Οι άνθρωποι είμαστε εγκλωβισμένοι σε μια κατάρα και μια ιδιαίτερη ικανότητα. Κατάρα η γνώση της θνητότητας. Ικανότητα το ότι έχουμε ένα μυαλό που μπορεί να φύγει πέρα από τον θάνατο. Μπορούμε να φανταστούμε πέρα από τη ζωή, ανεξάρτητα αν αυτή η ματιά κινείται ανάμεσα στον ιδεαλισμό και τη θρησκοληψία.

Είμαστε κάτι κορμιά – κόκκοι άμμου σε ένα απέραντο σύμπαν –, κάτι πιο λίγο και από το τίποτα ως προς τον χώρο που καταλαμβάνουμε, αλλά ταυτόχρονα μπορούμε να πετάξουμε με το μυαλό μας έξω από το σώμα και να «δούμε» από το Διάστημα την ασημαντότητά μας. Δύσκολη ισορροπία να είσαι τα πάντα (μυαλό) και τίποτα (σώμα).

Από την άλλη – ευτυχώς –, γιατί αν δεν είχαμε το σώμα θα χάναμε ένα από τα μεγαλύτερα δώρα, που αντισταθμίζει εν μέρει τη θνητότητα, τις ηδονές και την ικανοποίησή τους. Το καλοκαίρι είναι ο βιότοπος των ηδονών. Εστω και εν δυνάμει, έστω και αν ακόμη κι αυτές απομακρύνονται πια.

Διαβάζω ωραία άρθρα που αναρωτιούνται πού πήγαν τα νεανικά μας καλοκαίρια. Πέθαναν, απλά. Δεν είμαστε πια τα σώματα που γλιστρούσαν σαν την άμμο ανάμεσα στα δάχτυλα κοριτσιών που μόλις είχαμε γνωρίσει. Ούτε τα σώματα υπάρχουν, ούτε τα κορίτσια.

Μόνο στο μυαλό αντέχουν ακόμα σαν ύστατες ελπίδες και παρηγοριές. Οσο κι αν το γήρας είναι μια απόλυτα προσωπική απόφαση – που την παίρνεις ή δεν την παίρνεις –, υπάρχουν κάποιες απάλευτες αντικειμενικότητες για τις οποίες δεν μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα.

Ομως το φιλοσοφείς, τι άλλο; Φτιάχνεις ωραίες φράσεις, νομίζεις πως θα αντικαταστήσεις τη νιότη με τη σοφία. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο παραμύθι. Απλά κάτι έπρεπε να βρούμε για να μη σαλέψουμε. Τα χρόνια περνάνε από καλοκαίρι σε καλοκαίρι, όλες οι άλλες περίοδοι είναι επουσιώδεις για την ηλικία. Συνειδητοποιείς πως είσαι στον δρόμο αλλά δεν μπορείς να διακρίνεις αν πηγαίνεις ή αν έρχεσαι. Επιστροφή στη μήτρα από την οποία ξεκίνησαν όλα ή όλο και μεγαλύτερη απομάκρυνση;

Πλαταίνεις, ανοίγεις, χωράς όλο και περισσότερη κατανόηση για τον κόσμο και τους ανθρώπους – ανεξάρτητα αν ο προσωπικός σου κύκλος μικραίνει –, οι εμπειρίες σου πια είναι στέρεες – αλλά άχρηστες πια σε εσένα – και ταυτόχρονα στενεύεις συνέχεια. Παγιδευμένος σε ένα σώμα που δεν χάνει μόνο πόντους, χάνεται ένα σημαντικό σημείο αναφοράς, ένας δρόμος προσέγγισης των άλλων, η απαλή αφή πάνω στην οποία στέγνωνε η θάλασσα, όταν όλα τα είχες μπροστά σου και σε περίμεναν σαν μεγάλες αγκαλιές.

Θα μου πεις «δεν είναι και τόσο κακό να μεγαλώνεις». Ελα τώρα, ποιον κοροϊδεύεις; Φυσικά και υπάρχουν χαρές, υπάρχουν άνθρωποι που κρέμονται από τα λόγια σου κι εσύ από τα χέρια και τα γέλια τους, αλλά δεν είναι το ίδιο. Δεν είναι ισοδύναμο με τις απώλειες.

Επειτα είναι και οι λέξεις που πεθαίνουν στα χέρια μας. Ξελόγιασμα, πρώτος έρωτας, επανάσταση, ρίγος. Το πρώτο πράγμα που χάνεις είναι η γλώσσα. Εκεί αρχίζεις να καταλαβαίνεις.