Η αργή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μετά τη μεγάλη καθίζηση της δεκαετίας του 2010 έχει αναζωπυρώσει τη συζήτηση για το πώς θα επιτευχθεί ταχύτερη ανάπτυξη χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η δύσκολα κερδισμένη δημοσιονομική, νομισματική και εξωτερική ισορροπία.
Πρόσφατες παρεμβάσεις του πρωθυπουργού, αρχηγών κομμάτων αλλά και πρώην πρωθυπουργών δίνουν διαφορετικές απαντήσεις αναφορικά με το δέον γενέσθαι και διαφορετικές ερμηνείες της οικονομικής ιστορίας της χώρας. Τι ισχύει όμως στην πραγματικότητα;
Η οικονομική ιστορία της χώρας δείχνει έναν συνδυασμό εντυπωσιακών περιόδων ανάπτυξης και μεγάλων κρίσεων, συχνά συνδεδεμένων με εξωτερικό δανεισμό.
Όπως έχω τεκμηριώσει στο βιβλίο μου Ιστορικοί Κύκλοι της Ελληνικής Οικονομίας (Εκδόσεις Gutenberg, 2021), από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους στις αρχές του 19ου αιώνα, η αναπτυξιακή πορεία της Ελλάδας διαμορφώθηκε από εσωτερικές κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές, εξωτερικούς κραδασμούς, την εξέλιξη των πολιτικών θεσμών και των κανόνων οικονομικής πολιτικής και την προσπάθεια ένταξης της χώρας στην παγκόσμια οικονομία. Με τη εξαίρεση της πρώτης εικοσαετίας μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου το 1949, οι προσπάθειες ταχείας οικονομικής ανάπτυξης υπήρξαν ιστορικά σχετικά ατελέσφορες, καθώς βασίστηκαν στον εξωτερικό δανεισμό, και συχνά κατέληγαν σε επώδυνες κρίσεις εξωτερικού χρέους ή πτωχεύσεις.
Μετά την ανεξαρτησία, η οικονομία έμεινε αγροτική, με βασικούς πυλώνες τη γεωργία, τη ναυτιλία και τα εμβάσματα από τους Έλληνες της διασποράς. Η εκβιομηχάνιση υπήρξε περιορισμένη, ενώ οι πτωχεύσεις (1843, 1893, 1932) ανέδειξαν την δημοσιονομική και παραγωγική αδυναμία. Η περίοδος Τρικούπη έφερε υποδομές και θεσμικό εκσυγχρονισμό, αλλά στηρίχθηκε σε εξωτερικό δανεισμό. Στον Μεσοπόλεμο, η αποκατάσταση των προσφύγων και οι επενδύσεις της τελευταίας κυβέρνησης Βενιζέλου ενίσχυσαν την οικονομία, όμως η διεθνής ύφεση και η εξάρτηση από ξένα κεφάλαια οδήγησαν σε νέα κρίση.
Η δεκαετία του 1940 υπήρξε καταστροφική λόγω πολέμου, κατοχής και εμφυλίου. Αντίθετα, μεταξύ 1953–1973, η Ελλάδα γνώρισε πρωτοφανείς ρυθμούς ανάπτυξης, 7% ετησίως, με εκβιομηχάνιση, επενδύσεις και άνοδο του τουρισμού και της ναυτιλίας. Η περίοδος αυτή, που δεν στηρίχθηκε στον εξωτερικό δανεισμό αλλά στις εγχώριες αποταμιεύσεις, οδήγησε σε σημαντική σύγκλιση με τη Δυτική Ευρώπη.
Καθοριστικό ρόλο για τη οικονομική πολιτική που οδήγησε στο οικονομικό θαύμα είχαν το σχέδιο Μάρσαλ (1948-1952), οι κυβερνήσεις της περιόδου 1950-1954, αλλά και η οκταετής διακυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή (1955-1963), η οποία χαρακτηρίστηκε από έμφαση στις αναπτυξιακές επενδύσεις και τη δημοσιονομική και νομισματική σταθερότητα, δίνοντας τον τόνο και στις επόμενες κυβερνήσεις. Παρά την πολιτική αστάθεια μετά το 1963, η οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται. Ωστόσο, η επιβολή της επταετούς δικτατορίας, και οι ακρότητες που σταδιακά υιοθέτησε στην οικονομική πολιτική σε ένα μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, οδήγησαν τελικά και σε οικονομικά αδιέξοδα.
Όπως τεκμηρίωσα στο πιο πρόσφατο βιβλίο μου, Πριν και Μετά τη Μεταπολίτευση: Θεσμοί, Πολιτική και Οικονομία στην Ελλάδα (Εκδόσεις Gutenberg, 2024), μετά το 1974, η έμφαση μετατοπίστηκε από την ανάπτυξη στην αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου.
Η ένταξη στην ΕΟΚ/ΕΕ και οι κοινοτικοί πόροι βοήθησαν, αλλά η οικονομική ανάπτυξη υπήρξε ασθενής, με υψηλά ελλείμματα και χρέος. Οι μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1990, παρά τις αδυναμίες τους, επέτρεψαν την είσοδο στην ΟΝΕ. Το ευρώ αρχικά έφερε σταθερότητα και ανάπτυξη, αλλά κάλυψε και βαθιές διαρθρωτικές αδυναμίες: χαμηλή παραγωγικότητα και διεθνή ανταγωνιστικότητα και υψηλά δημοσιονομικά και εξωτερικά ελλείμματα.
Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και η εντεινόμενη πολιτική αστάθεια οδήγησαν σε κρίση χρέους το 2010 και στη βαθύτερη ύφεση σε καιρό ειρήνης: το ΑΕΠ συρρικνώθηκε πάνω από 25%, η ανεργία ξεπέρασε το 27%. Τα μνημόνια επέβαλαν λιτότητα αλλά και κάποιες επωφελείς μεταρρυθμίσεις. Μετά το 2016 υπήρξε ανάκαμψη, που διακόπηκε από την πανδημία, ενώ η ευρωπαϊκή στήριξη μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης προσέφερε νέες ευκαιρίες. Παρόλα αυτά η ανάπτυξη παραμένει αναιμική, αν και ελαφρά υψηλότερη από το μέσο όρο της Ε.Ε.
Σήμερα, η ελληνική οικονομία και η οικονομική πολιτική αντιμετωπίζει επτά αλληλένδετες προκλήσεις που θα διαμορφώσουν την μελλοντική αναπτυξιακή πορεία της χώρας.
- Δημογραφικό: Η γήρανση του πληθυσμού και χαμηλή γεννητικότητα μειώνουν το εργατικό δυναμικό και συμπιέζουν τόσο τις αναπτυξιακές προοπτικές όσο και το ασφαλιστικό. Χρειάζονται πολιτικές ενίσχυσης του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό των νέων και των γυναικών, μια στοχευμένη μεταναστευτική πολιτική και πολιτικές ενίσχυσης της γεννητικότητας.
- Επενδύσεις – Παραγωγικότητα – Καινοτομία: Το τρίπτυχο αυτό συμπυκνώνει τις κύριες αναπτυξιακές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας. Πρέπει να αυξηθεί το χαμηλό ποσοστό επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, με παράλληλη ενίσχυση των αποταμιεύσεων, ώστε να μη επιδεινωθεί το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, καθώς και το πρόβλημα της περιορισμένης υιοθέτησης νέων τεχνολογιών από τις επιχειρήσεις και οι χαμηλές δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη.
- Πράσινη μετάβαση: Απαιτείται μεγάλη αναδιάρθρωση και νέες επενδύσεις. Η στροφή από τα ορυκτά καύσιμα στις ΑΠΕ είναι αναπόδραστη και κρίσιμη για τη μελλοντική ανάπτυξη, αλλά απαιτεί σημαντικές επενδύσεις επί πολλά χρόνια και σημαντική παραγωγική αναδιάρθρωση
- Ψηφιακός μετασχηματισμός: Παρά τις πρόσφατες βελτιώσεις, ο ψηφιακός μετασχηματισμός δεν συντελείται με ικανοποιητικούς ρυθμούς. Απαιτείται εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης και επιχειρήσεων ως προϋπόθεση για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και των αναπτυξιακών προοπτικών.
- Δημοσιονομική βιωσιμότητα: Παρά την πρόσφατη βελτίωση, το υψηλό δημόσιο χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ παραμένει μακροπρόθεσμο βάρος και πηγή κινδύνων.
- Εξωτερικό Ανισοζύγιο: Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, και κυρίως το εμπορικό ισοζύγιο, παραμένουν έντονα ελλειμματικά. Αυτό αποτελεί απόδειξη ότι απαιτείται μεγαλύτερη βελτίωση στη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και παραγωγική αναδιάρθρωση υπέρ των τομέων παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων και εξαγώγιμων αγαθών και υπηρεσιών.
- Γεωπολιτικοί κίνδυνοι: Οι εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο και οι νέες διεθνείς αβεβαιότητες απαιτούν εγρήγορση στην εξωτερική πολιτική και εντονότερη αξιοποίηση της συμμετοχής της Ελλάδας στην Ε.Ε.
Η πορεία της ελληνικής οικονομίας είναι ιστορία αντιθέσεων: θεαματική πρόοδος αλλά και στασιμότητα ή βαθιές κρίσεις. Το μεταπολεμικό θαύμα δείχνει τις δυνατότητες της χώρας όταν υπάρχει σταθερότητα και επενδύσεις στηριγμένες σε εγχώριους πόρους. Το μέλλον εξαρτάται από την ικανότητα υπέρβασης των μακροοικονομικών ανισορροπιών και των διαρθρωτικών αδυναμιών, την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων, την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση και την ενίσχυση του ανθρώπινου κεφαλαίου.
Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις ούτε πολιτικοί θαυματοποιοί. Η μόνη λύση είναι η υιοθέτηση ενός μακροπρόθεσμου προγράμματος κοινωνικά δίκαιων αναπτυξιακών μεταρρυθμίσεων, που θα περιβληθεί με πολιτική συναίνεση από όλα τα κόμματα εξουσίας, και θα εφαρμοστεί με συνέπεια, τουλάχιστον αναφορικά με τους κύριους άξονες του, ανεξαρτήτως κυβερνητικών μεταβολών.
Ο κύριος Γιώργος Αλoγοσκούφης είναι ομότιμος καθηγητής Οικονομικής Επιστήμης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρώην Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών.






