Σε ένα τραπεζάκι καφενείου μαζί με τον πρωινό καφέ. Στην ξαπλώστρα παρά θίν’ αλός. Στην αυλή κάτω από μια κληματαριά το μεσημέρι. Από την εποχή ακόμη των μπεστ σέλερ των περιπτέρων η ανάγνωση αστυνομικής λογοτεχνίας έχει καταγραφεί στα καθ’ ημάς ως θερινή παράδοση, μέρος της ανάπαυσης, των διακοπών, του ελληνικού καλοκαιριού.

Τι ευνοεί τη συνύπαρξη του αντηλιακού και της μπίρας με τους γρίφους και τη συναρμογή στοιχείων προς ανακάλυψη του ενόχου; Κάποιοι θα προσέφευγαν στην παλαιότερη πρόσληψη που ήθελε τα αστυνομικά μέρος μιας λαϊκής λογοτεχνίας του συρμού – τροφή απλή, εύπεπτη, χωρίς πολλές θερμίδες. (Εκτοτε, βέβαια, προσέθεσαν στο ρεπερτόριό τους πολιτικές, κοινωνικές και ψυχολογικές προεκτάσεις.)

Κάποιοι άλλοι ίσως να παρέπεμπαν στην απλότητα της δομής και την τακτική επανάληψη των μοτίβων που διευκολύνει την παρακολούθηση εκεί που η απόσπαση της προσοχής είναι διαρκής. (Στο μεταξύ, βέβαια, οι Σκανδιναβοί έσπασαν τη γραμμικότητα της αφήγησης.)

Αν το crime novel προσφέρεται για καλοκαιρινή κατανάλωση, όμως, είναι ακριβώς γιατί η έλξη του είναι πολλαπλή: διαθέτει ποικίλες εκδοχές (θρίλερ, νουάρ, whodunit, μυστήριο), ερεθίζει τη φαντασία, λειτουργεί ως παζλ, ανατρέπει και ταυτόχρονα επιβεβαιώνει την τάξη του κόσμου.

Ως φόρο τιμής σε μια προσφιλή ψυχαγωγική συνήθεια, συντάκτες και συνεργάτες της εφημερίδας γράφουν για το αγαπημένο τους αστυνομικό μυθιστόρημα.

«Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές» της Άγκαθα Κρίστι

Προτείνει ο Αναστάσης Βιστωνίτης

Η «βασίλισσα του εγκλήματος» Αγκαθα Κρίστι στα καλύτερά της. Πέρασαν 91 χρόνια από τότε που το μυθιστόρημα πρωτοκυκλοφόρησε και είναι σαν να γράφτηκε σήμερα. Το πολυτελές τρένο «Οριάν Εξπρές» ξεκινά από την Κωνσταντινούπολη αλλά μετά τα μεσάνυχτα ακινητοποιείται εξαιτίας μιας χιονοθύελλας σε μια περιοχή κάπου στη σημερινή Νοτιοανατολική Κροατία. Το πρωί ένας εκατομμυριούχος ονόματι Σάμιουελ Εντουαρντ Ράτσετ βρίσκεται μαχαιρωμένος στο κρεβάτι του. Η πόρτα του κουπέ είναι κλειδωμένη από μέσα. Προφανώς ο δολοφόνος ανήκει στους επιβάτες του τρένου. Ανάμεσα σε αυτούς περιλαμβάνεται και ο Ηρακλής Πουαρό, ο δαιμόνιος ντετέκτιβ που πρωταγωνιστεί στις περισσότερες από τις ιστορίες της Αγκαθα Κρίστι. Ο Πουαρό θα εξερευνήσει το μυστήριο και θα βρει στο τέλος τον δολοφόνο, αλλά η έρευνά του θα μας φανερώσει τα κρυμμένα μυστικά των επιβατών, τα οποία αποκαλύπτουν τη σκοτεινή πλευρά της ζωής τους, τα υπαρξιακά τους τραύματα, τις ατιμίες και τα πάθη τους. Ετσι, ο καθένας τους εμφανίζεται ως πιθανός δολοφόνος. Και όπως ξέρουμε, στην αστυνομική λογοτεχνία ο δολοφόνος κατά κανόνα αποκαλύπτεται πάντα στο τέλος. Αυτό συμβαίνει και εδώ, όπως σε όλα σχεδόν τα βιβλία της Αγκαθα Κρίστι: τα μυστικά της εξιχνίασης ενός εγκλήματος κρύβονται σε φαινομενικά αθώες λεπτομέρειες.

