Δεν θα χρειαζόταν να κάνει κανείς πολλά. Θα αρκούσε να έπαιρνε αυτούσιο τον λόγο του Μίκη Θεοδωράκη και να άλλαζε μόνο μερικές λέξεις. Αντί για Βελιγράδι, Κίεβο. Αντί για εθνοκάθαρση, αποναζιστικοποίηση. Αντί για αιρετική, απείθαρχη. Και να πώς θα ακουγόταν το απόσπασμα: «Αυτά περί αποναζιστικοποίησης είναι προσχήματα. Μοναδικός τους στόχος είναι να μεταβάλουν την απείθαρχη Ουκρανία σε καμένη γη. (…) Κίεβο, τραγουδάμε για σένα, είμαστε στο πλευρό σας, το δίκαιο είναι μαζί σας και το δίκαιο θριαμβεύει».

Θα αρκούσε εάν στην αντιπολεμική διάθεση εκπροσώπων του καλλιτεχνικού κόσμου κυριαρχούσε η πολιτική οκνηρία. Βαριέσαι. Και όταν βαριέσαι, τι κάνεις; Αντιγράφεις τη φόρμα, κοπιάρεις το παρελθόν. Αυτό όμως που κυριαρχεί δεν είναι η οκνηρία, αλλά η απροθυμία. Δεν είναι πως βαριέσαι, είναι πως δεν θέλεις. Και τότε τι κάνεις; Καλύπτεις την απροθυμία σου με έναν τόσο πολύχρωμο πασιφισμό που γίνεται ανώδυνος. Βολεύεσαι πίσω από την ειρήνη – εκείνη την αόριστη ειρήνη που, σαν τον άυλο άνθρωπο, είναι η απάντηση σε κάθε ερώτημα.

Κάπως έτσι, η συναυλία της ερχόμενης Τρίτης στα Προπύλαια θα ακολουθήσει όλους τους τύπους. Θα είναι, ας πούμε, μια συναυλία  πεζοκεφαλαίων. Αντί για ειρήνη, Ειρήνη. Αντί για άνθρωπος, Ανθρωπος. Θα είναι όμως η πρώτη συναυλία η οποία θα γίνεται με αφορμή έναν πόλεμο αλλά με τον πόλεμο να ακούγεται μόνο σαν ψίθυρος – σιγά, μη μας ακούσουν, δυναμώστε τα μπάσα, ουρλιάξτε τις νότες για να ξεφύγουμε από τις ακατάλληλες λέξεις.

Η συναυλία, λένε εκείνοι που ξέρουν, γίνεται σε ένα περιβάλλον παρασκηνιακού καλλιτεχνικού διχασμού. Δεν συμφωνούν όλοι οι καλλιτέχνες με την αντίληψη πως μπορεί να καταγγέλλεται το ΝΑΤΟ μόνο του, το ΝΑΤΟ με τη Ρωσία μαζί, αλλά ποτέ η Ρωσία μόνη της. Ενδεχομένως να μην είχε και τόση σημασία εάν ο καλλιτεχνικός αυτός διχασμός μετά μουσικής δεν εκπροσωπούσε έναν ευρύτερο κοινωνικό διχασμό. Αν δεν διαπερνούσε την κοινωνία ένα άλλοτε κρυφό και άλλοτε ολοφάνερο φιλοπουτινικό ρεύμα.

Το ρεύμα δεν υποστηρίζει αναγκαστικά έναν δικτάτορα – μπορεί απλώς να επικρίνει τη Δύση. Οι καλλιτέχνες της Τρίτης το λένε, δεν είμαστε υπέρ του Πούτιν, καταγγέλλουμε τη ρωσική εισβολή. Το πρόβλημα όμως δεν είναι πως η καταγγελία αυτή γίνεται στα ψιλά γράμματα και όχι στην μπροσούρα της συναυλίας. Είναι πως η υπεράσπιση της θέσης «εγώ δεν είμαι με κανέναν παρά μόνο με την ειρήνη» συνοδεύεται από τον υπαινιγμό πως μπορεί να μη φταίει μόνο ο θύτης. Μήπως τα ήθελε λίγο και το θύμα; Μήπως προκάλεσε;

Είναι ένα ύπουλο ερώτημα που έχει διατυπωθεί σε όλες τις εκδοχές του βιασμού. Είναι ένα ερώτημα που δεν αναγνωρίζει την αυτοδιάθεση (του σώματος ή των επιλογών στην εξωτερική πολιτική), αλλά την υποταγή στις αντιλήψεις που έχει ένας άλλος, ο πιο ισχυρός, για το σώμα, για την εξωτερική πολιτική, για το τι συνιστά πρόκληση. Δηλαδή; «Κίεβο, εδώ τραγουδάμε για την ειρήνη και με το «Ε» κεφαλαίο. Εσύ εκεί χαλάρωσε και απόλαυσέ το…».