Το ζήτημα της ενεργειακής ασφάλειας επανήλθε με δριμύτητα στο ευρωπαϊκό -και όχι μόνο- προσκήνιο μετά το ξέσπασμα του ρωσοουκρανικού πολέμου, ενώ το φιλόδοξο εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας (European Green Deal), που στοχεύει σε μηδαμινές εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα έως το 2050 και στη μείωση των εκπομπών της κατά 55% έως το 2030, φαίνεται ότι αποκτά επιπλέον προσκόμματα.

Η σύνθετη ενεργειακή εξίσωση στη γηραιά Ήπειρο και οι προκλήσεις της πράσινης μετάβασης αναλύθηκαν εκτενώς στη χθεσινή συζήτηση με τίτλο «Ενεργειακές, Γεωπολιτικές και κλιματικές κρίσεις: Πώς θα επιτευχθεί η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία;», που πραγματοποιήθηκε στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας, στο πλαίσιο της Γαλλικής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).

Αφύπνιση, αλλαγές και νέες ανάγκες
Η εκτίμηση του διευθυντή του Κέντρου Ενέργειας και Κλίματος του Γαλλικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (IFRIS), Μαρκ Αντουάν Ελ Ματζεγκιά, είναι ότι χαμηλές τιμές που απολάμβανε η Ευρώπη στα ορυκτά καύσιμα την περίοδο 2015-2020 δημιούργησαν αίσθηση «ασφάλειας και ειρήνης» και πως θα «μπορούσαμε να εστιάσουμε στους πράσινους στόχους». «Θεωρούσαμε» είπε, «ότι δεν έπρεπε να επισπεύσουμε τη μετάβαση στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Ο πόλεμος ήταν σκληρή αφύπνιση για όλους».

Για τον ίδιο, το Green Deal «είναι μια τεράστια ευκαιρία για να προστατέψουμε το κλίμα μας και να γίνουμε πιο αυτόνομοι. Θα χαθούν πολλές θέσεις εργασίας αλλά η Ευρώπη μπορεί να εκβιομηχανιστεί ξανά. Η μετάβαση θα έχει επιπτώσεις στη ζωή μας, δεν θα ζούμε χειρότερα αλλά διαφορετικά». Στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης, ο γάλλος επισημαίνει τρία τινά: Tην ενίσχυση των καταναλωτών και δη των πιο ευάλωτων. Την ανάγκη να προχωρήσουν οι στόχοι της πράσινης μετάβασης και σε περιοχές όπως η Αφρική και τρίτον να υπάρχει ρυθμιστικό πλαίσιο καθώς «η αγορά δεν μπορεί να τα ρυθμίσει όλα. Το εργαλείο είναι η φορολόγηση των μορφών ενέργειας που ρυπαίνουν».

Ο κ. Ματζεγκιά τάχθηκε υπέρ της χρήσης πυρηνικής ενέργειας καθώς «ρυπαίνει λιγότερο το περιβάλλον από τις ΑΠΕ», ενώ σχετικά με τα του φυσικού αερίου σημείωσε ότι δεν πρέπει να δημιουργηθούν νέες κατασκευές «που θα είναι τεράστιες και θα κρατήσουν χρόνο» αλλά να γίνουν επενδύσεις «σε υφιστάμενες δομές».

EastMed
Μετά την τελευταία αποστροφή, «Το Βήμα» ρώτησε τον Γάλλο ειδικό εάν θεωρεί ότι η υλοποίηση του αγωγού EastMed μπορεί να εισφέρει στην ευρωπαϊκή απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο και αν το όλον project πρέπει να «ιδωθεί» με άλλη οπτική, υπό το φως και του ρωσο-ουκρανικού πολέμου.

«Έχετε να επιλέξετε μεταξύ επενδύσεων σε υφιστάμενες υποδομές και τη δυνατότητα να κατασκευάσετε νέες υποδομές χωρίς να ξέρετε το κόστος» ανέφερε. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι υποδομές αυτές «θα πάρουν χρόνια να κατασκευαστούν, και θα γίνουν σε μια αγορά που επιβραδύνεται, ενόσω οδεύουμε στην ουδετερότητα (σ.σ. από το φυσικό αέριο)».

Γι’ αυτό, υπογράμμισε, ότι η «λογική επιλογή» είναι η χρήση των υφιστάμενων υποδομών «στον μέγιστο βαθμό». «Τώρα αν πρέπει να κατασκευάσουμε έναν αγωγό για να συνδεθούμε (σ.σ. ως Ευρώπη) με την Αίγυπτο ας γίνει, αντί να φτιάξουμε επιλογές που δεν είναι άμεσες και είναι κοστοβόρες» πρόσθεσε. Πρότεινε, δε, τη δημιουργία σταθμού αποθήκευσης LNG (υγροποιημένου φυσικού αερίου) σε Κρήτη ή Κύπρο.

Πλανήτης κλιματικά ουδέτερος
«Η μετάβαση προς την βιωσιμότητα είναι η μεγαλύτερη μετασχηματιστή αλλαγή που καλείται να κάνει ο άνθρωπος στην ιστορία του» σημείωσε από την πλευρά της η Φοίβη Κουντούρη. Η καθηγήτρια Οικονομικών και Διευθύντρια του Εργαστηρίου Κοινωνικοοικονομικής και Περιβαλλοντικής Βιωσιμότητας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών τόνισε πως «όλος ο κόσμος πρέπει να γίνει κλιματικά ουδέτερος. Πρέπει να βοηθήσουμε τον αναπτυσσόμενο κόσμο».

Η κ. Κουντούρη υποστήριξε ότι η ΕΕ επένδυσε πολύ αργά «χρονικά και ως ρυθμό» στις ΑΠΕ, τονίζοντας πως υπάρχει έλλειμα μακροπρόθεσμου στρατηγικού σχεδιασμού στο ζήτημα. «Απάντηση στην ενεργειακή κρίση είναι το φυσικό αέριο που παράγεται από γείτονες που είναι ασταθείς γεωπολιτικά; Και η πυρηνική ενέργεια (σ.σ. που παράγει η Ευρώπη) έχει αποτύπωμα στο περιβάλλον» επισήμανε.