Η «κρίση» των φιλολογικών σπουδών
του Μάρκου Καρασαρίνη
Το άρθρο του Στίβεν Γκρίνμπλατ, καθηγητή του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, διακεκριμένου σαιξπηριστή, πρωτοπόρου του νέου ιστορικισμού, στους «New York Times» της 8ης Σεπτεμβρίου υπογραμμίζει εμφατικά και με παραδείγματα ότι η απόπειρα του Ντόναλντ Τραμπ να παρέμβει στο αυτοδιοίκητο των αμερικανικών πανεπιστημίων, θα αποβεί καταστροφική για την επιστημονική έρευνα.
Στο περιθώριο της βασικής επιχειρηματολογίας ο διακεκριμένος θεωρητικός της λογοτεχνίας προβαίνει σε μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση: ότι το νομικό και χρηματοδοτικό πλαίσιο που από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 προήγε τις θετικές επιστήμες, στο πλαίσιο της ενθάρρυνσης της κριτικής σκέψης και της δημιουργικότητας δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μια αντίστοιχη άνοδο της έρευνας, του κύρους, της καταξίωσης και των ανθρωπιστικών επιστημών.
Ο Γκρίνμπλατ δε σχολιάζει το σημερινό τους στάτους, γιατί ο στόχος του συγκεκριμένου κειμένου είναι διαφορετικός, το έχει κάνει όμως πολλές φορές στο παρελθόν, μάλιστα και μέσα από τις στήλες του «Βήματος» στη συνέντευξή του στη Λαμπρινή Κουζέλη στις 5 Απριλίου 2020: στις ΗΠΑ οι ανθρωπιστικές σπουδές «αιμορραγούν, όπως παντού».
Πράγματι, εδώ και δεκαετίες διεθνώς τα προγράμματα της εκπαίδευσης στρέφονται προς την τεχνολογία, τα μαθηματικά, τις μηχανολογικές σπουδές, τομείς όχι μόνο αιχμής αλλά και επικερδείς ως προς τις συνέργειες και τις επενδύσεις που αποφέρουν στα πανεπιστήμια. Αν η συγκεκριμένη συζήτηση στην Ελλάδα δεν έχει λάβει ακόμη τον χαρακτήρα τού επείγοντος, αυτό σχετίζεται με την ιδιοπροσωπία του ελληνικού συστήματος της ανώτατης παιδείας. Ξεπερνώντας, όμως, τις κατά καιρούς νύξεις, ένας πιο άμεσος διάλογος προέκυψε το φετινό καλοκαίρι με την πτώση των βάσεων στις σχολές Φιλολογίας που κατέληξε σε 1.750 κενές θέσεις.
Μεταξύ των πρώτων επιλογών των υποψηφίων, μαζί με τις Νομικές και τις Ιατρικές, από καταβολής πανελλαδικών εξετάσεων, οι φιλολογικές σχολές συνδύασαν για μακρό χρονικό διάστημα το κύρος με τη δυνατότητα άμεσης επαγγελματικής αποκατάστασης. Στο περιβάλλον της αργής ανάκαμψης μετά την οιονεί χρεοκοπία, όμως, σε μια στιγμή διαφαινόμενου αναπροσανατολισμού και μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, το προηγούμενο παράδειγμα μοιάζει πλέον να τίθεται υπό αμφισβήτηση. Είναι ίσως πρώιμο να γίνει λόγος για κρίση των φιλολογικών σπουδών – οπωσδήποτε, πάντως, είναι μια καλή ευκαιρία για τον αναστοχασμό τους.

