Μισό αιώνα στο θέατρο μετρά ο Γιώργος Κιμούλης που σύντομα κλείνει τα 70 του χρόνια. Ηθοποιός, σκηνοθέτης, μεταφραστής, θιασάρχης, παραγωγός, δάσκαλος, είναι ένας ολιστικός καλλιτέχνης που, εκτός απ’ την τέχνη του, εμπλέκεται, με τον δικό του τρόπο, στα δημόσια πράγματα. Είτε με θέσεις και απόψεις είτε με πράξεις που του καταλογίζουν -για όλα αυτά μιλά στο ΒΗΜΑ Talks. Αυτή την εποχή παίζει έναν ομοφυλόφιλο, πρώην χορογράφο-χορευτή στην «Συνάντηση» του Στίβεν Μπέλμπερ (Coronet). Και προετοιμάζεται για τον «Φιλοκτήτη» του Σοφοκλή (καλοκαιρινή περιοδεία).
Ζούμε μια δύσκολη εποχή;
Θολή. Ζούμε σε μία θολή εποχή. Και οι περισσότεροι, επειδή τους ζαλίζει αυτό το θολό που κοιτάζουν, γυρνούν το βλέμμα τους αλλού και αδιαφορούν. Πολύ επικίνδυνο. Η παγκοσμιοποίηση ξεκίνησε ευαγγελιζομένη μια ανοιχτότητα. Στην πραγματικότητα όμως έκλεισε τους ανθρώπους. Τους έκανε εσωστρεφείς. Τρομοκρατήθηκαν, όταν κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να την ελέγξουν, αλλά αντίθετα τους ήλεγχε. Παράλληλα ο πιο στενός πολιτικός χώρος της κάθε χώρας, προσπαθούσε, με την κοινωνικοπολιτική του στάση, να μας πείσει ότι οι πολιτικές αποφάσεις δεν επηρεάζουν το εικοσιτετράωρο μας, άρα δεν μας αφορούν. Και δυστυχώς οι περισσότεροι πείστηκαν και έγινα γρήγορα πολιτικά αδιάφοροι. Έτσι το βλέμμα μας προς το δημόσιο και το κοινό έγινε μυωπικό. Οι πολιτικές αποφάσεις όμως επηρεάζουν όχι απλώς το 24ωρο, αλλά κάθε δευτερόλεπτο της ζωής μας.
«Ο νέος δικαιωματισμός γίνεται, συν τω χρόνω, ακραία συντηρητικός»
Αλλά;
Μας άφησαν τεχνηέντως ένα ανοιχτό πεδίο να ατενίζουμε τη ζωή μας: τα social media. Ελάχιστοι όμως αντιλαμβάνονται, πως αυτά ανήκουν στο χώρο της φαντασίωσης. Νομίζουμε, ας πούμε, πως ο λόγος μας, μέσω των social media, είναι δημόσιος, ενώ είναι ένα μοναχικό παραλήρημα. Οπότε όπως συνηθίσαμε να ζούμε με 650€, συνηθίσαμε να ζούμε και με 650 like, πιστεύοντας ότι έτσι έχουμε δημόσιο λόγο. Κλειστήκαμε όλο και πιο πολύ στον μικρόκοσμο μας. Υπάρχει ταυτόχρονα και μία συσσώρευση από απορρίψεις, αποτυχίες, ματαιώσεις και ήττες, που χειροτερεύει την κατάσταση. Γίναμε απόλυτα ηττοπαθείς -σαν να μην υπάρχει περίπτωση, να νικήσουμε αυτό που μας περιβάλλει, πολύ περισσότερο να το αλλάξουμε. Που και που μας ανοίγουν και κάποιο παράθυρο να πάρουμε ανάσα κι από εκεί βγάζουμε όλες τις κραυγές μας.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει μ’ αυτόν τον νέο δικαιωματισμό που, συν τω χρόνω, σχεδόν ερήμην μας, γίνεται ακραία συντηρητικός. Στην ουσία, είμαστε ήδη προϊόντα του ΑI και όσα συμβαίνουν γύρω μας κινούνται μέσω αυτού. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με το τρομακτικό πρόβλημα της απροσδιοριστίας και του μη ελέγχου του χρόνου. Γιατί η τεχνητή νοημοσύνη, μας κερδίζει σε δύο πολύ βασικά σημεία. Πρώτον, έχει τεράστια μνήμη που εμείς δεν έχουμε, και ταυτόχρονα κινείται με ταχύτητες που το μυαλό του ανθρώπου δεν κινείται. Αυτό όλο μας κονιορτοποιεί. Και μας δημιουργεί αυτή τη θολή συνθήκη.