«Το παιχνίδι του Ρίπλεϊ» της Πατρίτσια Χάισμιθ

Προτείνει ο Γιάννης Ζουμπουλάκης

«Tom Ripley detested murder. Unless it was absolutely necessary – Ο Τομ Ρίπλεϊ απεχθανόταν τον φόνο. Εκτός και αν ήταν απολύτως απαραίτητος». Ακόμα και σήμερα με στοιχειώνουν οι πρώτες φράσεις που διάβασα ποτέ στη ζωή μου του μυθιστορήματος της Πατρίτσια Χάισμιθ. Στα αγγλικά. Στο οπισθόφυλλο της pocket έκδοσης Penguin του Παιχνιδιού του Ρίπλεϊ. Πίσω στη δεκαετία του 1980. Στο βιβλιοπωλείο Κάουφμαν. Δεν ήταν το πρώτο βιβλίο της Χάισμιθ που αγόραζα (είχα ήδη τις Ιστορίες για μισογύνηδες στα ελληνικά), αλλά ήταν το πρώτο που διάβασα και εκείνο που με μύησε αμέσως στο νοσηρό σύμπαν του Ρίπλεϊ, του τυχοδιώκτη, κλέφτη, πλαστογράφου και δολοφόνου ήρωά της σε πέντε βιβλία. Τον Ρίπλεϊ τον είχα ανακαλύψει στο πρόσωπο του Ντένις Χόπερ έχοντας δει την ταινία «Ενας αμερικανός φίλος» (1977) που ήταν μεταφορά του Παιχνιδιού του Ρίπλεϊ (ή ίδια η Χάισμιθ την αντιπαθούσε). Ετσι αναζήτησα το βιβλίο και ήμουν τυχερός γιατί εκείνη την εποχή δεν μπορούσες να βρεις εύκολα ξένα βιβλία στην Ελλάδα. Με το που το διάβασα (ή, καλύτερα, ρούφηξα) άρχισα αμέσως να αναζητώ όλα τα βιβλία της Χάισμιθ – στα αγγλικά και στα ελληνικά. Ηταν πραγματικά εθισμός. Τόσο που αποφάσισα να αλληλογραφήσω μαζί της – και τα κατάφερα γιατί μου απάντησε. Σήμερα τα έχω όλα (και στις δύο γλώσσες) και εκείνο στο οποίο πάντα ανατρέχω είναι το «Παιχνίδι του Ρίπλεϊ».

