Το πογκρομ του 1995 και ο ελληνισμός της Πόλης
Του Μάρκου Καρασαρίνη
«Είναι έκδηλο ότι τα γεγονότα είταν οργανωμένα, και μάλιστα επιστημονικώτατα, και ότι είχαν ως κύριο σκοπό την οικονομικήν εξόντωση της ελληνικής μειονότητας της Πόλης». Γράφοντας στο περιοδικό «Μηνιαία Επιθεώρησις» τον Νοέμβριο του 1955, δύο μήνες μετά τα «Σεπτεμβριανά», το πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, ο Κωνσταντινουπολίτης Γιώργος Θεοτοκάς εντοπίζει με τη συνήθη του οξυδέρκεια τη σημασία των ταραχών: η «βάρβαρη εκδήλωση ομαδικής ληστείας» συντελείται με τη μέριμνα των τουρκικών αρχών, στοχεύει στην περιθωριοποίηση του ελληνικού στοιχείου και ακυρώνει πρακτικά την πολιτική της ελληνοτουρκικής φιλίας όπως την είχε συλλάβει ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετά το 1922.
Υποδεικνύει, επομένως, μια τομή με το πρόσφατο παρελθόν, η οποία ωστόσο εδράζεται σε μια συνέχεια. Η καταστροφή περισσότερων από 1.000 οικιών, η λεηλασία περισσότερων από 4.000 καταστημάτων, ο θάνατος δεκάδων Ελλήνων (οι πηγές αναφέρουν διαφορετικούς αριθμούς, από 17 ως και 35), οι τραυματισμοί, οι κακοποιήσεις, οι βιασμοί εντάσσονται στην ευρύτερη πολιτική γραμμή της αφομοίωσης, εκδίωξης ή εξόντωσης των μη μουσουλμανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που εφάρμοσε η τριανδρία των Ταλάτ, Ενβέρ και Τζεμάλ Πασά μετά την επικράτηση των Νεότουρκων, με αποκορύφωμα τον διωγμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας το 1914, τη γενοκτονία των Αρμενίων το 1915 και τις σφαγές των Ασσυρίων χριστιανών την ίδια περίοδο.
Δημεύσεις περιουσιών, απαγορεύσεις, καταπιεστική φορολόγηση ακολουθήθηκαν ως πρακτικές και από τις κεμαλικές κυβερνήσεις της Τουρκικής Δημοκρατίας, καθιστώντας συχνά ανενεργές τις προβλέψεις της Συνθήκης της Λωζάννης για την προστασία των μειονοτήτων.
Ωστόσο, τα Σεπτεμβριανά συνδέονται επίσης με μια άλλη τομή – την ανάφλεξη του Κυπριακού. Το 1955 είναι το έτος της έναρξης του ένοπλου αγώνα της ΕΟΚΑ, όπως και της Τριμερούς Διάσκεψης στο Λονδίνο (29 Αυγούστου – 7 Σεπτεμβρίου), η οποία με τη διπλωματική επίνευση της Μεγάλης Βρετανίας εισάγει επίσημα την τουρκική κυβέρνηση ως παράγοντα στο ζήτημα – τα επεισόδια, «επιστημονικώτατα», για να χρησιμοποιήσει κανείς τον όρο του Θεοτοκά, τοποθετούνται ακριβώς στο τέλος της συνδιάσκεψης αυτής. Εκτοτε, η πορεία αποδείχθηκε μη αναστρέψιμη ως τη συρρίκνωση στον σημερινό αριθμό των 2.000-2.500 Ελλήνων. Παρά τις κατά καιρούς ελπίδες και αναλαμπές, ο δυναμικός ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης, εγκατεστημένος γεωγραφικά στο μεταίχμιο της πολιτικής αυτοκρατοριών και εθνών, υπήρξε θύμα των τεκτονικών μεταβολών του 20ού αιώνα.