Περιγράφετε μια ματαίωση…
Ναι. Παράλληλα η ματαίωση γέννησε μέσα μας και κάτι άλλο. Αύξησε τον εγωισμό μας. Ποτέ, ας πούμε, δεν παραδεχτήκαμε στη νεότερη γενιά ότι εμείς αποτύχαμε. Γιατί μία τέτοια παραδοχή πληγώνει το εγώ μας. Δηλώνουμε με άνεση στη νεότερη γενιά ότι ήταν μάταιος ο τότε αγώνας μας που χάθηκε, ότι ήταν νεανικές ονειρώξεις όσα πιστεύαμε. Όχι. Ό,τι χάσαμε, το χάσαμε εμείς. Κανείς άλλος.
Μαζί και τις ιδέες;
Οι ιδέες δεν χάνονται. Κάποιοι άνθρωποι προσπάθησαν να τις κάνουν πράξη, δεν μπόρεσαν, κουράστηκαν και τις εγκατέλειψαν. Εγώ ελπίζω ακόμη. Η επόμενη γενιά θα κουραστεί απ’ τη δική μας συναισθηματική κόπωση και δε θα ακολουθήσει την κούραση που κουβαλά η έννοια της πίστης. Εμείς κουραστήκαμε να πιστεύουμε στις ιδέες μας. Θέλει κόπο η πίστη. Ξέρετε τι βιώνουμε τώρα; Αυτό που η Θάτσερ είχε πει την δεκαετία του ’70 ότι δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο άτομα.
«Για να μπορείς να επιβιώσεις σ’ αυτό το χώρο χρειάζονται τρία ισοζυγή στοιχεία. Ταλέντο, τύχη και αντοχή στη χυδαιότητα των άλλων».
Με τι όνειρα, φιλοδοξίες μπήκατε στο θέατρο, πενήντα χρόνια πριν…
Μισός αιώνας… Στην αρχή δεν ήταν τα ίδια οράματα. Σιγά-σιγά άρχισαν να αρθρώνονται σε σκέψεις και προτάσεις. Κάποια στιγμή άρθρωσα κι εγώ το «προσωπικό» μου όραμα. Και σ’ αυτό σίγουρα βοήθησαν και οι άνθρωποι που έζησαν δίπλα μου – χωρίς ίσως να το θέλουν. Άρα δεν ευθύνονται εκείνοι γι’ αυτό που έγινα εγώ. Κι ένα μεγάλο μέρος αυτών που σκεφτόμουν, όσο επηρμένο κι αν ακούγεται, το έχω κάνει πράξη. Όχι εύκολα. Με κόπο, με σκληρή στάση απέναντι στον εαυτό μου, αλλά και στους άλλους -δεν γινόταν αλλιώς. Γυρίζοντας πίσω, όχι απλώς δε θα άλλαζα κάτι, αλλά εύχομαι να έκανα -ή να συνέβαιναν – ακριβώς τα ίδια.
Η εκκίνηση έγινε μέσα από σημαντικές συνεργασίες, Χορν, Ελεύθερο Θέατρο, Βουγιουκλάκη. Ενδεικτικό της πορείας σας;
Όταν είσαι μέσα σ’ ένα γεγονός δεν μπορείς να κρίνεις πλήρως την αξία του. Την κρίνεις μετά. Όλα αυτά μου έδιναν ικανοποίηση, αλλά παράλληλα βίωνα την ένταση, τον ανταγωνισμό και τη σκληρότητα πολλές φορές. Γι’ αυτό και από νωρίς έκανα προσωπικό μου μότο τη φράση «για να μπορείς να επιβιώσεις σ’ αυτό το χώρο χρειάζονται τρία ισοζυγή στοιχεία. Ταλέντο, τύχη και αντοχή στη χυδαιότητα των άλλων».
