Σαν σήμερα, την 1η Ιουνίου 1940, γεννήθηκε η Κατερίνα Γώγου, μια εμβληματική φιγούρα της μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Έγινε σύμβολο μιας ολόκληρης γενιάς, με μια καλλιτεχνική διαδρομή που ξεκίνησε από τη «χαριτωμένη» κοπέλα του ελληνικού σινεμά και κατέληξε στην ποίηση όπου βρήκε καταφύγιο. Τα ποιήματά της – πολιτικά, κοινωνικά, βιωματικά – έγιναν η κραυγή μιας εποχής.
Ήταν η ηθοποιός που αρνήθηκε τη λάμψη και έγραψε για την τρέλα, την ήττα και την επανάσταση.
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1991, το περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» δημοσίευσε ένα αφιέρωμα με τίτλο «Με λένε Οδύσσεια» — φράση που αργότερα θα γινόταν και ο τίτλος της τελευταίας ποιητικής συλλογής της, η οποία κυκλοφόρησε το 2002, εννέα χρόνια μετά τον θάνατό της.

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 11.9.1991, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»
Το φονικό και η προσαγωγή
Η συνέντευξη αυτή δεν προέκυψε με αφορμή κάποιο βιβλίο ή καλλιτεχνική δράση. Αφορά ένα σκοτεινό περιστατικό που βρέθηκε στα πρωτοσέλιδα εκείνης της εποχής, φέρνοντας την Γώγου στο προσκήνιο – μια υπόθεση «φονικού» στη Θεσσαλονίκη, στην οποία φερόταν πως είχε εμπλοκή.
Η Κατερίνα Γώγου δεν κατηγορήθηκε ποτέ επισήμως για την υπόθεση που την έφερε στα πρωτοσέλιδα.
Ωστόσο, ήταν εύκολος στόχος για τις αρχές να τη συνδέσουν με τέτοιες ενέργειες, ακόμα κι αν δεν είχε εμπλοκή, λόγω της έντονης πολιτικής της δράσης που συνοδευόταν από αντιεξουσιαστικό και αντιμιλιταριστικό λόγο:
«Και να πριν από μερικές ημέρες πρωτοσέλιδο η Κατερίνα: το όνομά της εμπλέκεται σε μια υπόθεση φονικού. Άγρια νύχτα στη Θεσσαλονίκη. Μαχαιρώματα. Οσμή ενός κόσμου σκοτεινού. Πίσω από τις γραμμές των εφημερίδων περνάνε λέξεις “μαύρες”.
»Το πρόσωπο που φωτογραφήθηκε φευγαλέα, κατά την προσαγωγή στο αστυνομικό τμήμα, δεν μοιάζει πια με το πρόσωπο του παλαιού ελληνικού σινεμά. Είναι, στ’ αλήθεια, το πρόσωπο της ποιήτριας; Ή ένα πρόσωπο που έχει στρίψει τρία κλικ στην απελπισία;
Ποια είναι στ’ αλήθεια η Κατερίνα Γώγου σήμερα; Εδώ, στα πενήντα και ένα…
»H Κατερίνα Γώγου, ηθοποιός γνωστή από παιδόπουλο πέντε χρόνων στο σανίδι και στα μπουλούκια.
»Η Κατερίνα, στον εμπορικό κινηματογράφο ύστερα, αργότερα στο θίασο του Κουν, στη δισκογραφία Στο δρόμο του Κυριάκου Σφέτσα κατόπιν.
»Το… Βαρύ Πεπόνι του Τάσσιου σε συνέχεια και να το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (σήμερα είναι πεταμένο σε μια γωνιά στο δωμάτιο).
»Η Κατερίνα με το κόκκινο και μαύρο τσεμπέρι, καταδιωκόμενη στην πόλη, φυγάς ψάχνει να βρει στενά να δραπετεύσει απ’ όλους.

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 11.9.1991, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»
»Ποιήτρια από το 1978. Δεκαεφτά εκδόσεις το Τρία Κλικ Αριστερά, δεκαπέντε εκδόσεις το Ιδιώνυμο, δέκα εκδόσεις το Ξύλινο παλτό, τέσσερις εκδόσεις Οι απόντες, τρεις εκδόσεις Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών».
»Αυτό το νταραβέρι που το λέμε συνέντευξη θα το αφιερώσω στους διάττοντες. Σ’ αυτούς αφιερώνω και τούτο το ποίημα που σας διαβάζω…», δηλώνει η Κατερίνα Γώγου στον «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ» (σ.σ. Το ποίημα βρίσκεται στο τέλος του κειμένου).
Πρόκειται για μια ποιητική καταγγελία, όπου περιγράφει με γλαφυρό τρόπο το τοπίο της μεταπολιτευτικής Αθήνας. Μιλάει για τη νεολαία, την τέχνη, τη μοναξιά, τα ναρκωτικά, τη βία της καθημερινότητας, «αφήνοντας ένα παραθυράκι» αισιοδοξίας, θέλοντας ενδεχομένως να επικοινωνήσει ότι υπάρχει ακόμη ελπίδα, αλλά όχι για όλους.
Εξομολόγηση και απολογισμός
»Αυτή η κουβέντα στο περιοδικό Ταχυδρόμος είναι μια προσπάθεια ακόμη μια φορά να σταθώ στα πόδια μου. Τίποτ’ άλλο. Το αίσθημα αγάπης, θέλω να πω, προσταγή τιμής για μένα, τα χρόνια περάσανε, αλλά η ζωή γεννάει συνέχεια παιδιά που βλέπουνε, κοιτάνε, ξέρουν και ας πιστεύω πως όσο αξίζει ένας άνθρωπος δεν αξίζει ολόκληρος ο πλανήτης…
»Το όνειρό μου, ήτανε, άμα μεγαλώσω, να γίνω θεραπευτής. Όχι ψυχίατρος. Όχι χημεία. Ούτε ηθοποιός. Ποιήτρια, ναι. Γιατί πιστεύω, πως η ποίηση “ήρθε στον κόσμο να προφητεύει, να ενώνει τους ανθρώπους, να φέρνει το μήνυμα, από τον ουρανό στη γη, ν’ ανοίγει τους καταχωνιασμένους δρόμους. Ερμής. Με φτεράκια στα πόδια.