Είναι καλά η Φιλολογία;
της Αναστασίας Νάτσινα
Το τελευταίο διάστημα, πολύς λόγος γίνεται ξαφνικά για τη Φιλολογία. Χαμηλές βάσεις και κενές θέσεις για ένα αντικείμενο που, λόγω και του πάλαι ποτέ εθνικού του ρόλου, ήταν πάντοτε υψηλού κύρους, δημιουργούν ανησυχία – για την υποχώρηση των ανθρωπιστικών επιστημών και αξιών, για το προεξοφλούμενο επίπεδο των αποφοίτων, για τη ροή της χρηματοδότησης στα ΑΕΙ, για ενδεχόμενο κλείσιμο ή συγχώνευση Τμημάτων στην περιφέρεια. Η ανησυχία έχει πολλά πρόσωπα. Τι φταίει; Ασθενεί η Φιλολογία; Μήπως να τα μαζεύουμε;
Χαμηλές βάσεις και κενές θέσεις υπάρχουν βέβαια και στη Φυσική και στα Μαθηματικά. Δεν φταίει μόνο η πίεση που υφίστανται ειδικά οι ανθρωπιστικές επιστήμες, φταίει και το τέλος της εκπαίδευσης ως άμεσης επαγγελματικής αποκατάστασης. Είναι αρκετός λόγος για να πάψουμε να καλλιεργούμε αυτές τις επιστήμες με διακριτό τρόπο; Ή πρέπει να συνεχίσουμε να τις καλλιεργούμε στα κεντρικά πανεπιστήμια αμιγώς, αλλά ας τις συγχωνεύσουμε στην περιφέρεια για να έχουν κάποιες σπουδές και οι ντόπιοι; 68 κενές θέσεις (από 200) υπάρχουν και στο Πολυτεχνείο Κρήτης, σε ένα από τα πιο περιζήτητα αντικείμενα (κυριολεκτικά στο τοπ 10), των Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών. Οι άνθρωποι αυτοί βρίσκουν δουλειά πριν καν αποφοιτήσουν. Η βάση είναι στο σεμνό 14,7. Μήπως φταίνε και τα απλησίαστα ενοίκια με τους περίεργους όρους (το καλοκαίρι φεύγεις), σε ένα νησί ιδιαίτερα στραμμένο στον τουρισμό; Το χρηματιστήριο των βάσεων και των θέσεων επηρεάζεται, όπως όλα τα χρηματιστήρια, από πολλούς παράγοντες. Στο δημόσιο πανεπιστήμιο, όμως, η επιστήμη και η γνώση δεν χρειάζεται να παίζονται στο χρηματιστήριο.
Oσο ασχολούμαστε με τις βάσεις και τις θέσεις, που δεν έχουν αλλάξει δραματικά τα τελευταία χρόνια, οι φιλολογικές σπουδές εξελίσσονται και αναπτύσσονται. Εξετάζουν τα κείμενα και τον λόγο κάτω από νέα πρίσματα, προσφέρουν ένα πολύτιμο εργαλείο κατανόησης του κόσμου στην ιστορικότητά του, αισθητικής καλλιέργειας, ανάπτυξης κριτικής αντίληψης και ενσυναίσθησης. Θεματικές όπως τα συναισθήματα στην αρχαιότητα, το φαντασιακό στη βυζαντινή λογοτεχνία, η λογοτεχνία σε σχέση με το φύλο ή την οικολογία ρίχνουν διαφορετικό φως στα κείμενα, κι εκείνα με τη σειρά τους προωθούν τη σκέψη μας πάνω σε σύγχρονα ζητήματα. Τα μαθήματα δημιουργικής γραφής, η άσκηση στην ερμηνεία, η μελέτη του λόγου από τη γλωσσολογία είναι πρώτης γραμμής ζητούμενα σε έναν πολιτισμό που διαβάζει και γράφει (emails, posts, tweets, κάθε είδους μηνύματα, κείμενα και άρθρα σε ιστοσελίδες, ερωτήσεις και απαντήσεις στα Μεγάλα Γλωσσικά Μοντέλα) ίσως περισσότερο από ποτέ. Η υπολογιστική γλωσσολογία φέρνει τη Φιλολογία στην αιχμή των εξελίξεων της Τεχνητής Νοημοσύνης. Στο Τμήμα Φιλολογίας της Κρήτης μπορεί μάλιστα να εντάξει κανείς στο πτυχίο του και ένα σύντομο πρόγραμμα σπουδών στις Ψηφιακές Ανθρωπιστικές Επιστήμες.