Αυτό το τελευταίο το αντιληφθήκατε νωρίς;
Βέβαια. Απλώς αυτό το τελευταίο φέρει κι ένα πολύ μεγάλο κίνδυνο. Μήπως απ’ την πολλή αντοχή στη χυδαιότητα που εισπράττεις, οδηγηθείς και γίνεις κι εσύ χυδαίος. Απαιτεί τρομακτική ισορροπία. Αλλά μάλλον ήμουν και πάλι τυχερός , γιατί ακόμα και όταν δεν τα αντιλαμβανόμουν πλήρως, κάποιοι κοντά μου, το εντόπιζαν για μένα και με συνέφερναν.
Νιώθατε ως ο ενοχλητικός καινούργιος;
Όχι. Ποτέ δεν πίστεψα ότι με χτυπούσαν επειδή ήμουν καλός. Το εισέπραττα ως αφόρητη αδικία. έτσι άλλωστε μεγάλωνε και το δικό μου συναίσθημα δικαιοσύνης και γινόμουν όλο και πιο επιθετικός στην αδικία.
«Το επίθετό μας δεν είναι τίποτα άλλο παρά το σύνολο των γνωμών όλων των άλλων».
Και πιο καχύποπτος;
Λέτε; Δεν ξέρω. Δύο τινά συμβαίνουν, ή δεν είμαι πολύ έξυπνος -που δε θα ‘θελα να το πιστέψω, ή ήμουν πολύ σκληραγωγημένος. Γιατί ούτε για 1/10 του δευτερολέπτου δεν ήμουν καχύποπτος. Ένα πράγμα που ίσως με χαρακτηρίζει είναι ότι δεν φοβάμαι τους ανθρώπους.
Οι άλλοι έγιναν πιο καχύποπτοι με εσάς;
Δεν νομίζω. Τους περισσότερους τους ήξερα. Δεν με εντυπωσίασαν. Δεν έπεσα απ’ τα σύννεφα. Άλλωστε οτιδήποτε ειπώθηκε σ’ εκείνη την περίοδο (σ.σ. #metoo, καταγγελίες), λέγεται για μένα από τότε που βγήκα στο θέατρο -ακριβώς τα ίδια.
Αν τα λένε απ’ τα 30 σας, μήπως ισχύουν;
Τι να σας πω; Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι πως όσο αυξάνεται η αναγνωρισιμότητα σου στο δημόσιο χώρο, τόσο πιο ανυπεράσπιστος είσαι απέναντι στη γνώμη των άλλων. Από μια ηλικία και μετά, το επίθετο του καθενός, όταν αποκτά αναγνωρισιμότητα, δεν ανήκει πια στον ίδιο, αλλά στους άλλους. Οπότε το επίθετό μας δεν είναι τίποτα άλλο παρά το σύνολο των γνωμών όλων των άλλων. Μέσα εκεί είσαι κάπου κι εσύ βέβαια, αλλά αυτό που λάμπει φωταγωγημένα είναι περισσότερο η γνώμη που έχει δημιουργηθεί. Κι αυτή η γνώμη μπορεί να μην έχει σχέση μ’ εσένα, αλλά να έχει σχέση με τις ανάγκες των άλλων. Ο Γιώργος ξέρει, σ’ αυτή την ηλικία πια, για ποιον αδιαφόρησε, ποιον μπορεί ίσως να έχει στεναχωρήσει, ποιον να έχει αδικήσει. Η στάση η δική μου είναι μία. Όταν έχω αδικήσει κάποιον -και μπορεί να μην το συνειδητοποιείς την ώρα που τον αδικείς, βρίσκω τρόπο, δια των πράξεών μου, να ζητήσω συγνώμη. Όχι με λέξεις όμως. Με πράξεις. Κι αυτό το ξέρουν κάποιοι.
Πληρώσατε δηλαδή την αναγνωρισιμότητα και την επιτυχία σας;
Όχι. Την εκμεταλλεύτηκαν.
Το χρονικό διάστημα της απομάκρυνσής σας, σας κόστισε;
Μα, δεν απομακρύνθηκα ποτέ. Αυτό ήταν ένα αφήγημα των ανθρώπων που ήθελαν να παίξουν μ’ όλη αυτή την ιστορία, για δικούς τους λόγους δημοσιότητας και σημαντικότητας. Όλο αυτόν τον καιρό, από την πανδημία κι έπειτα, δούλευα. Έκανα ταινία, έκανα παραστάσεις, περιοδείες.
