Η πρόσφατη συνάντηση του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου με τον Πάπα Λέοντα XIV, αρχικά στη Νίκαια (ιστορική έδρα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου) και ακολούθως στην Κωνσταντινούπολη, έτυχε διεθνώς υψηλής προβολής και δημοσιότητας και ειδικώς η υπογραφή από τους δύο εκκλησιαστικούς ηγέτες της κοινής διακήρυξης, υπήρξε στιγμή υψηλού συμβολισμού.
Η επέτειος των 1.700 ετών από τη σύγκληση της πρώτης Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας το 325 μ.Χ., υπήρξε μια εξαιρετική ευκαιρία για την πραγματοποίηση του πρώτου αποστολικού ταξιδιού του Πάπα Λέοντα στην Τουρκία και για όσα ακολούθησαν στις επαφές του με τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Η συνάντηση αυτή συνεχίζει μια παράδοση επικοινωνίας και διαλόγου που εγκαινιάσθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα και το Πάπα Παύλο VI ήδη από την ιστορική συνάντησή τους στις 5.1.1964 στην Ιερουσαλήμ. Έκτοτε, η πορεία προσέγγισης των δύο Εκκλησιών υπήρξε συνεχής και εξελίχθηκε σταδιακά και σε πορεία θεολογικού διαλόγου. Σε αυτή την πορεία των εξήντα και πλέον ετών, δεσμευτήκαν ιστορικά όλοι οι διάδοχοι των πρωτεργατών αυτών ειρηνοποιών πρωθιεραρχών (από πλευράς Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας οι Πάπες Ιωάννης Παύλος II, Βενέδικτος XVI, Φραγκίσκος Ι και Λέων XIV και από πλευράς Ορθοδόξου Εκκλησίας οι Οικουμενικοί Πατριάρχες Δημήτριος Α΄ και Βαρθολομαίος Α΄).
Τα 60 αυτά χρόνια αδελφικής επικοινωνίας και θεολογικού διαλόγου, έχουν καταστήσει σαφές ότι αυτά που ενώνουν τις δύο εκκλησίες είναι περισσότερα από αυτά που τις χωρίζουν. Σε αυτή την προοπτική και με γνώμονα την άμβλυνση εμποδίων που εξακολουθούν να υφίστανται, συζητούνται και τέθηκαν και στην τελευταία συνάντηση σημαντικά ζητήματα όπως, η σημασία κοινής ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα από όλο τον χριστιανικό κόσμο, αλλά και άλλα σημαντικά θεολογικά ζητήματα με πιο χαρακτηριστικά το πρωτείο και το filioque. Παράλληλα, στην κοινή διακήρυξη τέθηκαν και άξονες που αφορούν την παγκόσμια κοινότητα, όπως το κλίμα (η σχέση του ανθρώπου με τη φύση), αλλά και ζητήματα αιχμής όπως η επέλαση της τεχνητής νοημοσύνης, αλλά και το ζήτημα της ειρήνης και του εκτοπισμού γηγενών χριστιανικών πληθυσμών από τις εστίες τους.
Η σύνδεση όλων των ανωτέρω με την επέτειο της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, που αποτελεί θεμέλιο και πυξίδα της χριστιανικής ενότητας υπήρξε εμπνευσμένη και η ιστορική στιγμή της υπογραφής της κοινής διακήρυξης υπήρξε όχι απλώς ένα μήνυμα ενότητας, αλλά μια αναφορά που απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους καλής θέλησης ανεξαρτήτως πίστης ή θρησκευτικής στάσης.
Πέραν όμως του συμβολισμού και της θεολογικής σημασίας της ιστορικής αυτής συνάντησης, υπάρχουν πεδία παρέμβασης που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ευκαιρίες διαχριστιανικής συνεργασίας και μαρτυρίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας κ. Θεόδωρος, ο οποίος παρέστη τόσο στις εκδηλώσεις στη Νίκαια, όσο και στη συνάντηση στο Φανάρι, με αφορμή τη θρονική εορτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έθεσε το ζήτημα εξαιρετικά εύγλωττα και σαφώς. Ανέφερε μεταξύ άλλων: «…όχι λόγια αλλά πράξεις πρέπει να αναλάβουμε όλοι οι ηγέτες σε ένα μεγάλο αγώνα στη φτώχεια του κόσμου, στην ανέχεια και στην ειρήνη…». Τα εμπνευσμένα λόγια του Πατριάρχη Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής, θέτουν τις δύο Εκκλησίες προ των ευθυνών τους για κοινή αντιμετώπιση των παγκόσμιων προβλημάτων της φτώχειας, των κοινωνικών ανισοτήτων, της θεραπείας του ανθρώπινου πόνου ανεξάρτητα από φυλή, γλώσσα, ή θρησκεία.
Κατά τη διάρκεια της ιστορικής πορείας της, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, διεκδίκησε σθεναρά την ελευθερία να διατυπώνει και μάλιστα εντός της δημόσιας σφαίρας, «τον λόγο που της αναλογεί», όχι μόνο όσον αφορά στα δογματικά θέματα, αλλά και στα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά ζητήματα. Κατά τα τελευταία εκατό και πλέον χρόνια, η διεκδίκηση αυτή έλαβε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση μέσω της ανάπτυξης της λεγόμενης «Κοινωνικής Διδασκαλίας».
