οποίες συνιστά σε κάθε ενήλικο άτομο να μετρήσει τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του τα επίπεδα της Lp(a) στο αίμα. Αν τα επίπεδα στο αίμα είναι ανώτερα των 50 mg/dL, ή αλλιώς άνω των 125 nmol/L, τότε ο κίνδυνος για μελλοντικά καρδιοαγγειακά νοσήματα είναι αυξημένος.

Εδώ ακριβώς ωστόσο προκύπτει ένας σοβαρός προβληματισμός. Τη στιγμή αυτή, δεν υπάρχουν διαθέσιμα εγκεκριμένα φάρμακα που να μειώνουν την Lp(a). Διενεργούνται βέβαια πολλές μελέτες με – πειραματικά προς το παρόν – τέτοια φάρμακα, όμως τα αποτελέσματά τους αναμένονται στο σχετικά εγγύς μέλλον.

Προς το παρόν λοιπόν η ιατρική έχει μια διαφορετική προσέγγιση. Αν κάποιος έχει αυξημένα επίπεδα Lp(a), συνιστάται να αντιμετωπιστούν πιο επιθετικά οι υπόλοιποι γνωστοί παράγοντες για καρδιοαγγειακά νοσήματα. Ετσι, καθίσταται ακόμη πιο επιτακτική η – ούτως ή άλλως απαραίτητη – διακοπή του καπνίσματος και η άριστη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης. Παράλληλα επιδιώκεται η πολύ πιο αυστηρή ρύθμιση της «κακής» LDL-χοληστερόλης, με στόχο πολύ χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με αυτά που συνήθως συνιστώνται. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, είναι συχνά ανάγκη να χορηγηθούν φάρμακα που μειώνουν την LDL-χοληστερόλη, όπως οι στατίνες ή και άλλα, παρότι αυτά δεν έχουν καμία επίδραση στην Lp(a).

Πόσο σημαντικές είναι αυτές οι πληροφορίες για τον ελληνικό πληθυσμό; Φαίνεται ότι η συχνότητα της αυξημένης Lp(a) στη χώρα μας, σύμφωνα με τη μελέτη «Αττική», είναι 8,5%. Παρότι πρόκειται για μια σχετικά συχνή κατάσταση, αρκετοί άνθρωποι δεν έχουν ελεγχθεί και δεν γνωρίζουν τα επίπεδά της.

Στο πρόσφατο πρόγραμμα του υπουργείου Υγείας «Προλαμβάνω», η μέτρηση της Lp(a) συμπεριλήφθηκε στις εξετάσεις αίματος που προσφέρθηκαν δωρεάν στο σύνολο του πληθυσμού άνω των 40 ετών. Πρόκειται για μια σημαντική ευκαιρία για τις Ελληνίδες και τους Ελληνες να πραγματοποιήσουν το τεστ και να μιλήσουν με τον γιατρό τους για αυτό. Τα αποτελέσματα μπορεί να αλλάξουν τη στρατηγική πρόληψης που θα εφαρμόσουν για τη μελλοντική εμφάνιση καρδιοαγγειακών προβλημάτων.

Ο κύριος Σταύρος Θ. Λιάτης είναι παθολόγος με εξειδίκευση στον σακχαρώδη διαβήτη.

Ο κύριο Νικόλαος Λ. Κατσιλάμπρος είναι ομότιμος καθηγητής Παθολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.