«Η Συνάντηση» ωστόσο σηματοδοτεί την επιστροφή σας;
Καταλαβαίνω τι εννοείτε, επειδή δεν δούλευα χειμώνα στην Αθήνα. Τα καλοκαίρια όμως έπαιζα και εδώ. Τον χειμώνα δεν δούλευα στο θέατρο, γιατί ασχολιόμουν με την ταινία μου, την οποία επεξεργαζόμουν τεχνικά στο εξωτερικό.
Γιατί επιλέξατε αυτό το έργο;
Η έννοια της πατρότητας είναι ένα θέμα που διαρκώς με απασχολεί κι όταν βλέπω ανθρώπους που γίνονται πατέρες και σχεδόν δεν αλλάζουν, με θυμώνουν.
Ο ρόλος ενός ομοφυλόφιλου απαιτεί διαφορετική προσέγγιση;
Όχι. Όλο το θέμα βρίσκεται στην αδυναμία του ανθρώπου ν’ αποδεχτεί τη διαφορετικότητα του άλλου. Ο άλλος είναι διαφορετικός ούτως ή άλλως. Πέφτουμε στην παγίδα, όπως όταν δημιουργούμε μια σχέση, να κάνουμε αυτόν τον άλλον ίδιο με μας, μη βλέποντας, οι ανόητοι, ότι αυτό που μας έχει γοητεύσει στον άλλον είναι αυτό ακριβώς που εμείς δεν είμαστε. Και αν τελικά τον κάνουμε με το ζόρι ίδιο μ’ εμάς, απλώς χάνει τη γοητεία του. Ταυτόχρονα η γοητεία δημιουργεί και φόβο. Και τότε εμφανίζονται στοιχεία, όπως η ανισότητα ή η χυδαιότητα που εκπέμπει μια ακραία, ελληνικού τύπου, πατριαρχική συμπεριφορά. Ζούμε σε μία χώρα που η ανδρική κυριαρχία είναι σημαία μας δυστυχώς ακόμα.
Μελετήσατε κάποιους ανθρώπους;
Όταν κάποιος δεν είναι ομοφυλόφιλος, προσπαθεί να κρατήσει κρυφή τη θηλυπρεπή συμπεριφορά του. Από εκεί και πέρα, ο τρόπος που έχει σφραγίσει σ’ ένα αγόρι η συμπεριφορά της μητέρας συνεχίζει να τον γοητεύει. Άρα είναι μέσα στη μνήμη του και η θηλυπρεπής συμπεριφορά. Η υποκριτική δεν είναι τίποτα άλλο παρά η προσπάθεια να εμφανίσουμε όλα τα στοιχεία που είναι ενταφιασμένα στον χώρο της μνήμης μας, γιατί η μίμηση έχει σχέση με τη μνήμη. Τη μνήμη μας μιμούμαστε.
Τι ψάχνετε ως ηθοποιός μετά από τόσα χρόνια;
Να μην παίζω. Να είμαι. Να είμαι απάνω στη σκηνή και να μην καμώνομαι ότι είμαι. Όταν λοιπόν δεν παίζεις και δεν καμώνεσαι κάτι, δεν συντηρείς και δεν επαναλαμβάνεις αυτό που είχες κάνει στην προηγούμενη παράσταση. Παίζεις στο τώρα. Αυτό δημιουργεί σίγουρα, απ’ την πλευρά του θεατή κάτι το αξιοθέατο και σε σένα κάτι το επικίνδυνο, γιατί ο παρών χρόνος είναι πάντα επικίνδυνος. Και είναι επικίνδυνος γιατί δεν τον ελέγχεις απόλυτα. Η συνείδηση της σκέψης μας δεν λειτουργεί στον παρόντα χρόνο. Λειτουργεί σε χρόνους που δεν υπάρχουν.
Πριν και μετά;
Ακριβώς. Το τώρα δεν το σκέφτεσαι, το βιώνεις. Και αυτό κουβαλάει έναν κίνδυνο. Είναι μια σχοινοβασία, τύπου Ζενέ. Η πτώση, ακόμα και με δίχτυ ασφαλείας, παραμένει πτώση.