Η κοινωνική διδασκαλία, αν και διαμορφώθηκε σταδιακά ήδη από τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού, άρχισε να εμφανίζεται ως ιδιαίτερη ενότητα μέσα στη γενική ηθική διδασκαλία της Εκκλησίας, το 1891, με τη δημοσίευση της εγκυκλίου Rerum novarum (περί των νέων πραγμάτων) του Πάπα Λέοντα XIII (προς τιμήν του οποίου ο σημερινός Πάπας έλαβε το όνομα Λέων XIV). Οι επιπτώσεις της εμφάνισης αυτής της διδασκαλίας δεν υπήρξαν μόνο θεωρητικές. Ιδρύθηκαν ινστιτούτα και πανεπιστημιακά τμήματα με αυτό το αντικείμενο, η κοινωνική διδασκαλία εντάχθηκε στο ακαδημαϊκό πρόγραμμα δεκάδων πανεπιστημιακών σχολών, πολλές τοπικές σύνοδοι ανέπτυξαν τη διδασκαλία αυτή υπό το φως των τοπικών προβλημάτων που αντιμετώπιζαν, ιδρύθηκαν οργανώσεις εμπνευσμένες από το μήνυμά της, επηρεάστηκε συνολικά η κοινωνική δραστηριότητα της Εκκλησίας, ιδρύθηκαν θεσμοί σε πολιτικό εθνικό αλλά και διεθνές επίπεδο, διαμορφώθηκε η κατεύθυνση της νομοθεσίας πολλών κρατών κ.α.
Με την έκδοση της Rerum novarum, ο χριστιανικός κόσμος (ιδιαιτέρως ο καθολικός), άρχισε να ασχολείται ενεργά με την κατάκτηση μιας μόνιμης κοινωνικής νομοθεσίας, την οργάνωση των καθολικών εργατικών ενώσεων και συνδικάτων, με την ίδρυση ινστιτούτων και εξειδικευμένων τμημάτων στις θεολογικές σχολές, αλλά και σε σχολές και πανεπιστημιακά ινστιτούτα νομικών, κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών επιστημών, καθώς και με τη γενικότερη μελέτη και παρέμβαση των κοινωνικών προβλημάτων.
Η εξέλιξη της κοινωνικής διδασκαλίας υπήρξε συνεχής μέχρι σήμερα και έδωσε στην Εκκλησία στη Δύση τη δυνατότητα να αναπτύξει την δράση της στο κοινωνικό πεδίο θεμελιωμένη σε ένα συμπαγές θεωρητικό υπόβαθρο κανόνων και αξιών. Φυσικά η ιστορική εξοικείωση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην κανονιστικού χαρακτήρα διατύπωση, διευκόλυνε την έκδοση ενός θεμελιώδους κειμένου (που κυκλοφορεί και στα ελληνικά) του Compendium (Σύνοψη) της Κοινωνικής Διδασκαλίας, στο οποίο περιλαμβάνονται αναλυτικά όλες οι πτυχές για κάθε επιμέρους ζήτημα. Το κείμενο αυτό αποτελεί πολύτιμο βοήθημα συνεκτικής ανάπτυξης κοινωνικών πρωτοβουλιών με μια θεσμική υπόσταση που συχνά ενισχύει τη διάρκεια στο χρόνο και την πληρέστερη και αποδοτικότερη αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, που είναι οργανωμένη σε διαφορετικές βάσεις (αλλά και εκκλησιολογικές προϋποθέσεις), η κατανόηση των αρχών της παρέμβασής της στο κοινωνικό πεδίο, βασίστηκε πρωτίστως στα θαυμάσια κείμενα των Πατέρων, που αν και αποτελούν θησαυρό θεολογικής τεκμηρίωσης των αντίστοιχων πρωτοβουλιών, δε διαθέτουν την κανονιστική στιβαρότητα που θα βοηθούσε οργανωτικά.
Ίσως λοιπόν, είναι καιρός, οι δύο Εκκλησίες, να επιχειρήσουν να κωδικοποιήσουν από κοινού τις αρχές που διέπουν τη δράση τους στο κοινωνικό πεδίο, αλλά κυρίως την ίδια την κοινωνική δράση τους, ως κοινή μαρτυρία προς τον σύγχρονο κόσμο και τις ανάγκες του. Πέρα από τις σοβαρές ιστορικά διαμορφωμένες θεολογικές διαφορές, τις οποίες προσπαθεί να ξεπεράσει ο θεολογικός διάλογος και οι συναντήσεις των εκκλησιαστικών ηγετών, η κοινή παρέμβαση στον κοινωνικό τομέα, προβάλει ως προνομιακό πεδίο διαχριστιανικής συνεργασίας και κοινής μαρτυρίας προς τις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου.
*Ο δρ Γεώργιος Δίελλας διδάσκει στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης. Διετέλεσε τακτικό μέλος της Συνοδικής Επιτροπής Κοινωνικής Προνοίας & Ευποιΐας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.