Είδα την εικόνα και έφριξα
Του Πέτρου Μάρκαρη
Εναυσμα για το πογκρόμ του Σεπτεμβρίου 1955 εναντίον της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης ήταν μια βόμβα που τοποθετήθηκε στο σπίτι που είχε γεννηθεί ο Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη. Η τουρκική κυβέρνηση του Αντνάν Μεντερές έσπευσε να καταγγείλει ότι τη βόμβα την είχαν τοποθετήσει Ελληνες. Η ελληνική κυβέρνηση απέρριψε κατηγορηματικά την καταγγελία. Μετά από χρόνια αποκαλύφτηκε ότι η βόμβα ήταν μια προβοκάτσια της τουρκικής κυβέρνησης για να φέρει σε δύσκολη θέση την ελληνική κυβέρνηση, που υποστήριζε σθεναρά των αγώνα των Ελληνοκυπρίων. Αντίθετα, ο Μεντερές θεωρούσε ότι η Κύπρος είναι τμήμα της Ανατολίας και ανήκει στην Τουρκία. Ακόμα και ο τούρκος δράστης που είχε τοποθετήσει τη βόμβα ομολόγησε την πράξη του.
Δύο μέρες μετά ξέσπασαν οι ταραχές, που κατάληξαν στο πογκρόμ της 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου 1955 κατά της ελληνικής μειονότητας των «Ρωμιών», όπως αποκαλούνται οι Κωνσταντινουπολίτες μέχρι σήμερα. Η οικογένειά μου και εγώ μέναμε ακόμα στο σπίτι μας στη Χάλκη, το τρίτο από τα Πριγκηπόννησα, και συνεχίζαμε τις θερινές διακοπές μας. Τα Πριγκηπόννησα έμειναν άθικτα από το πογκρόμ. Μαθαίναμε τις ειδήσεις κυρίως από το ραδιόφωνο. Στις 8 Σεπτεμβρίου ο πατέρας μου πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να δει σε ποια κατάσταση ήταν το γραφείο του και το σπίτι που μέναμε, κοντά στην οδό του Πέρα. Γύρισε καθησυχασμένος, γιατί δεν είχαν πάθει τίποτα. Μία μέρα αργότερα πήγα και εγώ στην Κωνσταντινούπολη. Είδα την εικόνα και έφριξα. Ολα τα ελληνικά καταστήματα στη λεωφόρο του Πέρα, την κεντρική λεωφόρο της Κωνσταντινούπολης, είχαν καταστραφεί. Δεν ήταν, όμως, μόνο η λεωφόρος του Πέρα. Οι τραμπούκοι είχαν επιτεθεί επίσης σε σπίτια και καταστήματα σε συνοικίες που έμεναν κυρίως Ρωμιοί, όπως τα Ταταύλα (Κουρτουλούς, στα τουρκικά) και το Φερίκιοϊ.
Οταν μετά από δύο εβδομάδες άνοιξαν τα σχολεία, πήγα στο αυστριακό λύκειο που φοιτούσα. Οι τούρκοι συμμαθητές μου με κοιτούσαν και δεν έλεγαν κουβέντα για τα Σεπτεμβριανά. Με ρωτούσαν μόνο πώς είχα περάσει τις διακοπές μου. Η μόνη εξαίρεση ήταν μια καθηγήτρια Τουρκικής Φιλολογίας. Με πλησίασε στο διάλειμμα, με κοίταξε και μου είπε: «Θα σου πω μόνο μια λέξη. Ντρέπομαι». Η επίσημη δήλωση της τουρκικής κυβέρνησης ήταν ότι κάποιοι τραμπούκοι, που είχαν έρθει από την Ανατολή, είχαν προκαλέσει τα γεγονότα και τις καταστροφές. Κανείς δεν πίστεψε τη δήλωση, ούτε καν οι Τούρκοι. Πώς γνώριζαν οι τραμπούκοι εξ Ανατολής ποια ήταν τα καταστήματα της μειονότητας, σε ποιες συνοικίες ζούσε και σε ποια σπίτια για να τους επιτεθούν;