»Δεν υπάρχει περίπτωση, εδώ, με μένα, για σκανδαλοθηρία. Ο θάνατος είναι θάνατος. Με αίμα θυσίας. Ένας αδελφός μας άνεργος, όπως κι εγώ, όπως ολόκληρη η Ελλάδα, υποσιτιζόμενη, εκτός πάντα των ιδίων γνωστών ολίγων, μια ελληνική σημαία με αίμα θυσίας βαμμένη πάντα εκείνων που την αγαπήσανε πιο πολύ. Όπως κι εγώ. Αδερφός, αθώος διάττοντας στη ζωή, έγινε άστρο. Στον ουρανό φως…
Το θέατρο, οι «μπάτσοι» και ο κομμουνισμός
– Και τι συμβολίζουν για σένα οι διάττοντες;
“Τη ζωή την ίδια…”.
– Το σέβεσαι το θέατρο;
“Βεβαίως. Τόσο που δεν παίζω”.
– Νομίζεις πως οι άλλοι ασεβούν στο θέατρο;
“Ασελγούνε”.
– Εκτός από το θέατρο ασελγούνε κι αλλού;
“Αν ασελγείς σε ένα, νομίζω πως ασελγείς παντού”.
– Κι από την αλήθεια πιστεύεις πως κάποτε γνώρισες κάτι;
“Βέβαια”.
– Πότε;
“Όταν γνώρισα τους ανθρώπους”.
– Πότε γνώρισες τους ανθρώπους,
“Από μωρό. Και τους αγαπάω ακόμη”.
– Δεν σ’ έχουν πληγώσει; Δεν σ’ έχουν τιμωρήσει ή απορρίψει;
“Και τι μ’ αυτό; Εγώ συνεχίζω να τους αγαπάω”.
– Αγαπάς τον μπάτσο;
“ Άμα είναι μόνος του, ναι. Αμα είναι όλοι μαζί, όχι”.
– Αγαπάς τον θεατρικό επιχειρηματία;
“Όχι”.
– Γιατί;
“Επειδή έχω ακόμη μέσα μου κατάλοιπα κομμουνισμού”.
– Από τον κομμουνισμό τι σου έμεινε ν’ αγαπάς;
“Ό,τι αγαπάω τώρα. Τους ανθρώπους”.
– Τον κομμουνισμό;
“Έχω ξεχάσει τι παναπεί αυτό. Δεν μιλάω πια πολιτικά. Έκανα μια προσπάθεια δηλαδή και θαρρώ πως τα ψιλοκατάφερα”».
«Βρέχει από ψηλά … και μόνο τα παιδιά το βλέπουν»
Το ποίημα που «αφιερώνει στους διάττοντες» η Κατερίνα Γώγου, μια ποιητική αφήγηση για όσους έζησαν στο περιθώριο. Ένα σπάνιο ντοκουμέντο προφορικής ποίησης, βαθιά προσωπικό, αλλά πάντα συλλογικό:
Είναι κάτι
μια σταλιά καραμελίτσες απ’ όλα τα χρώματα
που τις λένε θέατρου.
Τις βάζουνε σε κάτι γυάλινα άχρηστα βάζα
στο πιο ψηλό το ράφι
γιατί δεν αγοράζονται πια.
Ήτανε κάποτε κάτι
μια σταλιά παιδιά που κατεβαίνανε
από μακρινές συνοικίες
να διαγωνιστούνε στο ροκ.
Έκαψε η εποχή
το μυαλό και τη ζωή τους
και τα λεφτά τους σε γυάλινα άχρηστα βάζα
και δεν πουλάγανε πια.
Είναι κάτι όλες οι νύχτες κι όλες οι στιγμές έτοιμες
γυάλινα βάζα κι άνθρωποι
που πάνε πίσω πίσω πίσω μακριά
παίρνουνε φόρα από μακριά
βουτάν με το κεφάλι
την απόσταση
τα τζάμια
σκληρό ναρκωτικό η μοναξιά
πηδάν απ’ τα παράθυρα απ’ τον 5ο
ανοίγουνε πανιά
και παν και καρφώνονται
στα καλώδια ψηλά
κι ατέλειωτες παιδικές καραμελίτσες θεάτρου
βρέχει από ψηλά
κι από κάτω περνάνε τα τρόλλεϋ
κι από κάτω ο κόσμος
τα γλυκά
το Γκρην Παρκ
τα σινεμά
ο δρόμος
οι στενοί συγγενείς
στενό μαρκάρισμα η ζωή από κάτω τους
σικέ το παιχνίδι
κι από πάνω πέφτει πέφτει η βροχή
και μόνο τα παιδιά κι οι αλαφροΐσκιωτοι
τη βλέπουν
και σκύβουν και γεμίζουν τις τσέπες
τους καραμελένια βροχή και είναι η πρώτη κίνηση
αδερφική
στενή
που θα τους σηκώσει
που θα τους ανεβάσει
καρφωτούς στα καλώδια
κι από κάτω
τα τρόλλεϋ
η στάση
μια σταλιά παιδιά
η προδομένη επανάσταση
και μακρινοί συγγενείς τα ίδια δηλαδή και τα ίδια…






