Γεννήθηκε το 1934 στο Σικάγο και μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη, σε μια οικογένεια με βαθιές ρίζες στον κόσμο των λέξεων και της εικόνας. Ο πατέρας του ήταν εκδότης της «New York Daily Mirror» κι εκείνος, μόλις στα πέντε του χρόνια, έπιασε στα χέρια του την πρώτη του φωτογραφική μηχανή: μια μικρή, ταπεινή Kodak Baby Brownie. Δεν ήξερε ακόμη – δεν μπορούσε να ξέρει – ότι εκείνο το δώρο που του έκανε ο πατέρας του θα καθόριζε ολόκληρη τη ζωή του.
Είκοσι χρόνια αργότερα, ο νεαρός φοιτητής του Πρίνστον Ρόμπερτ Μακ Κέιμπ (Robert McCabe) επισκέπτεται για πρώτη φορά την Ελλάδα. Ηταν ένα ταξίδι που είχε σχεδιαστεί να διαρκέσει μόλις δύο εβδομάδες. Μάλιστα μετά την Ελλάδα θα επισκέπτονταν την Αίγυπτο, την Ιταλία και τη Γαλλία.
Ομως, κάτι συνέβη, κάτι άλλαξε και μαζί με τον αδερφό του, τον Τσαρλς, αποφάσισαν να ακυρώσουν τα επόμενα ταξίδια τους και να μείνουν στην Ελλάδα. Τα αδέρφια Μακ Κέιμπ συναντούν μια χώρα βαθιά πληγωμένη. Βλέπετε, επισκέπτονται την Ελλάδα δέκα χρόνια μετά την αποχώρηση των γερμανών κατακτητών και πέντε χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου. Η φτώχεια είναι παντού γύρω τους κι όμως μέσα σε όλα αυτά υπάρχει κάτι άλλο, κάτι απροσδόκητο: μια ζεστασιά, ένα χαμόγελο, ένα φιλότιμο που τους συγκλονίζει.

Ο Ηνίοχος των Δελφών. Λεπτομέρεια από το δεξί χέρι του με το οποίο κρατά τα ηνία. Το χάλκινο άγαλμα, αριστουργηματικό έργο της πρώιμης κλασικής τέχνης, αναγνωρίζεται ως ανάθημα του Πολύζαλου της Γέλας.
Τον κέρδισε η δύναμη των ανθρώπων
Ο ίδιος θα αφηγηθεί αργότερα πως αυτό που τον κέρδισε ήταν η δύναμη των ανθρώπων, η ευγένειά τους, η αξιοπρέπειά τους, το πείσμα τους να κρατήσουν την ανθρωπιά τους ζωντανή, ακόμη κι αν όλα τα υπόλοιπα είχαν καταρρεύσει. Ηταν αδύνατον να φύγουν. Οι δύο εβδομάδες έγιναν τρεις, τέσσερις… και τελικά η Ελλάδα έγινε το σταθερό σημείο μιας ζωής που αλλιώς θα είχε πάρει εντελώς διαφορετική κατεύθυνση.
Ο Μακ Κέιμπ ταξίδευε ξανά και ξανά στην Ελλάδα. Σε κάθε του ταξίδι η σχέση του με τη χώρα αυτή γινόταν πιο προσωπική, πιο βαθιά. Δεν ήταν πλέον ένας απλός τουρίστας. Δεν ήταν ούτε καν επισκέπτης. Ηταν κάποιος που έβλεπε, ένιωθε και κατέγραφε, όχι από απόσταση, αλλά από μέσα, από τη σκοπιά ενός ανθρώπου που αποφάσισε να αγαπήσει χωρίς όρους. Βοήθησε σε αυτό κι ο γάμος του με μια Ελληνίδα, την Ντίνα Φιλιππαίου, συνοδοιπόρο στη ζωή και την τέχνη, η οποία έκανε την αγάπη για την Ελλάδα ακόμη πιο ισχυρή.