«Αμερικανικό ταμπλόιντ» του Τζέιμς Ελρόι

Προτείνει ο Μάρκος Καρασαρίνης

Οταν το 1995, στο απόγειο των δυνάμεών του, ο Τζέιμς Ελρόι έγραφε το Αμερικανικό ταμπλόιντ (εκδ. Αγρα, 2006), δημιουργούσε μια χορογραφία θανάτου «κακοποιών μπάτσων και εκβιαστών ολκής, ειδικών στις τηλεφωνικές υποκλοπές και τυχοδιωκτών», παρατρεχάμενων στα δώματα της εξουσίας πίσω από τον Τζον και τον Ρόμπερτ Κένεντι, τον διοικητή του FBI Τζ. Εντγκαρ Χούβερ και τον μεγαλοσυνδικαλιστή Τζίμι Χόφα, τους μαφιόζους αρχηγούς Σαμ Τζιανκάνα και Κάρλος Μαρσέλο. Οι χαρακτήρες του, αμφίθυμοι, αντιφατικοί, εγκατεστημένοι και στις δύο πλευρές του νόμου, εκπροσωπούσαν μια νοσταλγική προσαρμογή του hardboiled ενδίδοντας σε μοιραίες γυναίκες και βαδίζοντας συνειδητά προς την καταστροφή τους, ενώ την ίδια στιγμή ανανέωναν το είδος μιλώντας χωρίς αναστολές την αργκό του δρόμου, διαπράττοντας εγκλήματα  απερίγραπτης βίας και κάνοντας σημαία τους τον απόλυτο κυνισμό ως ιδανικό. Ο Ελρόι κατεδαφίζει τη μυθολογία του αμερικανικού ονείρου (και τη μυθολογία των 60s) προκειμένου να συγκροτήσει μια δική του, λοξή και παράλληλη εκδοχή της, η οποία λειτουργεί ως αντεστραμμένο είδωλο. Το χρήμα, οι απολαύσεις, η δύναμη διαφθείρουν – αλλά είναι καιρός να αποδοθεί φόρος τιμής στους διεφθαρμένους. Ας χαλαρώσουμε και ας απολαύσουμε την πρόποση του Τζέιμς Ελρόι στους αφανείς, χθόνιους, βρώμικους δευτεραγωνιστές της Ιστορίας.

«Η μανία με τον Καραβάτζο» του Όλιβερ Μπανκς

Προτείνει η Λαμπρινή Κουζέλη

Αν είχε ζήσει περισσότερο ο Αμερικανός Ολιβερ Μπανκς (1941-1991), θα ήταν σήμερα διάσημο όνομα στον χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας. Τεχνοκριτικός και ιστορικός τέχνης, εξέδωσε στη δεκαετία του 1980 δύο μυθιστορήματα με εγκλήματα που συμβαίνουν στο περιβάλλον που γνώριζε καλά: εκείνο της τέχνης. Αγαπημένα μου και τα δύο, ξεχωρίζω το Η μανία με τον Καραβάτζο (μτφ. Ανδρέας Αποστολίδης, εκδ. Αγρα, 1990) που μου εμφύσησε επίσης μια μανία με τον Καραβάτζο, ευτυχώς όχι σε σημείο εγκλήματος. Σε γκαλερί, οίκους πλειστηριασμών και ιδιωτικές συλλογές κλεμμένα ή ύποπτα έργα αλλάζουν χέρια. Οταν ένας μικρέμπορος έργων τέχνης βρίσκεται δολοφονημένος, ο Εϊμος Χάτσερ, πρώην καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης και νυν ντετέκτιβ που εξιχνιάζει εγκλήματα για λογαριασμό της Διεθνούς Ενωσης Εμπόρων Τέχνης, ταξιδεύει από τη Νέα Υόρκη στη Ρώμη αναζητώντας τον δολοφόνο. Δυο σαγηνευτικές πόλεις, ένας ερευνητής που βρίσκει λύσεις μέσα σε βιβλιοθήκες και μουσεία, μια ενδιαφέρουσα πλοκή στην οποία χωρούν και οι δραστήριες, τότε, Ερυθρές Ταξιαρχίες, κι ο κόσμος της τέχνης με τα μικρά βρώμικα μυστικά του. Ο Μπανκς υπηρετεί το είδος της αστυνομικής λογοτεχνίας με μια εκλεπτυσμένη γραφή που κάνει συναρπαστικές ακόμη και τις περιγραφές για τα κορνιζοκαρφιά των πινάκων. Στα συν της γοητείας του βιβλίου ο θυελλώδης Καραβάτζο στο φόντο. Συνιστώ ένα ταξίδι στη Ρώμη αποκλειστικά για χάρη του, με τον Μπανκς παραμάσχαλα.

«Επιχείρηση Σφαγή» του Ροδόλφο Ουόλς

Προτείνει ο Γρηγόρης Μπέκος

Τον Σεπτέμβριο του 1955, ο πρόεδρος της Αργεντινής Χουάν Περόν ανατρέπεται από στρατιωτικό πραξικόπημα. Τον Ιούνιο του 1956, πραγματοποιείται μια φιλοπερονική απόπειρα ανάκτησης της εξουσίας, αποτυχημένη (η χούντα καταπνίγει ακαριαία την «ανταρσία» και μετά, προς παραδειγματισμό και εκφοβισμό, εκτελεί δεκαοχτώ πολίτες στην περιοχή Λανούς του Μπουένος Αϊρες). Τον Δεκέμβριο του 1956, ο Ροδόλφο Ουόλς (ιρλανδικής καταγωγής, πεζογράφος και δημοσιογράφος) μαθαίνει εντελώς τυχαία ότι, αφενός, το περασμένο καλοκαίρι είχαν γίνει και άλλες μυστικές εκτελέσεις και ότι, αφετέρου, πέραν πάσης φαντασίας, «ένας εκτελεσμένος ζει». Η απίστευτη περίπτωση του συγκεκριμένου ανθρώπου πυροδότησε μια συστηματική έρευνα που μετουσιώθηκε έντεχνα σε ένα από τα σημαντικότερα νουάρ βιβλία του 20ού αιώνα, στο κλασικό πλέον αφήγημα Operación Masacre (1957) που ευτυχώς κυκλοφόρησε και στα ελληνικά («Επιχείρηση Σφαγή», 2018, μτφρ. Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ. Ακυβέρνητες Πολιτείες). Δεν υπάρχουν επινοήσεις εδώ, τα πάντα είναι αληθινά σε τούτο το πρωτοποριακό βιβλίο που άνετα διαβάζεται ως ένα ανατριχιαστικό μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα, το οποίο μάλιστα εμφανίζεται προτού ο Τρούμαν Καπότε δημοσιεύσει το δικό του Εν ψυχρώ. Το Επιχείρηση Σφαγή, σπουδαίο και θαρραλέο βιβλίο, καταγράφει μοναδικά τη βίαιη πολιτική ιστορία της Λατινικής Αμερικής.

«Τα Πέντε Μικρά Γουρουνάκια» της Άγκαθα Κρίστι

Προτείνει η Μαρίλια Παπαθανασίου

Τα Πέντε Μικρά Γουρουνάκια της Aγκαθα Κρίστι (εκδ. Ψυχογιός, 2018, μτφρ. Χρήστος Καψάλης) που κυκλοφόρησαν το 1942 εγγράφονται στη σειρά των βιβλίων της με πρωταγωνιστή τον Ηρακλή Πουαρό. Για όλους τους αναγνώστες της Κρίστι ο Πουαρό είναι ένας αξιαγάπητος ήρωας. Για μένα, πέραν της μοναδικής ικανότητάς του να εξιχνιάζει εγκλήματα, τη γοητεία του Βέλγου Πουαρό ενισχύει ο χαρακτήρας του: ο μονήρης και ταυτόχρονα κοινωνικός Ευρωπαίος, ο οποίος ενίοτε είναι πιο Βρετανός από τους Βρετανούς που συναναστρέφεται. Αξεπέραστος ως αποκρυπτογράφος εγκλημάτων, ο Πουαρό είναι και άριστος «ανατόμος ανθρωπίνων ψυχών». Θεωρώ το συγκεκριμένο βιβλίο ξεχωριστό επειδή ο Πουαρό καλείται να εξιχνιάσει έναν φόνο – του ζωγράφου Αμιας Κρέιλ –, ο οποίος συνέβη προ 16 ετών. Αναγκαστικά, η εξιχνίασή του θα βασιστεί αποκλειστικώς στη συλλογιστική μέθοδο και στις μαρτυρίες των εμπλεκομένων στην υπόθεση. Ο Πουαρό ανασυνθέτει το έγκλημα και ανακαλύπτει ότι τη μέρα της δολοφονίας υπήρχαν πέντε άτομα στο σπίτι των Κρέιλ. Είναι τα «πέντε μικρά γουρουνάκια», οι πέντε ύποπτοι, οι πέντε διαφορετικές εκδοχές ενός εγκλήματος. Η απουσία εμπειρικής έρευνας δεν πτοεί τον Πουαρό: «Μου αρκεί να καθίσω στην καρέκλα μου και να σκεφτώ» λέει. Και η σκέψη του είναι για ακόμη μία φορά πολύ κοφτερή.