Οταν έγινε το στρατιωτικό πραξικόπημα το 1960, που καθαίρεσε την κυβέρνηση Μεντερές, η χούντα συνέλαβε τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Τζελάλ Μπαγιάρ, τον Μεντερές και όλους τους υπουργούς και τους παρέπεμψε σε στρατοδικείο. Ο εισαγγελέας του στρατοδικείου συγκέντρωσε έναν πλήρη φάκελο ώστε να τους απαγγείλει κατηγορία και για τα Σεπτεμβριανά. Πήρε όμως ένα τηλεφώνημα από τον αρχηγό της χούντας, τον στρατηγό Τζεμάλ Γκιουρσέλ, που του είπε να ζητήσει για τα Σεπτεμβριανά μόνο έναν χρόνο φυλάκιση, χωρίς να μπει σε λεπτομέρειες. Ο εισαγγελέας υπάκουσε, αλλά κατέθεσε τον φάκελο στο Ιδρυμα Τουρκικής Ιστορίας στην Κωνσταντινούπολη. Χρόνια μετά, μια Τούρκισσα με το όνομα Ντιλέκ Γκιουβέν, που έκανε διδακτορικό στο Πανεπιστήμιο του Μπόχουμ, πήγε στο ίδρυμα να κάνει μια έρευνα για το διδακτορικό της. Τυχαία ανακάλυψε τον φάκελο. Ρώτησε τον υπεύθυνο τι ήταν αυτός ο φάκελος και της απάντησε ότι τον είχε καταθέσει κάποιος στρατοδίκης. Η Ντιλέκ Γκιουβέν μελέτησε τον φάκελο και μετά από λίγα χρόνια εξέδωσε ένα βιβλίο στα τουρκικά με τίτλο Τα γεγονότα των 6 και 7 Σεπτεμβρίου, όπως ονομάζονται επίσημα στην Τουρκία. Αν δει κάποιος τις φωτογραφίες από τον φάκελο στο βιβλίο, θα διαπιστώσει πως ανάμεσα στους τραμπούκους υπήρχαν και γυναίκες που έσπαγαν ντυμένες με την τελευταία λέξη της μόδας.
Το πογκρόμ προκάλεσε και την πρώτη μεγάλη έξοδο των Ρωμιών προς την Ελλάδα. Εφυγε σχεδόν η μισή μειονότητα. Το κακό ολοκληρώθηκε με τις απελάσεις του 1963 και 1964 από την κυβέρνηση του Ισμέτ Ινονού.
Ο κ. Πέτρος Μάρκαρης είναι συγγραφέας.

Στο φόντο του Κυπριακού και του Ψυχρού Πολέμου
Του Σωτήρη Ριζά
Η επίθεση εναντίον των Ελλήνων Ορθοδόξων της Κωνσταντινούπολης αλλά και των άλλων μη τουρκικών μειονοτήτων, των Αρμενίων και των Εβραίων, στις 6 και 7 Σεπτεμβρίου 1955, είναι ένα καθοριστικό επεισόδιο στον πλήρη εκτουρκισμό της Κωνσταντινούπολης.
Η παρουσία των Ελλήνων Ορθοδόξων στην Πόλη διεπόταν από τη σύμβαση ανταλλαγής των πληθυσμών της 30ής Ιανουαρίου 1923 και συνιστούσε αντιστάθμισμα στην παρουσία των μουσουλμάνων στη Δυτική Θράκη και παράγοντα στήριξης της παρουσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη.
Στο πλαίσιο της ομογενοποίησης της τουρκικής κοινωνίας και οικονομίας που ακολούθησε με συνέπεια το κοσμικό καθεστώς που εγκαθίδρυσε ο Κεμάλ Ατατούρκ και οι Τούρκοι εθνικιστές η θέση των μειονοτήτων ήταν επισφαλής, όπως έδειξε η επιβολή του φόρου περιουσίας το 1942 κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η τουρκική πολιτική δεν ήταν εν τούτοις ευθύγραμμη. Η επέλευση του Ψυχρού Πολέμου, η ταυτόχρονη ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ το 1952 σε συνδυασμό με την κατάργηση του μονοκομματικού καθεστώτος και την επικράτηση του Δημοκρατικού Κόμματος, περισσότερο ανεκτικού έναντι των ίδιων των μουσουλμάνων αλλά και των μη τουρκικών εθνοτήτων, στις εκλογές του 1950, δεν προοιωνίζονταν οπωσδήποτε μια πολιτική σκληρών διακρίσεων ή και την εξάλειψη των μειονοτήτων.
