Η εξωτερική πολιτική μιας χώρας δεν είναι μια αφηρημένη άσκηση επί χάρτου. Είναι ο καθρέφτης της συλλογικής της αυτοπεποίθησης, η προβολή των αξιών της και το κατεξοχήν εργαλείο για τη διασφάλιση της ειρήνης και της ευημερίας των πολιτών της. Για μια χώρα όπως η Ελλάδα, με σημαντική γεωστρατηγική θέση αλλά και αυξημένες προκλήσεις ασφαλείας, διαγράφονται ιστορικά δύο σχολές σκέψης, δύο διαφορετικές φιλοσοφίες. Η πρώτη, που κυριάρχησε για μεγάλα διαστήματα, είναι αυτή του «δεδομένου συμμάχου»: μια πολιτική παθητική, που αντιδρά στις εξελίξεις αντί να τις διαμορφώνει, και η οποία εναποθέτει την ασφάλεια της στην προστασία ισχυρότερων δυνάμεων, λειτουργώντας συχνά ως προβλέψιμος και υπάκουος εταίρος.

Η δεύτερη σχολή είναι αυτή της ενεργητικής, πολυδιάστατης διπλωματίας. Είναι η πολιτική μιας χώρας που, τιμώντας τις συμμαχίες της, διατηρεί τη στρατηγική της αυτονομία, μιλά με τη δική της φωνή, οικοδομεί πολλαπλές σχέσεις στη βάση αρχών και αμοιβαίων συμφερόντων, και παρεμβαίνει για να διαμορφώσει ένα περιβάλλον ειρήνης και σταθερότητας γύρω της. Τα τελευταία χρόνια, η ελληνική εξωτερική πολιτική μοιάζει να έχει εγκλωβιστεί επικίνδυνα στην πρώτη σχολή. Αυτό δημιουργεί ένα παράδοξο: παρότι η χώρα δαπανά μεγάλα ποσά σε εξοπλισμούς, η αίσθηση της εθνικής ανασφάλειας παραμένει, ακριβώς επειδή η απουσία διπλωματικής πρωτοβουλίας τροφοδοτεί έναν φαύλο κύκλο εντάσεων και στρατιωτικοποίησης. Μια τέτοια πολιτική, τελικά, στρέφεται κατά της κοινωνίας, καθώς κάθε ευρώ που δαπανάται από ανάγκη σε έναν εξοπλισμό, είναι ένα ευρώ που λείπει από το κοινωνικό κράτος που εξετάσαμε στα προηγούμενα κείμενα πολιτικής που δημοσιεύονται στο Βήμα.

Πουθενά αλλού δεν είναι πιο ορατή η απουσία στρατηγικού οράματος από ό,τι στον χειρισμό του Κυπριακού. Το Κυπριακό δεν είναι μια απλή διμερής διαφορά. Είναι το κατεξοχήν εθνικό μας θέμα, ένα ζήτημα διεθνούς δικαίου, παράνομης εισβολής και συνεχιζόμενης κατοχής ενός τμήματος ενός ανεξάρτητου, κυρίαρχου κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, στην πράξη, τα τελευταία χρόνια έχει υποβαθμιστεί σε μια χαμηλής έντασης διπλωματική διελκυστίνδα, με την ελληνική πλευρά να περιορίζεται σε τυπικές διακηρύξεις, χωρίς να αναλαμβάνει καμία ουσιαστική πρωτοβουλία για την επανεκκίνηση μιας διαδικασίας λύσης.

Η παρατεταμένη στασιμότητα λειτουργεί εις βάρος μας. Κάθε μέρα που περνά, τα τετελεσμένα της κατοχής παγιώνονται στο έδαφος, η λύση απομακρύνεται και η προοπτική της οριστικής διχοτόμησης γίνεται όλο και πιο ορατή. Όπως επισημαίνουν έμπειροι διπλωμάτες και αναλυτές, η απουσία πρωτοβουλιών από την πλευρά μας αφήνει το πεδίο ελεύθερο στην Τουρκία να προωθεί τις δικές της απαράδεκτες θέσεις για λύση δύο κρατών. Η Αθήνα οφείλει να επαναφέρει το Κυπριακό στην κορυφή της διπλωματικής της ατζέντας, πιέζοντας για την επανέναρξη των συνομιλιών από το σημείο που σταμάτησαν στο Κραν Μοντανά, πάντα στο πλαίσιο των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η μόνη αποδεκτή λύση παραμένει αυτή της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, με μία κυριαρχία, μία ιθαγένεια και μία διεθνή προσωπικότητα, χωρίς κατοχικά στρατεύματα και αναχρονιστικές εγγυήσεις.

Η πρόσφατη περίοδος ύφεσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι αναμφίβολα καλοδεχούμενη. Η ηρεμία στο Αιγαίο και η επικοινωνία σε υψηλό επίπεδο είναι απαραίτητες. Ωστόσο, η ηρεμία δεν πρέπει να συγχέεται με τη λύση. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν αυτή η διαδικασία αποτελεί ένα πρώτο βήμα προς μια ειλικρινή προσπάθεια επίλυσης της μίας και μόνης νομικής μας διαφοράς, ή αν είναι απλώς μια τακτική «διαχείρισης κρίσεων» που σπρώχνει τα προβλήματα κάτω από το χαλί.