«Η λέσχη των φόνων της Πέμπτης» του Ρίτσαρντ Οσμαν

Προτείνει η Ιωάννα Σουφλέρη

Για μια αναγνώστρια που βρέθηκε στα πρόθυρα κατάθλιψης όταν τελείωσε τα άπαντα της Aγκαθα Κρίστι, το ερώτημα του αγαπημένου αστυνομικού μυθιστορήματος είναι εξαιρετικά δύσκολο να απαντηθεί. Βεβαίως, μπορώ να επιλέξω χαρακτήρα και, χωρίς δεύτερη σκέψη, επιλέγω τη Μις Μαρπλ έναντι του αναμφίβολα ταλαντούχου στην επίλυση σκοτεινών υποθέσεων κ. Ηρακλή Πουαρό. Πιθανώς η αγάπη μου για ασυνήθιστους και κυρίως μη επαγγελματίες ντετέκτιβ (όπως η Μις Μαρπλ) να ήταν ο λόγος που ενθουσιάστηκα με το βιβλίο του Βρετανού Ρίτσαρντ Οσμαν Η λέσχη των φόνων της Πέμπτης, το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ψυχογιός το 2021. Το πρώτο αυτό βιβλίο ακολούθησαν άλλα τρία (ένα κάθε χρόνο μέχρι και το 2024), με τους ίδιους πάντα ιδιάζοντες ντετέκτιβ: τέσσερις οικοτρόφους ενός πολυτελούς οίκου ευγηρίας στην αγγλική εξοχή που αποφασίζουν να διασκεδάσουν την πλήξη τους λύνοντας ανεξιχνίαστα εγκλήματα. Οι ήρωές μας – Ελίζαμπεθ, Τζόις, Ιμπραήμ και Ρον – προέρχονται από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και έχουν εντελώς διαφορετικά βιώματα και χαρακτήρες. Ετσι, διαθέτουν και διαφορετικές δεξιότητες τις οποίες αξιοποιούν για την εξιχνίαση των εγκλημάτων, μπλέκοντας σε μια σειρά από περιπέτειες. Με αξιαγάπητους ήρωες, γρήγορη πλοκή και «κινηματογραφικούς» διαλόγους, τα βιβλία του Οσμαν είναι από εκείνα που όταν τελειώσει κανείς το πρώτο θέλει αμέσως να πιάσει το δεύτερο.