Μέσα από τον φακό του η Ελλάδα του ’50 αποκτά σχήμα, φως και μνήμη αλλά και μια ταυτότητα που μοιάζει απλή αλλά δεν είναι. Είναι η ταυτότητα μιας χώρας περήφανης, που προσπαθεί να ανασάνει μέσα από τα ερείπια, χωρίς να χάνει την ψυχή της. Εκείνος ήταν εκεί, όχι για να κρίνει, αλλά για να κρατήσει ζωντανό το βλέμμα της. Μετά το πρώτο του ταξίδι, το 1954, επέστρεψε το 1955 και το 1957 και φωτογράφισε τις Κυκλάδες για λογαριασμό του National Geographic.
Ο Μακ Κέιμπ στο πρώτο του εκείνο ταξίδι φωτογράφισε, ως Αμερικανός της Ανατολικής Ακτής που έχει γαλουχηθεί με τις αξίες του κλασικού πολιτισμού, επισκέπτεται, μεταξύ άλλων τοποθεσιών, και τους Δελφούς έναν τόπο όπου το φως, η Ιστορία και η σιωπή διασταυρώνονται.

Αρχαιοφύλακας στην περιοχή του μεγάλου πολυγωνικού τοίχου, του αναλήμματος δηλαδή που κατασκευάστηκε κατά τον 6ο αι. π.Χ. για την ανέγερση του αρχαϊκού ναού του Απόλλωνος.
Στις φωτογραφίες του τα ερείπια αποκτούν φωνή, οι σκιές συνομιλούν με το φως και ο χρόνος κυλά διακριτικά, σαν μια διαχρονική παρουσία που δεν φθείρει, αλλά ενώνει εποχές και ανθρώπους. Οπως ο ίδιος έχει πει «Για τους περισσότερους παρατηρητές τα ερείπια είναι κάτι στατικό, αλλά για έναν φωτογράφο τα ερείπια είναι αενάως σε κίνηση καθώς ο ήλιος κινείται στον ουρανό και τα σύννεφα αλλάζουν τη διάχυση του φωτός».
Αυτή την αέναη κίνηση κατέγραψε ο φωτογραφικός φακός του Μακ Κέιμπ στους Δελφούς. Με απίστευτη υπομονή και ακρίβεια, καδράρει το Ιερό του Απόλλωνα, το θέατρο, την Ιερά Οδό, το στάδιο. Οι φωτογραφίες του, όλες ασπρόμαυρες, έχουν την απλότητα της αλήθειας και τη δύναμη της σιωπηλής παρατήρησης.
Ο Μακ Κέιμπ προσεγγίζει με διεισδυτικότητα, ευαισθησία και σεβασμό τον τόπο και την ιστορία του. Δεν υπάρχουν θεατές, δεν υπάρχουν τουρίστες, μόνο ο χώρος, το φως, ο χρόνος και οι αρχαιολόγοι. Χαρακτηριστική είναι η φωτογραφία που απεικονίζει τον φωτογράφο των Δελφών Παύλο Γερακίνη με την κάμερά του, στην Ιερά Οδό του αρχαιολογικού χώρου εν ώρα εργασίας.
Αυτή η φωτογραφία κοσμεί και το εξώφυλλο του δίγλωσσου φωτογραφικού λευκώματος «Οι Δελφοί τη δεκαετία του 1950 με τον φακό του Robert McCabe», το οποίο παρουσιάστηκε τη Δευτέρα 26 Μαΐου στους Δελφούς στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών (αίθουσα Φρύνιχος) με την παρουσία του ίδιου του διεθνούς φήμης αμερικανού φωτογράφου. Την εκδήλωση προλόγισε ο πρόεδρος του Κέντρου Δελφών, καθηγητής Παναγιώτης Ροϊλός.
Για το βιβλίο μίλησαν η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, η οποία έγραψε το εισαγωγικό κείμενο της έκδοσης, η Σοφία Χηνιάδου Καμπάνη, επιμελήτρια της έκδοσης και μία εκ των συγγραφέων, και η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Φωκίδος, Αθανασία Ψάλτη, η οποία έχει κάνει τον υπομνηματισμό των φωτογραφιών και συμμετέχει στην έκδοση με κείμενό της.
Απαθανατίζοντας στιγμές γαλήνιου στοχασμού
«Οι περισσότερες από αυτές τις φωτογραφίες τραβήχτηκαν στη δεκαετία του 1950, εποχή κατά την οποία οι επισκέπτες των Δελφών ήταν λιγοστοί, και το χωριό ταπεινό και ανεπιτήδευτο. Ελπίζω, μέσα από αυτές τις φωτογραφίες, να μοιραστώ μια φευγαλέα εικόνα του προσκυνήματος στους Δελφούς, απαθανατίζοντας στιγμές γαλήνιου στοχασμού, καθώς και την αδιάλειπτη παρουσία του αρχαίου ιερού σε ένα περιβάλλον που εμπνέει δέος» αναφέρει μεταξύ άλλων στο επίμετρο του λευκώματός του ο Μακ Κέιμπ.
Στο εισαγωγικό της σημείωμα η Λίνα Μενδώνη αναφέρει χαρακτηριστικά πως «Στα δελφικά καρέ τού επί δεκαετίες ακριβού μας φίλου και πλέον, επάξια, συμπολίτη μας αντικατοπτρίζεται το δέος του για τα μνημεία, αλλά και ο θαυμασμός του για τις αιώνιες αξίες που αυτά εκφράζουν. Αισθήματα που δεν τον εμποδίζουν να τα απεικονίσει, όχι μόνο ποιητικά, αλλά και ρεαλιστικά. Γιατί οι Δελφοί του Μακ Κέιμπ είναι ιστάμενο, αλλά όχι στατικό μνημείο».
Το λεύκωμα αυτό αποτελεί συνέχεια της ομώνυμης έκθεσης που παρουσιάζεται από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Φωκίδος, στις αίθουσες του Αρχαιολογικού Μουσείου Δελφών, ήδη από τον Ιούνιο του 2023. Ετσι το λεύκωμα, τα έσοδα του οποίου θα διατεθούν στο μουσείο και στον αρχαιολογικό χώρο και το μουσείο των Δελφών, που ακολούθησε, μεταφέρει αυτή την εμπειρία της έκθεσης στο χαρτί.
Περιλαμβάνει τις φωτογραφίες του Μακ Κέιμπ, λογοτεχνικά και ποιητικά κείμενα, καθώς και προσωπικές του παρατηρήσεις. Δεν είναι απλώς ένα τεκμήριο· είναι μια γέφυρα ανάμεσα στην προσωπική μνήμη, τη συλλογική ταυτότητα και τη διαχρονική ακτινοβολία των Δελφών.

Η Αλτάνα, γνωστή και ως Μανάρα, η οποία διακρινόταν για την ευφυΐα της, και ο σύζυγός της Νίκος Σκαρμούτσος, βοσκός, ήταν και οι δύο γέννημα-θρέμμα και κάτοικοι των Δελφών. Η κόρη τους Γεωργία συμμετείχε στις Δελφικές Εορτές.
«Οι λήψεις των φωτογραφιών αυτών, οι οποίες χαρακτηρίζονται για την υψηλή ευκρίνεια, αποτυπώνουν από διάφορες οπτικές γωνίες την κατάσταση διατήρησης των μνημείων του αρχαιολογικού χώρου, καθώς και το αναλλοίωτο σχεδόν δελφικό τοπίο πριν από ακριβώς εβδομήντα χρόνια και προσφέρουν, πλην της αισθητικής ικανοποίησης, στοιχεία εξαιρετικά χρήσιμα για την έρευνα. Παράλληλα, δίπλα στα άφθαρτα μνημεία, οι άνθρωποι που απαθανατίστηκαν από τον φακό του Μακ Κέιμπ, ένστολοι αρχαιοφύλακες, επισκέπτες, ο μοναδικός φωτογράφος, η γυναίκα που περπατά στον σηκό του ναού και οι κάτοικοι του χωριού αποτελούν σήμερα σεπτές μαρτυρίες μιας χαμένης αλλά σπουδαίας εποχής» υπογραμμίζει η Αθανασία Ψάλτη στο κείμενο που υπάρχει στις πρώτες σελίδες του λευκώματος.