Είναι επικίνδυνο το επάγγελμα του ηθοποιού, ψυχικά, σωματικά;
Κάποιες φορές. Ξέρετε, το ταλέντο βγαίνει απ’ το τάλαντο. Από αυτό που κάποιος πληρώνει. Το θέμα είναι ποιος πληρώνει; Αν πέσεις στην παγίδα να νομίζεις ότι αυτός που πληρώνει είναι αυτός που έρχεται να σε δει, κάηκες. Εσύ πληρώνεις και πληρώνεις γιατί έχεις την έπαρση -γιατί περί έπαρσης πρόκειται, να κάνεις κάτι που δεν κάνει κανένας άλλος: Να καταθέτεις κάθε μέρα την ψυχή σου στην αγορά. Έχεις τέτοια έπαρση; Θα το πληρώσεις. Υπάρχει λοιπόν μία διακύβευση. Επικίνδυνο παίγνιο η υποκριτική.
«Ξέρεις ποιοι γίνονται πιο εύκολα άπληστοι; Αυτοί που δεν έχουν χορτάσει αυτό το οποίο πίστευαν ότι άξιζαν να έχουν χορτάσει».
Η λέξη έπαρση είναι από μόνη της επικίνδυνη…
Ασυζητητί. Γιατί όλο αυτό φέρει και κάτι το κρυφό-ηρωικό συγχρόνως, με την έννοια ότι δεν κάνουν πλέον όλοι οι άνθρωποι αυτό που υποτίθεται κάνει ένας ηθοποιός, όταν το κάνει. Γιατί επίσης δεν το κάνουν όλοι.
Ούτε πάντα…
Ναι. Ούτε πάντα. Εκεί όμως βρίσκεται και η αιτία που ανεβαίνεις ξανά την επόμενη ημέρα πάνω στη σκηνή. Το επάγγελμά μας έχει απόλυτη σχέση με την έννοια του ατελέσφορου. Ανεβαίνεις πάνω στην σκηνή για να πετύχεις την επόμενη μέρα αυτό που δεν πέτυχες την προηγούμενη. Έστω κι αν ξέρεις πως πάλι δε θα το πετύχεις.
Ο ηθοποιός γίνεται άλλος πάνω στη σκηνή;
Ποτέ. Κανένας δεν γίνεται άλλος. Στη φύση τίποτα δε γίνεται άλλο για τον εαυτό του. Ο καθένας και το καθετί είναι άλλο για τους άλλους. Το έχει τραγουδήσει ο Σαββόπουλος, αυτό το περίφημο ηρακλείτειο «εδιζησάμην εμεωυτόν»: Άμα κάνεις μια βουτιά στον εαυτό σου, δε θα βρεις τον εαυτό σου, αλλά όλους τους άλλους.
Το καλοκαίρι θα είστε, επιτέλους, ο «Φιλοκτήτης»…
Είναι η πέμπτη φορά που προσπαθώ να ανεβάσω αυτό το έργο. Φαίνεται σαν πείσμα , αλλά δεν είναι. Χαμογελώ όταν σκέφτομαι ότι έχω προσπαθήσει άλλες τέσσερις. Το θέμα του έργου είναι αυτό που με ελκύει. Ο τρόπος δηλαδή που η παλαιότερη γενιά προσπαθεί λανθασμένα και μάταια να καθοδηγήσει τη νεότερη. Τα παιδιά δεν αντιγράφουν αυτό που τους λες. Αντιγράφουν αυτό που τους κρύβεις. Άρα είτε είσαι γονιός, είτε δάσκαλος, αυτό που αντιγράφει το παιδί σου ή ο μαθητής σου είναι αυτό που κρύβεις, αυτό που μπορεί να έχεις και ίσως να μην σ’ αρέσει που το έχεις -και να νομίζεις ότι το κρύβεις καλά. Όχι. Αυτά τα σκάνερ (τα παιδιά), το βλέπουν αμέσως και επειδή τους το κρύβεις, τους γοητεύει κιόλας και το ακολουθούν. Στο «Φιλοκτήτη» έχουμε δύο εκπροσώπους της παλαιάς γενιάς, τον Φιλοκτήτη και τον Οδυσσέα. Ο πρώτος εκφράζει το επιθυμητό και το ουτοπικό. Ο δεύτερος, το ρεαλιστικό και το πολιτικό εφικτό. Ο καθένας προσπαθεί να πάρει με το μέρος του τη νεότερη γενιά, τον Νεοπτόλεμο. Αυτόν τον νέο πόλεμο. Νομίζουν ότι τον χειρίζονται.
Επειδή όμως οι αρχαίες ελληνικές τραγωδίες παίρνουν τα θέματά τους απ’ τη μυθολογία, είναι μεγάλο λάθος να αναλύεις μια τραγωδία χωρίς να ξέρεις την μυθολογική ιστορία τους. Και οι αρχαίοι Έλληνες την ήξεραν καλά. Κι αυτά που κάνει ο Νεοπτόλεμος όταν τελικά πηγαίνει στην Τροία, είναι ειδεχθή εγκλήματα. Άρα μήπως το μέλλον που έρχεται είναι πιο επικίνδυνο από αυτό που νομίζουμε εμείς, όταν μεγαλώνουμε μια νεότερη γενιά; Κι αν ναι; Ποιοι άλλοι εκτός από εμάς ευθύνονται;
Αυτό επαληθεύεται και στον χώρο του θεάτρου, της πολιτικής;
Ναι, και γίνεται συνειδητά. Το ενδιαφέρον της παλαιότερης γενιάς για τους νεότερους κουβαλά πρώτα απ’ όλα ένα τραγικό στοιχείο κτητικότητας. Μία ακραία έπαρση ότι μπορούμε εμείς να καθοδηγήσουμε αυτό που έρχεται. Ψευδές. Φαντασίωση. Γιατί, όπως είπα, η νεότερη γενιά αντιγράφει, όχι αυτό που τους λέμε, αλλά αυτό που εμείς μισούμε σ’ εμάς.
Διόλου αισιόδοξο σαν σχήμα…
Υπάρχει κάτι πολύ πιο απαισιόδοξο, που όμως κουβαλά αισιόδοξο μέλλον. Και αυτό είναι ότι ευτυχώς οι γενιές που έρχονται, νιώθουν ορφανές, χωρίς να το καταλαβαίνουμε εμείς οι γονείς.
Δηλαδή;
Η νεότερη γενιά έχει καταλάβει τι έκανε η δική μας γενιά, ούσα στη θέση του γονιού ή του δασκάλου. Για να μη μας απαξιώσουν οι επόμενοι, όπως εμείς απαξιώσαμε τους προηγούμενους, δεν συμπεριφερόμαστε στα παιδιά μας ως γονείς, συμπεριφερόμαστε ως μεγάλα τους αδέλφια. Ούτε στους μαθητές μας ως δάσκαλοι, αλλά σαν τελειόφοιτοι σε πρωτοετείς. Αυτό, εκτός του ότι μας νεάζει, ουσιαστικά παγιδεύει τη νεότερη γενιά. Γιατί δεν μπαίνει στον κόπο να μας εκθρονίσει, όπως προσπαθήσαμε να εκθρονίσουμε εμείς τους παλαιότερους, των οποίων η αυστηρότητα μας καταπίεζε. Κι έτσι γίνεται όλο και πιο αδύναμο το στοιχείο της δικής της αντίστασης. Αποδυναμώνεται η ένταση που έχει ανάγκη κάθε υποκείμενο. Το αισθάνεται η νέα γενιά και δεν μας εκτιμά γι’ αυτό. Γιατί αυτό που θέλει είναι έναν πατέρα, μια μητέρα, έναν δάσκαλο, όχι μόνο για να του μάθει, αλλά πάνω απ’ όλα για να μπορέσει να συγκρουστεί μαζί του. Και δεν το έχει. Οπότε νιώθει ένα είδος αφόρητης απουσίας.
Πώς βλέπετε την αριστερά σήμερα;
Αυτό που με τρομοκρατεί είναι ότι έχουν περάσει τόσα χρόνια απ’ την πτώση του Τείχους και ακόμα δεν έχει βρει τα καινούργια θεωρητικά της όπλα. Ούτε καν ένα νέο λεξιλόγιο. Χρησιμοποιούμε ακόμα έννοιες που δεν σημαίνουν τίποτα για την γενιά που έρχεται.
Του χρόνου 70…
Τρομακτικό… Καλό είναι ν’ αποφεύγουμε να βάζουμε μια παλιά φωτογραφία δίπλα σ’ έναν καθρέφτη. Από κει και πέρα η τέχνη που ασκώ, μ’ έχει μάθει ότι το σημαντικότερο όλων είναι ο παρών χρόνος. Γιατί ένα από αυτά που είναι η υποκριτική είναι και η προσπάθεια να κάνεις τον παρόντα χρόνο καλλιτεχνικό έργο. Κι εγώ έχω μάθει ότι η κάθε μας στιγμή κουβαλά και φέρει γένεση και θάνατο μαζί. Μ’ αυτή λοιπόν την συνειδητοποίηση δεν μ’ απασχολεί το πέρασμα του χρόνου, ο θάνατος ή η γένεση, εννοώ του εαυτού μου. Γιατί έχω βιώσει πολλά γεννητούρια και θανάτους στιγμών. Έτσι δεν αντιλαμβάνομαι πλήρως τι σημαίνει 70. Περισσότερο χαμογελώ στο άκουσμα «είσαι 70…».
«Ο καλλιτέχνης όπως και ο κάθε διανοούμενος πρέπει να ζει στο περιθώριο».
Η ανάγκη για χειροκρότημα εξαντλείται;
Εξαρτάται πόσες φορές σ’ έχουν χειροκροτήσει.
Όταν είναι πολλές;
Ξέρεις ποιοι γίνονται πιο εύκολα άπληστοι; Αυτοί που δεν έχουν χορτάσει αυτό το οποίο πίστευαν ότι άξιζαν να έχουν χορτάσει. Και αυτό τους δημιουργεί ένα σύμπλεγμα. Αν έχεις χορτάσει κάποια πράγματα που πίστευες ότι άξιζες -όποια κι αν είναι αυτά, λίγα ή πολλά, δεν είσαι άπληστος. Άρα το χειροκρότημα με χαροποιεί στο κάθε τώρα μου.
Χορτασμένος;
Μη πεινασμένος πολύ. Κι αυτό το έχω κατορθώσει με πολλή δυσκολία και αγώνα.
Κάνετε σχέδια για το μέλλον;
Είμαι λίγο κόντρα σ’ αυτή την σύγχρονη υποχρέωση να ξέρεις τρία χρόνια πριν, τι θα κάνεις τρία χρόνια μετά. Προτιμώ να μελετώ με την απαραίτητη μοναχικότητα και να περιμένω την κατάλληλη στιγμή, που θα είμαι έτοιμος.
Μοναχικότητα, όχι μοναξιά;
Ναι. Μοναξιά είναι αυτό που σου επιβάλλουν οι άλλοι. Όταν το επιλέγεις εσύ, είναι αναγκαίο γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Ο καλλιτέχνης όπως και ο κάθε διανοούμενος -γιατί ο καλλιτέχνης είναι διανοούμενος, με την έννοια πως διανοούμενος είναι αυτός που βγάζει τα προς το ζην με τις ιδέες του- πρέπει να ζει στο περιθώριο. Είναι αναγκαία αυτή η απόκλιση. Να θεωρείς τα πράγματα από μία απόσταση. Να κατεβαίνεις στην αγορά, να ζεις μες στους ανθρώπους, αλλά και να τραβιέσαι πάλι πίσω. Να μην κατοικοεδρεύεις και να στρογγυλοκάθεσαι μέσα στα κέντρα αποφάσεων, όπως εδώ και χρόνια κάνει ένα μεγάλο μέρος της διανόησης, επειδή κουράστηκε να κάθεται στα κατσάβραχα του περιθωρίου. Κατέβηκε στα κέντρα αποφάσεων και κατ’ επέκταση σταμάτησε να σκέφτεται. Είναι αναγκαίο για τον καλλιτέχνη το βλέμμα από μακριά.
Δίνετε συμβουλές στην κόρη σας;
Έχουμε κάνει εδώ και χρόνια μια συμφωνία. Συμβουλή θα της δίνω μόνο όταν μου το ζητάει. Χαίρομαι βέβαια που αποφάσισε να γίνει ηθοποιός. Γιατί όσο και αν στεναχωρηθούν οι τεχνοκράτες, προτιμώ το πλάσμα που αγαπάω, να είναι καλλιτέχνης παρά να είναι τεχνοκράτης.
Είστε καλά αυτή την εποχή;
Εσείς;
*Κεντρική φωτό: Μενέλαος Μυρίλλας







