Τελικά τα βιολιά βγήκαν από τις θήκες τους. Οι μουσικοί της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, που είχαν αρνηθεί την πρόσκληση του Λεωνίδα Καβάκου, έπαιξαν για το μαιευτήριο της Μαριούπολης χωρίς τον Λεωνίδα Καβάκο. Γιατί όμως είχαν αρνηθεί; Επειδή, είπαν, «δεν ήθελαν πολιτικό πρόσημο». Επειδή, είπαν ακόμη, «είναι παράδοξο να κάνεις συναυλία για το μαιευτήριο της Μαριούπολης σε μια χώρα που δεν φθάνουν οι ΜΕΘ για τους ασθενείς με κορωνοϊό». Να παίξουμε εμείς για τους άλλους; Δεν μας φθάνουν τα δικά μας;

Εντάξει, η άποψη αυτή δεν ήταν η πληθυντική ανάμεσα στους μουσικούς της ΚΟΑ. Ηταν μόνο «κάποιες φωνές», σύμφωνα με παριστάμενο στη γενική συνέλευση της Ορχήστρας. Αν όμως έχει κάτι σημασία, αυτό δεν είναι πως τελικά κάμφθηκε το ατομικιστικό φρόνημα αυτών των φωνών. Είναι πως οι φωνές αυτές απολαμβάνουν μια, μάλλον δυσανάλογη για το μέγεθός τους, πολιτική εκπροσώπηση.

Δεν έχει κανείς παρά να παραφράσει το βασικό τους επιχείρημα για να πειστεί. «Είναι παράδοξο να κάνεις συναυλία για το μαιευτήριο της Μαριούπολης σε μια χώρα που δεν φθάνουν οι ΜΕΘ για τους ασθενείς με κορωνοϊό»; Οχι μόνο. Είναι παράδοξο να μιλήσει ο πρόεδρος της Ουκρανίας στην ελληνική Βουλή χωρίς να αναφερθεί στο Κυπριακό. Αρα; Αρα ο Ζελένσκι θα έπρεπε «να δώσει και ένα μήνυμα για την ευρωπαϊκή χώρα που εδώ και 48 χρόνια βιώνει την τουρκική εισβολή και κατοχή».

Με αυτή ή ελαφρώς διαφορετική διατύπωση, το αίτημα κατέθεσαν δύο κόμματα της αντιπολίτευσης. Οι φωνές τους είναι πολύ δυνατές για να μην ακουστούν. Αλλά τι ήταν αυτό που ακούστηκε; Μάλλον κάτι περισσότερο από μια απλή εκδήλωση ατομικισμού. Το αίτημα ήταν ένας εγωκεντρισμός όχι μόνο χωρίς ίχνος ενσυναίσθησης, αλλά και ψυχρά αδιάφορος απέναντι στις επιπτώσεις που θα είχε μια τέτοια δήλωση σε μια χώρα η οποία υπερασπίζεται πιθανότατα την ίδια της την ύπαρξη και με τουρκικά drones.

Αυτό που ζητήθηκε από τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι με καρδιακή ελαφρότητα ήταν να υπονομεύσει την ασφάλεια της χώρας του, να ανοίξει μια τρύπα στην άμυνά της, να αδιαφορήσει για το αίμα που χύνουν οι συμπατριώτες του. Αυτό που ζητήθηκε από την εμπόλεμη Ουκρανία ήταν να συγκρίνει τον Βλαντίμιρ Πούτιν με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Να βάλει, ας πούμε, ένα «πολιτικό πρόσημο».

Αν όμως είναι τόσο στοιχειώδης η σύγκριση, γιατί ακριβώς εκείνοι που ζητούν από τον Ζελένσκι να καταδικάσει την τουρκική εισβολή αποφεύγουν τις ανοικτές συγκρίσεις; Γιατί δηλώνουν πως δεν είναι «ούτε φιλορώσοι ούτε αντιρώσοι» αλλά παρά μόνο με την ειρήνη; Και αν μια χώρα που εξακολουθεί να απολαμβάνει την ειρήνη δικαιούται να κοιτάζει αυστηρά τα συμφέροντά της, όπως δήλωσε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πώς μπορεί να επικρίνεται κάποια που κάνει το ίδιο την ώρα που πολεμά για τη σωτηρία της;

Δεν χρειάζεται να απαντήσει κανείς. Τα βιολιά, εξάλλου, μπήκαν ξανά στις θήκες τους.