Είναι όλα τέλεια; Oχι. Αλλά το πτυχίο Φιλολογίας παραμένει ένα εξαιρετικό πρώτο πτυχίο. Oπως και πολλά άλλα σε κάθε επιστημονικό πεδίο, δεν εξασφαλίζει υποχρεωτικά άμεση επαγγελματική αποκατάσταση. Εξασφαλίζει όμως ένα πλούσιο υπόβαθρο γνώσεων, κριτικών και συνθετικών ικανοτήτων, ήπιων δεξιοτήτων (soft skills) όπως και ψηφιακών, που μπορεί κανείς στη συνέχεια να αξιοποιήσει, συνήθως με κάποια περαιτέρω κατάρτιση, προς πολλές κατευθύνσεις. Εκτός από την εκπαίδευση και τον εκδοτικό χώρο, μπορεί να στραφεί στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς με την ψηφιοποίηση αρχείων, τη δημιουργία βάσεων δεδομένων, την εκπαιδευτική αξιοποίησή τους για το ευρύ κοινό. Απόφοιτοι Φιλολογίας εργάζονται ήδη σε θέσεις εταιρικής επικοινωνίας, ανθρώπινου δυναμικού, ως δημοσιογράφοι, αναλυτές δεδομένων, συνεργάτες στη δημιουργία chatbots. Παράλληλα, γράφουν και δημοσιεύουν, εμψυχώνουν λέσχες ανάγνωσης και ομάδες δημιουργικής γραφής, κάνουν μικρές καριέρες ως δημιουργοί περιεχομένου στο BookTube, στο Bookstagram και στο #booktok.
Δεν χρειαζόμαστε περισσότερους φιλολόγους απ’ όσους ενδιαφέρονται πραγματικά για το αντικείμενο. Χρειαζόμαστε μια στοιχειώδη μέριμνα για αντικειμενικά δεδομένα, όπως είναι η στέγαση στην περιφέρεια, αλλά επίσης ανθρώπους που είναι ενήμεροι ότι η Φιλολογία είναι κάτι πολύ περισσότερο από το σχολικό μάθημα· ανθρώπους που ξέρουν ότι ζουν σε έναν κόσμο διά βίου μάθησης και που είναι διατεθειμένοι να διαμορφώσουν τον εαυτό τους, στα πρώτα κρίσιμα χρόνια της ενηλικίωσης, μέσα από τη μελέτη του λόγου, τη μεθοδική σκέψη, την τέχνη, τη συγκίνηση, την έκφραση, τις ιδέες που διαμόρφωσαν τον δυτικό πολιτισμό και τις αξίες του. Η Φιλολογία είναι μια χαρά, αλλά ίσως πρέπει να ξαναγνωριστούμε.
*Η κυρία Αναστασία Νάτσινα είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας, πρόεδρος του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Τα βήματα για να αναστραφεί η κρίση
της Ιωάννας Καραμάνου
Η πτώση των βάσεων εισαγωγής, που έχει δώσει αφορμή για συζήτηση περί κρίσεως στις φιλολογικές σπουδές, δεν αφορά μόνο τα τμήματα Φιλολογίας, αλλά όλα εκείνα (20 συνολικά) των οποίων οι απόφοιτοι διαθέτουν επαγγελματικά δικαιώματα στον κλάδο ΠΕ02 των φιλολόγων. Η μείωση του ενδιαφέροντος των μαθητών για τις σχολές αυτές είναι ένα φαινόμενο πιο σύνθετο από ό,τι παρουσιάζεται, οφείλεται σε μια σειρά από θεσμικούς και άλλους λόγους και απαιτεί την αυτοκριτική των εμπλεκομένων.
Η πρώτη παράμετρος του ζητήματος αφορά την αγορά εργασίας. Από την οικονομική κρίση και εξής η μειωμένη προσφορά εργασίας στο Δημόσιο, που αποτελούσε την κύρια δεξαμενή απορρόφησης των εκπαιδευτικών, συνεπάγεται μειωμένη ζήτηση. Κατά συνέπεια, για πολλούς υποψηφίους τα τμήματα αυτά δεν συνιστούν την πρώτη επιλογή, όπως στο παρελθόν. Παράλληλα, παραμένει αδικαιολόγητα αυξημένος ο αριθμός των εισακτέων (3.734 για το 2025).
