Παρά την αβεβαιότητα για το πότε γράφτηκε, οι μελετητές φαίνεται να συμφωνούν ότι η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή ακολούθησε την αντίστοιχη του Ευριπίδη (στον μακρύ απόηχο των «Χοηφόρων» του Αισχύλου). Από τις τρεις αυτές δραματουργικές εκδοχές, η σοφόκλεια θεωρείται η πλέον αινιγματική από ερμηνευτική άποψη.

Διότι, ναι μεν η κεντρική ηρωίδα είναι πολυμέτωπα εμμονική (με το ατέρμονο πένθος για τον πατέρα της Αγαμέμνονα, με την ακατασίγαστη οργή για τη μητέρα της Κλυταιμνήστρα, με την καρτερική προσμονή του εκδικητή αδελφού της Ορέστη), πλην όμως είναι και μια γυναίκα η οποία δεν παραμένει έξω από το παλάτι των Μυκηνών απλώς (βασιλοπούλα έκπτωτη, ντυμένη με βρώμικα κουρέλια τώρα πια, τρομαγμένη, απελπισμένη, απειλούμενη από τον Αίγισθο), αλλά εν γένει βρίσκεται εκτός.

Πώς ακριβώς; Εχοντας διαρρήξει η Ηλέκτρα κάθε προβλεπόμενο καθορισμό της εποχής της, έμφυλο, κοινωνικό, πολιτισμικό (δεν είναι μόνο ανύμφευτη και άτεκνη, οριακά διαμορφώνει μια ξενότητα πολλαπλή, εν μέρει ηθελημένη και συνειδητή, η οποία υπερβαίνει ακόμα και την ανάγκη που η ίδια επικαλείται, κάνοντάς τη να συνεχίζει σαν άλλη Ερινύα την αμετακίνητη στάση της, με την οποία διαφωνεί η αδελφή της, η λογική και μετριοπαθής Χρυσόθεμις).

Τι ενσαρκώνει η Ηλέκτρα μεταξύ μητροκτονίας και τυραννοκτονίας; Και τι απομένει όταν κατακάθεται ο υπαρξιακός στρόβιλος των εξωγενών δεινών και των εσώτερων συμπλεγμάτων που είτε την κατατρύχουν είτε έχουν αποδοθεί σε αυτήν; Το ανοιχτό τέλος που προκρίνει ο Σοφοκλής μάς εξωθεί να στοχαστούμε το ομολογουμένως τραγικό ερώτημα:

Τι είναι η Ηλέκτρα δίχως το μίσος της, ακόμα κι αν το δίκιο είναι όλο δικό της; Αυτό το μίσος, που την πλημμυρίζει, αδειάζει άραγε όταν οι φονιάδες ξεψυχούν; Κατά τα φαινόμενα, όχι. Η δυνητική απώλεια αυτού του ιδιότυπου, επιβιωτικού μίσους μάλλον αποκαλύπτει μια τραυματισμένη, στιγματισμένη ζωή που έχει εν τω μεταξύ μετουσιωθεί σε πετρωμένη λύπη, η οποία δεν μπορεί παρά να κατρακυλήσει σε ένα αβυσσαλέο κενό.

Λοιπόν, πλησιάζοντας κανείς την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, γνωρίζει ότι, αναπόδραστα, κινείται κατ’ εξοχήν στην επικράτεια της ψυχολογίας, μια επικράτεια σαγηνευτική αλλά και ολισθηρή (ασχέτως με ποιους τρόπους έχει διαβάσει το κείμενο και ποιες συγκαιρινές αγωνίες αντικατοπτρίζει σε αυτό).

Η πρώτη σκηνοθεσία στην Επίδαυρο είναι μια απαιτητική δοκιμασία για κάθε σκηνοθέτη (ενίοτε αμείλικτη). Το ίδιο ισχύει (όπως και οι καλές προθέσεις, αναμφίβολα) για τον Δημήτρη Τάρλοου που ανέβασε τη σοφόκλεια «Ηλέκτρα» στο αρχαίο αργολικό θέατρο (4-5 Ιουλίου). Το πλατύ κοινό την υποδέχτηκε με μπόλικο ενθουσιασμό.

Γιατί ωστόσο; Επειδή η παράσταση αυτή υπήρξε ίσως μια ασφαλέστατη και ανώδυνη πρόταση (τοποθετημένη αδιευκρίνιστα σε ένα μεταπολεμικό φόντο του ελληνικού εικοστού αιώνα, όπου δεν έγερνε μόνο ο οίκος των Ατρειδών αλλά, ομοθύμως, κι ένας φανοστάτης απ’ έξω).

Αφενός, ελεγχόμενη ανασύσταση μιας φαντασιακής αρχαιοπρέπειας (με θολό εκμοντερνισμό της όψης, με μια αδιανόητη κινησιολογία και έναν αγγαρεμένο ήχο μεταξύ ηπειρώτικου μοιρολογιού και μουσικού χαλιού σαπουνόπερας). Αφετέρου, πρόδηλη ευθυγράμμιση με την τηλεοπτική εξοικείωση (που κραύγαζε στις ερμηνείες, καθώς και στη διακοσμητική παρουσία του Χορού).

Επρόκειτο για μια «Ηλέκτρα» καμωμένη από ασύνδετα κελύφη σπασμωδικών ψυχολογισμών που συγκρούονταν χωρίς συντεταγμένο σκοπό (παρά τις φιλότιμες εξάρσεις της Λουκίας Μιχαλοπούλου στην ορχήστρα και τα γερά πατήματα της Γρηγορίας Μεθενίτη).