Η δεκαετία του ’50 στους Δελφούς δεν ήταν μόνο περίοδος φωτογραφικής έμπνευσης· ήταν και περίοδος ιστορικής στροφής. Ο θάνατος του Αγγελου και της Εύας Σικελιανού, η μεταφορά του Ηνιόχου στο νέο μουσείο, η αποκάλυψη της Κασταλίας πηγής και η αρχή μιας οργανωμένης κρατικής μέριμνας για τον αρχαιολογικό χώρο σηματοδοτούν μια μετάβαση. Οι Δελφοί δεν είναι πλέον μόνο τόπος προσευχής στην αρχαιότητα, αλλά γίνονται σύμβολο πολιτιστικής πολιτικής, αρχαιολογικής έρευνας, τουρισμού και διεθνούς προβολής. Αυτόν τον ενδιάμεσο χαρακτήρα κατέγραψε ο Μακ Κέιμπ, ίσως ασυνείδητα. Στις φωτογραφίες του δεν βλέπουμε έναν πλήρως οργανωμένο αρχαιολογικό χώρο. Βλέπουμε έναν χώρο σε μετάβαση, έναν τόπο που ψάχνει να ξαναβρεί τη φωνή του μέσα από τους ανθρώπους που τον κατοικούν και τον προστατεύουν.
«Τοπία, μνημεία και πορτρέτα ανθρώπων ζωντανεύουν μέσα από τον διεισδυτικό, γεμάτο ευαισθησία φακό του Μακ Κέιμπ. Οι φωτογραφίες του δεν απαρνιούνται τα χρώματα· τα αποτυπώνουν αφαιρετικά μέσα από γκρίζους και λευκούς τόνους. Καταγράφοντας με ειλικρίνεια μιαν Ελλάδα που έχει αλλάξει, διασώζει εικόνες της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και του λαϊκού μας πολιτισμού. Σκύβει με σεβασμό και αγάπη πάνω στα αρχαιολογικά μας μνημεία, στα βουνά και στις θάλασσες αλλά και στις καθημερινές σκηνές, θηρεύοντας εικόνες, αποτυπώνοντας την αξιοπρέπεια, τον μόχθο, τα όνειρα, το φιλότιμο, την παράδοση, την ομηρική φιλοξενία, την ελληνική ψυχή στα τρίσβαθά της, παραδίδοντας μαθήματα μνήμης και προβάλλοντας τη χώρα μας στα πέρατα του κόσμου. Το σπουδαίο έργο του Μακ Κέιμπ συνιστά πολιτιστική παρακαταθήκη. Είναι η σύγχρονη αντίληψη του φιλελληνισμού. Η τιμητική πολιτογράφησή του ως έλληνα πολίτη ήταν ένα μικρό δείγμα αναγνώρισης. Μια υπηκοότητα που φέρει με ξεχωριστή τιμή και περηφάνεια» σημειώνει η Σοφία Χηνιάδου Καμπάνη, επιμελήτρια της έκδοσης και μία εκ των συγγραφέων, στο κείμενό της που περιλαμβάνεται στο λεύκωμα.
Το έργο του Ρόμπερτ Μακ Κέιμπ στους Δελφούς, όπως παρουσιάζεται στην έκθεση και το λεύκωμα, φωτίζει όχι μόνο τον αρχαιολογικό χώρο, αλλά και την ίδια τη σχέση του ανθρώπου με τον πολιτισμό και τον χρόνο.

Το εξώφυλλο του λευκώματος με τις φωτογραφίες του Μακ Κέιμπ.