Η δυσαναλογία αυτή έχει αρνητικές επιπτώσεις στις βάσεις εισαγωγής, ενώ μια ενδεχόμενη αύξηση της ΕΒΕ από την πλευρά των Τμημάτων δεν αποτελεί λύση, καθώς αφήνει πολλές ακάλυπτες θέσεις. Το πρώτο βήμα που χρειάζεται να γίνει από την πλευρά της πολιτείας προς αυτή την κατεύθυνση είναι ο εξορθολογισμός του αριθμού των εισακτέων. Κρίνεται απαραίτητο να εισακούσει το υπουργείο Παιδείας τις τεκμηριωμένες προτάσεις των Τμημάτων, τα οποία έως τώρα λαμβάνουν 40% περισσότερους εισακτέους από τον αριθμό που εισηγούνται, με αποτέλεσμα να πέφτουν οι βάσεις και συνάμα το επίπεδο των μελλοντικών φοιτητών.
Η δεύτερη συνιστώσα – το βαθύτερο πρόβλημα – είναι η μειωμένη απήχηση των φιλολογικών μαθημάτων στο σχολείο. Αντί της φορμαλιστικής προσέγγισης των αρχαίων κειμένων που εξαντλείται στη γραμματική και το συντακτικό, χρειάζεται να επικεντρωθεί η παιδεία των μαθητών στη λογοτεχνική απόλαυση του κειμένου. Ασφαλώς, για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι απαραίτητη η καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας ήδη από το Δημοτικό ως αντιστάθμισμα στον κυρίαρχο πολιτισμό της εικόνας.
Παράλληλα, η δραστική ανανέωση των αναλυτικών προγραμμάτων με την επιλογή ελκυστικών κειμένων και με εναύσματα για την ενεργή εμπλοκή των μαθητών στην εκπαιδευτική διαδικασία (π.χ., μέσω της δραματοποίησης ή της δημιουργικής γραφής) μπορεί να αποδώσει καρπούς. (Ευελπιστώ ότι τα νέα προγράμματα θα έχουν επιτυχή αποτελέσματα.) Στο πλαίσιο αυτό, η διακειμενική διδασκαλία, που μπορεί να αναδείξει την απήχηση ενός αρχαίου έργου στη νεότερη εποχή, εύλογα θα κινήσει το ενδιαφέρον των μαθητών. Παραδείγματος χάρη, η διδασκαλία της Αντιγόνης του Σοφοκλή μπορεί να συνδυαστεί με την «Ισμήνη» του Ρίτσου ή με την Αντιγόνη του Ανούιγ και του Μπρεχτ και με την παρακολούθηση αντίστοιχων παραστάσεων. Κρίνεται, συνεπώς, αναγκαία η συστηματική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών σε ζητήματα διδακτικής, συμπεριλαμβανομένης και της εξοικείωσής τους με τη βιωματική διδασκαλία και τις ψηφιακές μεθόδους.
Εξίσου σημαντικό όμως είναι όλα τα πανεπιστημιακά τμήματα του κλάδου ΠΕ02 (εκ των οποίων περισσότερα από τα μισά δεν θεραπεύουν τη φιλολογία) να διασφαλίσουν την επιστημονική επάρκεια των αποφοίτων τους στο αντικείμενο της φιλολογίας, προκειμένου να διαθέτουν την απαραίτητη επιστημονική σκευή για την απορρόφησή τους τόσο στη δημόσια εκπαίδευση όσο και στην ελεύθερη αγορά. Αυτό το πολυπόθητο «άνοιγμα» στην αγορά εργασίας παρέχεται στους φοιτητές τα τελευταία χρόνια μέσω του προγράμματος χρηματοδοτούμενης πρακτικής άσκησης που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την επαγγελματική τους αποκατάσταση πέραν του Δημοσίου, όπως μαρτυρούν τα δίκτυα αποφοίτων.