Το πογκρόμ του Σεπτεμβρίου του 1955 δεν μπορεί να εννοηθεί εκτός του πλαισίου του Κυπριακού, το οποίο ανέκυψε ως θέμα το 1954. Η προβολή του αιτήματος της αυτοδιάθεσης εκ μέρους των Ελλήνων του Κύπρου και της Ελλάδας αντικρουόταν από την Τουρκία με την προβολή λόγων ασφαλείας της τουρκικής ηπειρωτικής χώρας, λόγω της εγγύτητας της Κύπρου στα τουρκικά παράλια, αλλά και της ανάγκης προστασίας της τουρκοκυπριακής μειονότητας.
Η αποικιακή δύναμη του νησιού, η Μεγάλη Βρετανία, έτεινε να παρουσιάζει το ζήτημα ως πρόβλημα ασφαλείας στην Ανατολική Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο η βρετανική κυβέρνηση προσκάλεσε την Ελλάδα και την Τουρκία σε μια διάσκεψη στο Λονδίνο. Εκεί έγινε προφανής η σύγκλιση των απόψεων της Βρετανίας και της Τουρκίας εναντίον της άσκησης του δικαιώματος αυτοδιάθεσης.
Η διάσκεψη έληξε χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ακολούθησε άμεσα, στις 6 Σεπτεμβρίου, η έκρηξη βόμβας στο σπίτι όπου είχε γεννηθεί ο Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη. Η είδηση της έκρηξης μεταδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη μέσω έκτακτης έκδοσης εφημερίδας της Πόλης και ακολούθησε σχεδόν άμεσα η έναρξη της επίθεσης εναντίον οικιών και καταστημάτων Ελλήνων (αλλά και Εβραίων και Αρμενίων) στο κέντρο και στις συνοικίες της Κωνσταντινούπολης.
Εχει αναδειχθεί ιστοριογραφικά ότι το πογκρόμ σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε από τον μηχανισμό του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος με τη χρήση και φοιτητικών συλλόγων και του συνδέσμου «Η Κύπρος είναι Τουρκική». Η δίκη ορισμένων από τους συλληφθέντες κατέληξε σε αθωωτική απόφαση τον Ιανουάριο του 1957, αλλά η καταδίκη μετά το πραξικόπημα του 1960 του προέδρου Τζελάλ Μπαγιάρ, του πρωθυπουργού Αντνάν Μεντερές και του υπουργού Εξωτερικών Φατίν Ζορλού στηρίχθηκε μεταξύ και άλλων και σε τεκμήρια που απεδείκνυαν την ηθική αυτουργία τους στην έκρηξη της βόμβας και στο πογκρόμ.
Η σημασία του Κυπριακού ως κρίσιμου παράγοντα για την επίθεση προκύπτει από τη σειρά των γεγονότων. Το πογκρόμ ακολούθησε η έξοδος αρκετών χιλιάδων Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη με συνέπεια τη μείωση του ελληνικού πληθυσμού. Εν τούτοις η προσωρινή, όπως αποδείχθηκε, πολιτική διευθέτηση του θέματος το 1959-1960 οδήγησε στην επιστροφή αρκετών από αυτούς και στην αναστροφή της συρρίκνωσης του πληθυσμού των Ελλήνων Ορθοδόξων.
Η συρρίκνωση κατέστη μη αναστρέψιμη με το ξέσπασμα της νέας κρίσης του Κυπριακού το 1963-1964 και τη νέα έξοδο των Ελλήνων Ορθοδόξων, η οποία προκλήθηκε από την πολιτική των τουρκικών αρχών.
Πέραν αυτού, το πογκρόμ είχε και μια βαθιά ψυχολογική επίδραση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και στις σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, ηγέτιδας δύναμης της Ατλαντικής Συμμαχίας και καθοριστικού παράγοντα στο τρίγωνο Ηνωμένων Πολιτειών – Ελλάδας – Τουρκίας.
Η προσπάθεια του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Τζον Φόστερ Ντάλες να δώσει προτεραιότητα στα ατλαντικά στρατηγικά συμφέροντα, όπως τουλάχιστον τα αντιλαμβανόταν η Ουάσιγκτον, έναντι της Σοβιετικής Ενωσης και του Ανατολικού Συνασπισμού στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, δημιούργησε στην ελληνική κοινή γνώμη και στις συντηρητικές και φιλελεύθερες πολιτικές ελίτ την εντύπωση ότι η Αμερική εξίσωσε τον θύτη με το θύμα διότι αδιαφορούσε για την αυτοδιάθεση και απέκλινε υπέρ της Τουρκίας, την οποία θεωρούσε περισσότερο σημαντική από στρατηγική άποψη σε σχέση με την Ελλάδα.
Οι σχέσεις σε αυτό το «ταραγμένο τρίγωνο», όπως το αποκάλεσε ο Θεόδωρος Κουλουμπής, θα βαρύνονταν τις επόμενες δεκαετίες και έως σήμερα από την αδυναμία της Ουάσιγκτον να σταθμίσει με ακρίβεια την πολιτική της έναντι της Αθήνας και της Αγκυρας.
Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.

Η πολιτική του εκτουρκισμού
Του Δημήτρη Καμούζη
Τα Σεπτεμβριανά του 1955, το οργανωμένο πογκρόμ της 6ης – 7ης Σεπτεμβρίου που διαπράχθηκε από τον καθοδηγούμενο τουρκικό όχλο σε βάρος κυρίως των Ρωμιών αλλά και των υπόλοιπων μη μουσουλμανικών μειονοτήτων της Κωνσταντινούπολης, έχει καταγραφεί ως μια μαύρη σελίδα στην ιστορία της μειονοτικής πολιτικής του τουρκικού κράτους. Ωστόσο τα Σεπτεμβριανά δεν αποτέλεσαν ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά μέρος μιας σειράς παραβιάσεων των δικαιωμάτων της ελληνορθόδοξης μειονότητας που προηγούνται και έπονται του 1955. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Η Συνθήκη της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923) έθεσε την προστασία των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων που είχαν εξαιρεθεί από τη Σύμβαση Περί Ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών Πληθυσμών (30 Ιανουαρίου 1923) σε ένα διεθνώς αναγνωρισμένο νομικό πλαίσιο. Οπως αποδείχθηκε, όμως, η Τουρκία δεν ήταν διατεθειμένη να τηρήσει τις συγκεκριμένες μειονοτικές διατάξεις. Μετά το 1923 η Τουρκική Δημοκρατία του Μουσταφά Κεμάλ έπιασε το νήμα της εθνικής συγκρότησης από εκεί που το είχε αφήσει η νεοτουρκική Επιτροπή Ενώσεως και Προόδου το 1918, εφαρμόζοντας απολυταρχικές πολιτικές για την προώθηση της γλώσσας, της πολιτισμικής ακμής, της δημογραφικής κυριαρχίας, της οικονομικής ευημερίας και της πολιτικής ηγεμονίας του τουρκικού έθνους, που θεωρούνταν ως ο νόμιμος κληρονόμος του νεοσύστατου κράτους.
Tα Σεπτεμβριανά εντάσσονταν στις οικονομικές πρακτικές δομικής και φυσικής βίας που ακολούθησε η Αγκυρα απέναντι στις μειονότητες. Ηδη από τα τέλη του 1922 οι τουρκικές αρχές είχαν αρχίσει να εφαρμόζουν μια σκληρή πολιτική δήμευσης και εκποίησης της κινητής και ακίνητης περιουσίας τόσο των διαμενόντων στην Κωνσταντινούπολη Ρωμιών όσο και των περίπου 40.000 «απόντων» μη ανταλλάξιμων Κωνσταντινουπολιτών που είχαν διαφύγει προσωρινά στην Ελλάδα κατά την περίοδο Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου 1922. Στην πρώτη περίπτωση η κυβέρνηση επικαλέστηκε την επιβολή του νόμου περί φορολογίας πολεμικών κερδών των ετών 1916-1918, ενώ στη δεύτερη τον νόμο περί «αδεσπότων περιουσιών» της 20ής Απριλίου 1922. Η πολιτική των κατασχέσεων συνεχίστηκε μέχρι το 1929 υπό το πρόσχημα ότι οι συγκεκριμένες ενέργειες αποτελούσαν τουρκικά αντίποινα στην κατοχή μουσουλμανικών περιουσιών στη Δυτική Θράκη από έλληνες πρόσφυγες.