Μια προοδευτική και πατριωτική πολιτική οφείλει να είναι σαφής: η Ελλάδα δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από την προσφυγή στο Διεθνές Δίκαιο. Η μόνη μας διαφορά με την Τουρκία είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ). Ο μόνος αποδεκτός δρόμος για την επίλυση της είναι η σύνταξη ενός συνυποσχετικού και η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Κάθε διάλογος που περιλαμβάνει απαράδεκτες τουρκικές διεκδικήσεις, όπως η αποστρατικοποίηση των νησιών ή οι λεγόμενες «γκρίζες ζώνες», αποτελεί μια επικίνδυνη παγίδα που νομιμοποιεί τον τουρκικό αναθεωρητισμό. Η Ελλάδα πρέπει να επιδιώκει τον διάλογο, αλλά με αυτοπεποίθηση, με πυξίδα το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και με σαφείς κόκκινες γραμμές.

Η Ελλάδα, λόγω της γεωγραφίας και της ιστορίας της, είναι εκ φύσεως μια χώρα με βαλκανική και μεσογειακή ταυτότητα. Θα έπρεπε να είναι ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης πρωτοβουλιών σε αυτές τις περιοχές. Η Συμφωνία των Πρεσπών, όσο κι αν δίχασε στο εσωτερικό, αποτέλεσε μια πράξη γενναίας, προορατικής διπλωματίας που έλυσε ένα χρόνιο πρόβλημα και ανέδειξε τον ηγετικό ρόλο της χώρας. Δυστυχώς, τα χρόνια που ακολούθησαν, η Ελλάδα μοιάζει να έχει παραιτηθεί από αυτόν τον ρόλο.

Στα Δυτικά Βαλκάνια, η ευρωπαϊκή προοπτική παραμένει στάσιμη και η χώρα μας, αντί να πρωτοστατεί στην προώθηση της, περιορίζεται σε έναν περιθωριακό ρόλο. Στην Ανατολική Μεσόγειο, τα τριμερή σχήματα συνεργασίας (με Κύπρο, Ισραήλ και Αίγυπτο) είναι μεν σημαντικά, αλλά συχνά παραμένουν σε επίπεδο διακηρύξεων, χωρίς να παράγουν απτά στρατηγικά αποτελέσματα. Η Ελλάδα θα μπορούσε και θα έπρεπε να είναι ο πρωταγωνιστής που θα έφερνε όλες τις χώρες της περιοχής στο ίδιο τραπέζι για να συζητήσουν τις κοινές προκλήσεις, όπως η κλιματική κρίση, η διαχείριση των υδάτινων πόρων και η ενεργειακή συνεργασία.

Η ανάκτηση της διπλωματικής πρωτοβουλίας απαιτεί μια νέα, συνεκτική στρατηγική.

  1. Υιοθέτηση μιας ενεργητικής, πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής: Η Ελλάδα πρέπει να εγκαταλείψει το δόγμα του παθητικού συμμάχου και να επαναφέρει την αρχή της πολυδιάστατης διπλωματίας, που της προσφέρει ευελιξία και πολλαπλά σημεία στήριξης. Αυτό σημαίνει την ενίσχυση του Υπουργείου Εξωτερικών και του διπλωματικού σώματος έναντι εξωθεσμικών παραγόντων, την οικοδόμηση ισχυρών συμμαχιών εντός της ΕΕ (ιδίως με τις χώρες του Νότου), και την ενεργό αναζήτηση διαύλων επικοινωνίας με όλες τις περιφερειακές δυνάμεις.
  2. Ανάληψη νέας πρωτοβουλίας για το Κυπριακό: Η Αθήνα πρέπει να αναλάβει μια μεγάλη διπλωματική εκστρατεία για το Κυπριακό, με στόχο τον ορισμό ειδικού απεσταλμένου της ΕΕ και την επανεκκίνηση των συνομιλιών στη βάση του πλαισίου Γκουτέρες. Το Κυπριακό πρέπει να ξαναγίνει κορυφαία προτεραιότητα σε κάθε διμερή και πολυμερή επαφή της χώρας.
  3. Η Ελλάδα ως γέφυρα ειρήνης και συνεργασίας: Η χώρα μας μπορεί να μετατραπεί σε έναν κόμβο διαλόγου και συνεργασίας. Προτείνεται η ανάληψη πρωτοβουλίας για τη δημιουργία ενός «Μεσογειακού Φόρουμ για την Κλιματική Αλλαγή και την Ενέργεια», με τη συμμετοχή όλων των παράκτιων κρατών. Μια τέτοια πρωτοβουλία όχι μόνο θα αντιμετώπιζε ένα υπαρκτό πρόβλημα, αλλά θα λειτουργούσε και ως μέσο για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης και την αποκλιμάκωση των εντάσεων στην περιοχή. Παράλληλα, η ενεργός εμπλοκή στην προώθηση της ευρωπαϊκής πορείας των Δυτικών Βαλκανίων είναι μονόδρομος για τη σταθερότητα στα βόρεια σύνορα μας.

Η επιλογή για μια εξωτερική πολιτική με όραμα και αυτοπεποίθηση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιλογή για μια κοινωνία με συνοχή, δικαιοσύνη και αλληλεγγύη. Τελικά, η οικοδόμηση αυτής της νέας, δίκαιης και περήφανης Ελλάδας είναι η μόνη πραγματικά πατριωτική επιλογή για τον 21ο αιώνα.

Μηνάς Λυριστής είναι υπ. Διδάκτορας στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου