Δεν νομίζω ότι εύκολα μπορεί να πιστέψει κάποιος ότι τον Απρίλιο του 2011 ο υπογράφων τού ανά χείρας κειμένου κάπνισε ένα τσιγάρο παρέα με την Κλαούντια Καρντινάλε (Τύνιδα, 1938 – Νεμούρ, 2025) στην ταράτσα του εστιατορίου Βαρούλκο, τότε στην οδό Πειραιώς, όμως τι να κάνουμε; Είναι η αλήθεια.
Εκείνη τη χρονιά η πολυτάλαντη ηθοποιός με τη μοναδική ομορφιά, η οποία έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών την περασμένη Πέμπτη στο Νεμούρ, κοντά στο Παρίσι, ήταν καλεσμένη του 12ου Φεστιβάλ Γαλλοφωνίας, το οποίο για κάποιον λόγο (και χωρίς να το ζητήσω) είχε καλέσει και εμένα για το δείπνο που παραχώρησε προς τιμήν της στο γνωστό εστιατόριο. Δεν έμαθα ποτέ ποιος ακριβώς ήταν ο λόγος για το δικό μου κάλεσμα. Γνωρίζω όμως ότι ο άνθρωπος που μεσολάβησε για να παρευρεθώ ήταν η κυρία Σταματίνα Στρατηγού, υπεύθυνη Τύπου του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθήνας και πυλώνας του.
Και είναι επίσης αλήθεια ότι η Κλαούντια Καρντινάλε, την οποία θυμάμαι μόνο να χαμογελάει, με συμπάθησε αμέσως, ίσως επειδή ένιωσε ότι ήμουν (και παραμένω) ένας από τους μεγαλύτερους θαυμαστές της στον πλανήτη Γη. «Ξέρετε περισσότερα για εμένα από όσο εγώ» μου είπε κάποια στιγμή η ωραιότερη γυναίκα που, κατά τη γνώμη μου, έχει περάσει ποτέ από κινηματογραφική οθόνη, με συμμετοχή σε πέντε πραγματικά αριστουργήματα του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, όλα γυρισμένα την ίδια δεκαετία, του 1960: «Ο Ρόκο και τ’ αδέλφια του» και «Ο γατόπαρδος» του Λουκίνο Βισκόντι, «Το κορίτσι με τη βαλίτσα» του Βαλέριο Τζουρλίνι, «Οκτώμισι» του Φεντερίκο Φελίνι και – ασφαλώς – το «Κάποτε στη Δύση» του Σέρτζιο Λεόνε, στο τοπ 3 των πιο αγαπημένων μου ταινιών.
Η αδυναμία της για τον Τσαρλς Μπρόνσον
Μαζί μου εκείνη τη βραδιά είχα την ειδική συλλεκτική έκδοση σε DVD της ταινίας του Λεόνε, το οποίο και μου υπέγραψε στη φωτογραφία της. Οπως ήταν φυσικό, μιλήσαμε πάρα πολύ για τα γυρίσματα του «Κάποτε στη Δύση», που για εκείνη ήταν από τα ομορφότερα που είχε βιώσει. Θυμόταν, κυρίως, την πολύ καλή σχέση της με τον Τσαρλς Μπρόνσον, ο οποίος ήταν η αδυναμία της. Τον αποκαλούσε διαρκώς και πάντα με τρυφερότητα «Ο Τσάρλι» (ο Μπρόνσον είχε ήδη πεθάνει όταν συναντηθήκαμε).
Στη σουρεαλιστική στιγμή του τσιγάρου στη ταράτσα του Βαρούλκου, όπου επειδή ψιλοέβρεχε καθόμασταν στην άκρη της πόρτας εμποδίζοντας τα γκαρσόνια, η Καρντινάλε (που είχε πιει δυο ποτήρια κρασί παραπάνω) μου εκμυστηρεύτηκε ένα «τρομερό μυστικό» που της ορκίστηκα να μην το πω ποτέ όσο ζει. «Ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι ήταν πολύ φίλος μου, αλλά δεν μου συγχώρεσε ποτέ το γεγονός ότι δεν ενέδωσα στο να κοιμηθώ μαζί του» είπε. «Η πίεσή του ήταν αφάνταστη, το είχε πει ακόμα και σε συνέντευξή του στην τηλεόραση. Ψιλομεθυσμένος κιόλας. Αν και μου άρεσε πολύ σαν άνδρας, δεν ήθελα να το κάνω μαζί του γιατί θεωρούσα ότι έτσι θα καταστρεφόταν η πολύ όμορφη φιλία μας, η οποία διατηρήθηκε ως τον θάνατό του».
Με τον Μαστρογιάνι η Καρντινάλε είχε εμφανιστεί μαζί σε θρυλικές ταινίες όπως ο «Κλέψας του κλέψαντος» του Μάριο Μονιτσέλι, το «Οκτώμισι» του Φελίνι (ο οποίος ήταν συχνός επισκέπτης στο σπίτι της της και ο πρώτος σκηνοθέτης που δεν την ντούμπλαρε) και το «Δέρμα» της Λιλιάνα Καβάνι, για το οποίο η Καρντινάλε επίσης μίλησε με πολύ καλά λόγια, στενοχωρημένη όμως που αυτή η ταινία είχε αποτύχει στα ταμεία.
Η ξενάγηση στο Μουσείο Ακρόπολης
Το δείπνο στο Βαρούλκο ήταν μια πολύ όμορφη εμπειρία, αλλά δεν ήταν η μόνη μου με την Καρντινάλε. Για την επόμενη μέρα είχε ζητήσει από τον βοηθό της, έναν ευγενέστατο νεαρό Ιάπωνα του οποίου το όνομα πλέον μου διαφεύγει, να επισκεφθεί το Μουσείο Ακρόπολης. Η Καρντινάλε ήταν φιλέλλην και ήθελε μια προσωπική ξενάγηση, η οποία και έγινε. Ο ιάπωνας βοηθός της όμως, έχοντας δει την πολύ καλή επαφή μου μαζί της, μου ζήτησε να είμαι και εγώ παρών. Οπότε πήγα και καθίσαμε να φάμε στο υπαίθριο εστιατόριο του Μουσείου Ακρόπολης, όπου μιλήσαμε πολύ περισσότερο, όχι μόνο για την κινηματογραφική καριέρα της.
Είχαμε πάρει δύο σαλάτες και ήπιαμε κόκκινο κρασί.
Ο Μπελμοντό και ο Ντελόν
Εκείνη τη συζήτηση την είχα ηχογραφήσει και ακούγοντάς τη ξανά για τις ανάγκες του κειμένου μένω σε κάποια σημεία. Στην τρομερή αγάπη της προς τον Ζαν Πολ Μπελμοντό και τον Αλέν Ντελόν, δύο θρυλικούς συμπρωταγωνιστές της.
Από τις συνεργασίες της με τον πρώτο ξεχώρισε τις ταινίες «Καρτούς» του Φιλίπ Ντε Μπροκά και «Ο δρόμος των κακόφημων σπιτιών» του Μάουρο Μπολονίνι, «ενός γνήσιου καλλιτέχνη», όπως τον αποκάλεσε, ενώ για την εμπειρία της στον «Γατόπαρδο» με τον Ντελόν μίλησε πολύ για το χιούμορ του ηθοποιού που «έσπαζε την ένταση των γυρισμάτων». Μου είπε ότι επέλεξε να ζει στο Παρίσι γιατί δεν άντεχε τους παπαράτσι στη Ρώμη, και όταν τη ρώτησα αν διάβαζε κάτι εκείνη την εποχή, μου απάντησε «εφημερίδες – και εννοώ χαρτί – από παντού. Ιταλία, Γαλλία, Αγγλία. Θέλω να γνωρίζω τι συμβαίνει στον κόσμο». Η Καρντινάλε ήταν σθεναρή ακτιβίστρια και αγωνιζόταν με πάθος για τα παιδιά της Αφρικής.
Εναν χρόνο αργότερα, το 2012, ξανασυνάντησα την Καρντινάλε στη Βενετία, όπου στο πλαίσιο του κινηματογραφικού φεστιβάλ βοηθούσε την προώθηση της ταινίας «Ο Γκέμπο και η σκιά του» του Μανοέλ Ντε Ολιβέιρα στην οποία παίζει. Δεν είμαι βέβαιος ότι με θυμήθηκε αμέσως, αλλά στη συνέχεια κάτι της ήρθε.
«Βασική αρχή μου είναι να συμβιβάζομαι με την ηλικία μου γιατί μόνο έτσι μπορείς να βρεις την ηρεμία» μου είχε πει τότε. Και πράγματι, οι ρυτίδες αυτής της γυναίκας ήταν τόσο έντονες στις τελευταίες ταινίες της που σου έδινε την εντύπωση ότι τις πρόβαλλε κιόλας! Γνωρίζοντας ότι λόγω της τότε οικονομικής κρίσης τα πράγματα δεν ήταν και τόσο εύκολα για τον κινηματογράφο και δη τον ευρωπαϊκό, η Καρντινάλε τα τελευταία 10-15 χρόνια προσπαθούσε να συμμετέχει με όσο το δυνατόν λιγότερα χρήματα σε ταινίες σκηνοθετών όλων των ηλικιών. «Ο Ντε Ολιβέιρα δίνει το παράδειγμα» είπε. «Είναι 104 ετών και εξακολουθεί να γυρίζει ταινίες! Κι εγώ αν πάψω να εργάζομαι θα πεθάνω» κατέληξε. «Εχω πολλά ακόμα να δώσω».
Και όντως είχε, γιατί μετά τον «Γκέμπο» και μέχρι τον θάνατό της έκανε 20 ακόμα εμφανίσεις στον κινηματογράφο και την τηλεόραση.