Τέλος, χρειάζεται να εμπεδωθεί η αντίληψη ότι η φιλολογία ως σύγχρονη επιστήμη συνδιαλέγεται γόνιμα με άλλα επιστημονικά πεδία. Για παράδειγμα, το Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης συνεργάζεται με την ψυχιατρική κλινική του ΑΧΕΠΑ σε προγράμματα ψυχοθεραπείας μέσω της λογοτεχνικής ανάγνωσης. Το ίδιο τμήμα (που κατά την τελευταία δεκαετία βρίσκεται στις πρώτες δεκάδες των διεθνών κατατάξεων για τις κλασικές σπουδές) ετοιμάζει μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών στις Ψηφιακές Φιλολογικές Σπουδές συνδέοντας την έρευνα με τη διδασκαλία και παρέχοντας στους φοιτητές του ισχυρές προοπτικές σταδιοδρομίας.
*Η κυρία Ιωάννα Καραμάνου είναι καθηγήτρια Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας, πρόεδρος του Τμήματος Φιλολογίας στο ΑΠΘ.
Έκπτωση του Ανθρώπου ως οντότητας
της Κατερίνας Κωστίου
Η φθίνουσα πορεία των ανθρωπιστικών σπουδών τις τελευταίες δεκαετίες έχει άμεσες επιπτώσεις στην αλλαγή του τοπίου της εκπαίδευσης: το μοντέλο έχει ανατραπεί. Θεμέλιο της Παιδείας δεν είναι πια η μελέτη της γλώσσας και της λογοτεχνίας, αλλά οι τεχνολογικές και οικονομικές επιστήμες. Το φαινόμενο δεν περιορίζεται στην Ελλάδα, φυσικά, αλλά φέτος η φιλολογία στη χώρα μας έχει φτάσει σε οριακή πτώση, όπως δείχνουν οι 1.750 κενές θέσεις και οι απαράδεκτα χαμηλές βάσεις. Και το φαινόμενο δεν θα ήταν τόσο ανησυχητικό αν αιτία ήταν μόνο η αλλαγή των επαγγελματικών προτεραιοτήτων και δεν συνδεόταν με την κατεύθυνση των κοινωνιών μας και την προϊούσα έκπτωση του Ανθρώπου ως οντότητας. Η παγκόσμια δυστοπική συνθήκη της βίας, της εκμετάλλευσης των ανίσχυρων, της ανόδου του φασισμού, της καταστροφής της φύσης, της κυριαρχίας του χρήματος, της απαξίωσης της ανθρωπιστικής αξιακής κλίμακας, της γλωσσικής αφασίας, της έλλειψης πνευματικών αναζητήσεων οφείλεται κατά πολύ στην πτώση των ανθρωπιστικών σπουδών και την υποτίμηση της λογοτεχνίας.
Σε μια εποχή όπου η αγορά εργασίας απαιτεί εξειδικευμένες δεξιότητες στους τομείς της τεχνολογίας, της πληροφορικής και των οικονομικών, οι ανθρωπιστικές σπουδές εύλογα μένουν «χωρίς προοπτική», όχι γιατί έχουν χάσει την αξία τους, αλλά γιατί το εν γένει σύστημα τις απαξιώνει. Ομως το τίμημα της απαξίωσης είναι δυσθεώρητο: η κοινωνία μας και η παιδεία, που είναι ένας βασικός της πυλώνας, βρίσκονται σε επικίνδυνη φάση σκοταδισμού. Ελλειψη κριτικής σκέψης, έλλειψη αισθητικής καλλιέργειας, έλλειψη κατανόησης του εαυτού και του άλλου, κανένα όραμα για τον κόσμο, μόνο αγώνας για επιβίωση. Μακάρι το πρόβλημα να ήταν η μη απορρόφηση πτυχιούχων και άρα η μη ελκυστικότητα της φιλολογίας και όχι η «συμπεριφορά του κοπαδιού», όπου το εκπαιδευτικό μας σύστημα και η κοινωνία οδηγούν τους νέους ανθρώπους, που παίρνουν ένα πτυχίο χωρίς να ξέρουν αν πράγματι το θέλουν, επειδή προσφέρεται ως δυνατότητα και όταν το πάρουν σπάνια το χρησιμοποιούν.
