Το ωστικό κύμα της δημογραφικής γήρανσης αποτελεί μια γνωστή εν πολλοίς πραγματικότητα. Με την Ελλάδα να βρίσκεται κοντά στο μέσο ενωσιακό όριο, το προσδόκιμο ζωής για τους άνδρες θα αναρριχηθεί από το 78,8 έτος της ηλικίας το 2022 στο 86,5 το 2070 και για τις γυναίκες από το 84,2 το 2022 στο 90,4 το 2070. Ενόψει της προβλεπόμενης αύξησής του, προαναγγέλλεται η αναθεώρηση προς τα άνω των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης.
Αποκλειστικό κριτήριο ανακαθορισμού των ορίων, με βάση τον αυτόματο μηχανισμό (Ν. 3863/2010), ανάγεται το προσδόκιμο όριο ζωής. Θα πρέπει όμως να περιοριστούμε σε αυτό ή μια τέτοια επιλογή παραβλέπει την εξέλιξη των συντάξεων λόγω γήρατος;
Σε άλλες εποχές, οι ηλικιωμένοι δεν αποκτούσαν δικαίωμα σε σύνταξη, γιατί απλά δεν υπήρχε «σύνταξη». Στα πρώτα βήματα του θεσμού, τη σύνταξη λόγω γήρατος απολάμβαναν οι λίγοι τυχεροί της λοταρίας της ζωής. Πράγματι, στις αρχές του 20ού αιώνα η σύνταξη γήρατος απέβλεπε στην προστασία όσων αδυνατούσαν να μείνουν στην παραγωγική διαδικασία. Μεταπολεμικά, η σύνταξη αποδεσμεύτηκε από την ιδέα ενός προαναγγελθέντος θανάτου.
Αρχισε να λειτουργεί ως ένας «μικρός παράδεισος». Αρκετά μέχρι πολλά χρόνια, σε καλή φυσική κατάσταση, χάριν της προόδου της Ιατρικής, με (ή σχεδόν) επαρκείς πόρους και – το κυριότερο – χωρίς την πίεση ενός εργοδότη ή τον φόβο της ανεργίας. Στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, το όριο συνταξιοδότησης δεν αποτυπώνει τις βιολογικές δυνατότητες του ατόμου, αλλά αποτελεί σημείο ισορροπίας ανάμεσα στις δημοσιονομικές και κοινωνικές απαιτήσεις.
Πραγματικά, μια από τις μείζονες προόδους του 20ού αιώνα, κατά τα διδάγματα της κοινωνικής γεροντολογίας, ήταν η σημαντική μείωση του ποσοστού απασχόλησης των ηλικιωμένων. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να ζήσει κανείς ως ηλικιωμένος, αλλά κάθε κοινωνία επιλέγει τον τρόπο που προτιμά ή ανέχεται για τα δικά της μέλη. Το όριο ηλικίας είναι ένας κοινωνικός συμβιβασμός. Κατά βάθος, δεν έχει να κάνει με την ίδια τη γήρανση από ιατρική άποψη. Ο ορισμός του ορίου ηλικίας είναι μια πολιτική επιλογή που ενσωματώνει τη διαχείριση της απασχόλησης και τη δυνατότητα της κοινωνίας να προσφέρει στα μέλη της το ένα τρίτο της ζωής τους με ανάπαυση και ελεύθερο χρόνο.
Με τις τελευταίες μεταρρυθμίσεις στη χώρα μας εισήχθη ένα από τα υψηλότερα όρια ηλικίας που ισχύουν στην Ευρώπη για πλήρη σύνταξη – μαζί με Γερμανία, Δανία, Ιταλία, Ισλανδία, Νορβηγία –, καθώς κι ένας από τους υψηλότερους χρόνους ασφάλισης (40 έτη ασφάλισης). Τα όρια αυξήθηκαν το 2012 και το 2015, χωρίς κάποια αναφορά σε δημογραφικά δεδομένα.
Αποτέλεσαν μια από τις παραμέτρους ενός δεινοπαθούντος συστήματος εν μέσω κρίσης δημοσίου χρέους. Αν πρόκειται να αυξήσουμε τα όρια, δεν πρέπει να περιοριστούμε στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής, αλλά να διερευνήσουμε τις δυνατότητες της αγοράς εργασίας να υποστηρίξει μια τέτοια επιλογή, καθώς επίσης να αποφασίσουμε ως κοινωνία αν θα σεβαστούμε τους πιο ώριμους πολίτες μας.
Ο κ. Αγγελος Στεργίου είναι ομότιμος καθηγητής Νομικής Σχολής του ΑΠΘ.