«Η μικρή αδερφή» του Ρέιμοντ Τσάντλερ

Προτείνει ο Φίλιππος Φιλίππου

Αρκετοί συγγραφείς μού αρέσουν για το θέμα των μυθιστορημάτων τους και για την περίτεχνη ανάπτυξη της πλοκής. Αν έχουν και ένα έγκλημα, τότε το ενδιαφέρον μου μεγαλώνει, λ.χ., Η δίκη του Κάφκα ή το Εγκλημα και τιμωρία του Ντοστογέφσκι. Από τους συγγραφείς αστυνομικών ξεχωρίζω τον Ρέιμοντ Τσάντλερ, ο οποίος, αν και μαθητής του Ντάσιελ Χάμετ, ξεπέρασε, κατά την άποψή μου, τον δάσκαλό του. Σπούδασε στην Αγγλία λατινικά και αρχαία ελληνικά, ως νέος έγραψε ποιήματα και έγινε διάσημος χάρη στον ήρωά του, τον μοναχικό ιδιωτικό ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου. Ολα τα μυθιστορήματά του είναι αξιανάγνωστα, αλλά θα ξεχωρίσω ένα, τη Μικρή αδελφή. Σε αυτό περιγράφει εξαιρετικά τη μοναχική ζωή του ήρωα-αφηγητή, δίνει στοιχεία για τη φιλοσοφία του, ανατέμνει τη συμπεριφορά των ηρωίδων του, δηλαδή των μοιραίων γυναικών, ωραίων και μη, μιλάει για τις ανθρώπινες σχέσεις και τη βία στην αμερικανική κοινωνία. Η περίληψη: Επισκέπτεται τον Μάρλοου μια νεαρή, κοντούλα με γυαλιά, η Ορφαμέι Κουέστ, που του ζητάει να βρει τον εξαφανισμένο αδελφό της. Μετά, αρχίζουν τα εγκλήματα, αποκαλύπτεται ο άγριος κόσμος του Χόλιγουντ και τα πάθη των ανθρώπων: χρήμα, έρωτας, σεξ, εκδίκηση. Υπάρχουν χιουμοριστικές ατάκες, επίσης αναφορές στον Σαίξπηρ και τον Μάκβεθ, αλλά δεν υπάρχουν αστυνομικοί διότι απλώς δεν χρειάζονται.

«Το μελαγχολικό κομμάτι της Δυτικής Ακτής» του Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ

Προτείνει ο Φοίβος Οικονομίδης

Ο αντιήρωας. Ο εγωιστής, ο γκρίζος, ο στροβιλιζόμενος σε κάποια αυτοκαταστροφική δίνη της ανεξέλεγκτης σκέψης του ή απλά στη μέθη και τη μαστούρα, ο αντι-γοητευτικός, ο απογοητευμένος, ο κουρασμένος, ή έστω αυτός που θα προτιμούσε να τον είχαν αφήσει στην ησυχία του, κι ας μην έχει τίποτα πια να περιμένει απ’ τον εαυτό του, τον γάμο του, την πολιτική, κι όμως θα προτιμούσε να μην τον είχαν τραβήξει σ’ αυτή την αιματηρή, βρώμικη υπόθεση. Σαν τον Ζωρζ Ζερφώ, πρωταγωνιστή στο Μελαγχολικό Κομμάτι της Δυτικής Ακτής του Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ, αντιήρωα του νεο-πολάρ, το γαλλικό νεο-νουάρ στο οποίο παρεισφρέουν η πολιτική και ο Μάης τού ’68. Ο Ζερφώ τρέχει με 145 χιλιόμετρα την ώρα στον περιφερειακό, ακούει μπλουζ, έχει πιει, πριν το καταλάβει θα μπει στο στόχαστρο δύο πληρωμένων δολοφόνων. Προσπαθώντας να τους αποφύγει, αποφεύγει το τέλμα, καθώς στο μυαλό του υπάρχει «σκοτάδι και σύγχυση· ασαφώς μπορούμε να διακρίνουμε κάποιες αριστερές ιδέες», και ό,τι κι αν κάνει είναι «άνθρωπος του καιρού του, όπως επίσης και του χώρου του». Θα βρεθεί να ζει σε μια καλύβα στο δάσος, έχοντας παρατήσει την «κανονική» του ζωή, προτού το σκοτάδι τον ξετρυπώσει και τα κάνει όλα σμπαράλια. Κι όμως, η αναμέτρηση στην οποία οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια ο μελαγχολικός Ζερφώ – και για την οποία μας προετοιμάζει με κινηματογραφική μη-γραμμική μαεστρία το έργο – τον φέρνει απέναντι σε έναν εχθρό που μοιάζει να προσωποποιεί τη μολυσμένη πληγή απ’ όπου ξεκινάει η παρακμή: έναν μίζερο, τρομοκρατημένο, καθεστωτικό βασανιστή.