Παράλληλα, από το 1926 και ύστερα απαγορεύθηκε σε μη τούρκους υπηκόους η άσκηση συγκεκριμένων μικροεπαγγελμάτων. Εξι χρόνια αργότερα, ο νόμος αρ. 2007 καθιστούσε έναν μεγάλο αριθμό ελεύθερων επαγγελμάτων προσβάσιμα μόνο σε όσους κατείχαν την τουρκική υπηκοότητα. Κατά συνέπεια, μέχρι το 1932 περισσότεροι από 14.000 μη ανταλλάξιμοι έλληνες υπήκοοι έχασαν τις δουλειές τους, ενώ πάνω από τους μισούς – περίπου 9.000 – αναγκάστηκαν τελικά να εγκαταλείψουν την Κωνσταντινούπολη και να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα.
Αν το ελληνοτουρκικό Σύμφωνο της Αγκυρας του 1930 σηματοδοτεί μια περίοδο σχετικής βελτίωσης της στάσης του τουρκικού κράτους απέναντι στην ελληνορθόδοξη μειονότητα της Κωνσταντινούπολης, η δεκαετία του 1940 ξεκινά με τον διαβόητο Φόρο Ευμάρειας των ετών 1942-1944. Μολονότι η επιβολή του συγκεκριμένου φόρου επί της περιουσίας αποσκοπούσε επισήμως στην καταπολέμηση της πολεμικής κερδοσκοπίας και στη συγκράτηση του καλπάζοντος πληθωρισμού, το μέτρο εφαρμόστηκε άνισα και στοχευμένα, καθώς επιβάρυνε τους μη μουσουλμάνους με υπέρογκους φόρους έως και δέκα φορές μεγαλύτερους από τους μουσουλμάνους. Το αποτέλεσμα ήταν η οικονομική καταστροφή χιλιάδων Ρωμιών, Αρμενίων και Εβραίων και η μεταφορά των περιουσιών, κατοικιών και επιχειρήσεών τους μέσω δημοπρατήσεων ή κατασχέσεων στα χέρια μιας τουρκικής επιχειρηματικής τάξης. Οσοι αδυνατούσαν να πληρώσουν βρέθηκαν έγκλειστοι σε στρατόπεδα εργασίας ενώ κάποιοι οδηγήθηκαν ακόμα και στην αυτοκτονία.
Τελευταίος σταθμός των οικονομικών πολιτικών εκτουρκισμού υπήρξαν οι απελάσεις περίπου 12.000 εγκατεστημένων (εταμπλί) ελλήνων υπηκόων από την Κωνσταντινούπολη το 1964-1965. Μαζί τους έφυγαν για την Ελλάδα και 30.000 Ρωμιοί τουρκικής υπηκοότητας, κυρίως μέλη των οικογενειών τους. Οι απελάσεις συνοδεύτηκαν για άλλη μια φορά από κλείσιμο επιχειρήσεων και κατασχέσεις περιουσιών. Οπως και στην περίπτωση των Σεπτεμβριανών του 1955, η ρωμαίικη μειονότητα χρησιμοποιήθηκε από την Τουρκία ως μέσο διπλωματικής πίεσης προς την Ελλάδα σε μια περίοδο κλιμάκωσης των διακοινοτικών συγκρούσεων στην Κύπρο και επιδείνωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Τόσο τότε, όμως, όσο και αργότερα οι ελληνικές κυβερνήσεις απέτυχαν να ανακόψουν με διπλωματικά μέσα τις τουρκικές παραβιάσεις και κατά συνέπεια τον πληθυσμιακό και οικονομικό μαρασμό της μειονότητας. Το γεγονός ότι σήμερα έχουν απομείνει στην Κωνσταντινούπολη μόνο λίγες χιλιάδες Ρωμιοί αποτελεί μάλλον την πιο τραγική επαλήθευση αυτής της φθίνουσας πορείας.
Ο κ. Δημήτρης Καμούζης είναι ιστορικός, ερευνητής στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών.