Το πρόβλημα φυσικά ξεκινά από τις πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης, όπου η υποβάθμιση της διδασκαλίας της λογοτεχνίας αφήνει τους μαθητές χωρίς αντίβαρο στον πολιτισμό της εικόνας και την εποχή της ταχύτητας. Δεν μαθαίνουν να είναι αναγνώστες, να στοχάζονται, να εμβαθύνουν, να καλλιεργούν τη φαντασία τους και την κριτική τους σκέψη. Αποκόπτονται έτσι από τις ανθρωπιστικές αξίες και από τη δυνατότητα να γνωρίσουν τον εαυτό τους και να κατανοήσουν την πραγματικότητα. Το 1975, μέσα στην αισιοδοξία και το ανανεωτικό κλίμα της Μεταπολίτευσης, το Πολυτεχνείο της Πάτρας θεώρησε απαραίτητη προσθήκη στη διδακτέα ύλη όλων των φοιτητών τη λογοτεχνία, την αισθητική και τη φιλοσοφία. Και κάλεσε τον Δημήτρη Χατζή να διδάξει Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόκειται για ένα άγνωστο κεφάλαιο της Ιστορίας που σύντομα θα δημοσιευτεί από τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου Πατρών.
Στην Αμερική, το 20% της διδακτέας ύλης των φοιτητών της Ιατρικής – και όχι μόνο – περιλαμβάνει μαθήματα λογοτεχνίας, αισθητικής και φιλοσοφίας. Αρκετά «φιλολογικά» μαθήματα θα έπρεπε να είναι απαραίτητη βάση της πανεπιστημιακής παιδείας για όλες τις Σχολές. Αλλά αυτό πώς να το ελπίζει κανείς σε μια χώρα όπου μειώνουν τις ώρες διδασκαλίας της λογοτεχνίας και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση… Ο μεγάλος χαμένος είναι οι νέοι άνθρωποι, αφού η συρρίκνωση της μελέτης της γλώσσας και της λογοτεχνίας οδηγεί σε φτωχότερη κατανόηση της ιστορίας, της ταυτότητας και της συλλογικής μνήμης. Η έλλειψη ανθρωπιστικής παιδείας αποδυναμώνει την κριτική σκέψη και την ικανότητα διαλόγου, δεξιότητες που είναι απαραίτητες σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Ασφαλώς υπάρχουν πρακτικές επίλυσης του προβλήματος, όπως, για παράδειγμα, η δημιουργία ξενόγλωσσων προπτυχιακών σπουδών που θα προσελκύσουν ξένους φοιτητές. Η συγκυρία είναι καλή, καθώς το βρετανικό εκπαιδευτικό σύστημα φθίνει όσον αφορά τις ανθρωπιστικές σπουδές. Ομως το πρόβλημα ξεπερνά τους αριθμούς, την επιβίωση των Τμημάτων της χώρας και τις επαγγελματικές προοπτικές˙ είναι βαθύτερα πολιτισμικό και κοινωνικό. Αν αποδεχθούμε αδιαμαρτύρητα την περιθωριοποίηση της φιλολογίας, κινδυνεύουμε να χάσουμε πολύτιμα εργαλεία κατανόησης του εαυτού μας και του κόσμου. Η πρόκληση του μέλλοντος είναι να βρεθεί ισορροπία: να αξιοποιήσουμε την τεχνολογία και τις νέες επιστήμες, χωρίς να εγκαταλείψουμε τον πλούτο της ανθρωπιστικής παράδοσης.
Κατά την άποψή μου, η ανάσχεση της φθίνουσας πορείας μπορεί να επιτευχθεί με την ένταξη των ανθρωπιστικών σπουδών στη σύγχρονη πραγματικότητα μέσα από τη διεπιστημονικότητα, την έξοδο προς την κοινωνία και την ανανέωση των προγραμμάτων σπουδών αξιοποιώντας τις νέες δυνατότητες διδασκαλίας και έρευνας που προσφέρει η τεχνολογία.
*Η κυρία Κατερίνα Κωστίου είναι καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών.



