Η απόφαση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να απολύσει την περασμένη Τετάρτη τον υπουργό Οικονομικών Λουτφί Ελβαν, αντικαθιστώντας τον με τον μέχρι τότε υφυπουργό του (και στενό συνεργάτη του γαμπρού του Μπεράτ Αλμπαϊράκ) Νουρεντίν Νεμπάτι, μοιάζει με αλλαγή «μάγειρα» αλλά διατήρηση της ίδιας «συνταγής» στην οικονομία.

Ο απερχόμενος υπουργός Οικονομικών δεν συμμεριζόταν τις απόψεις του τούρκου προέδρου ως προς την αντιμετώπιση της νομισματικής κρίσης. Στα… «Erdoganomics», η συνεχιζόμενη πτώση της αξίας της τουρκικής λίρας – η ισοτιμία της οποίας έφτασε μέχρι και τις 14 λίρες έναντι ενός δολαρίου – αντιμετωπίζεται με μείωση (αντί για αύξηση, όπως προβλέπει η ορθόδοξη οικονομική θεωρία) των επιτοκίων της Κεντρικής Τράπεζας. Αυτό συντελεί στην αύξηση του πληθωρισμού (κυμαίνεται στο 20%), με αποτέλεσμα οι πολίτες να βλέπουν την αξία του εισοδήματός τους να βαίνει μειούμενη και ταυτόχρονα τις τιμές των αγαθών να αυξάνονται.

 Τι περιμένει από Νεμπάτι

Ωστόσο, ο Νεμπάτι διαφέρει από τον προκάτοχό του, όπως επιβεβαιώνει και το βιογραφικό του. Ως επί μακρόν στέλεχος του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) και συγγραφέας της διατριβής «Μια συγκριτική ανάλυση της προοπτικής των οργανώσεων του ΑΚΡ προς τις δημοκρατικές αξίες: Από το εθνικό όραμα στη συντηρητική δημοκρατία» είναι δεδομένο ότι θα εισφέρει σε αυτό που ο κ. Ερντογάν έχει χαρακτηρίσει «οικονομικό πόλεμο ανεξαρτησίας» και μάχη εναντίον των «λόμπι των επιτοκίων». Υπενθυμίζεται ότι μέσα σε δύο χρόνια ο Ερντογάν έχει αλλάξει τρεις διοικητές της Κεντρικής Τράπεζας και δύο υπουργούς Οικονομικών.

Η πλειονότητα των οικονομικών αναλυτών χαρακτηρίζει «ανορθόδοξη» την πολιτική Ερντογάν απέναντι στην κατάρρευση της λίρας, ενώ τα διεθνή Μέσα εξαπολύουν πυρ ομαδόν εναντίον του. «Η νομισματική κρίση της Τουρκίας είναι έργο του Ερντογάν» σημειώνουν σε άρθρο τους οι «Financial Times», τονίζοντας ότι, αν δεν αλλάξει πορεία η Αγκυρα, «το μόνο ερώτημα που αντιμετωπίζει είναι πόσο ακόμη θα παραμείνει ο πρόεδρος και πόση ζημιά μπορεί να κάνει πριν φύγει».

Με το μυαλό στον… Μακιαβέλι

Ως έμπειρος πολιτικός, ο Ερντογάν γνωρίζει ότι ο οικονομικός σκόπελος που διέρχεται η χώρα και οι μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν καθημερινά οι συμπατριώτες του θα αποτελέσουν «λυδία λίθο» για το πολιτικό του μέλλον. «Οι άνθρωποι ξεχνούν ευκολότερα τον θάνατο του πατέρα τους παρά την απώλεια της περιουσίας τους» έγραψε ο Μακιαβέλι πριν από αιώνες και ο πραγματιστής Ερντογάν αντιλαμβάνεται ότι πιθανή συνέχιση της οικονομικής κρίσης μπορεί να σημάνει το τέλος της εποχής του.

Στο πλαίσιο αυτό, η Αγκυρα επιχειρεί να κλείσει διάφορα μέτωπα στην εξωτερική της πολιτική, κάποια εκ των οποίων έχουν σαφή οικονομική απόληξη. Το πρόσφατο ταξίδι του πρίγκιπα διαδόχου των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ) στην Τουρκία, του σεΐχη Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ, και η συμφωνία για επενδύσεις έως και 10 δισ. δολάρια στη χειμαζόμενη τουρκική οικονομία σηματοδότησαν το τέλος των – από δεκαετίας – εχθρικών διμερών σχέσεων. Ο τούρκος πρόεδρος μάλιστα δεσμεύθηκε να ανταποδώσει την επίσκεψη τον προσεχή Φεβρουάριο.

«Διπλωματία των ομήρων»

Μείζονος σημασίας για την τουρκική εξωτερική πολιτική είναι επίσης η αποκατάσταση των σχέσεων με το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Εν προκειμένω, ορισμένοι εκτιμούν ότι για να πετύχει η Αγκυρα τον στόχο της θα μετέλθει όλων των δυνατών μέσων. «Η διπλωματία των ομήρων του Ερντογάν έγινε βασικός πυλώνας της εξωτερικής του πολιτικής μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου 2016» υπογραμμίζει ο έμπειρος αμερικανός αναλυτής Ερικ Εϊντελμαν, αναφερόμενος στην περίπτωση των δύο Ισραηλινών που συνελήφθησαν πρόσφατα στην Κωνσταντινούπολη με την κατηγορία της κατασκοπείας. Με παρέμβαση του Ερντογάν, οι δύο Ισραηλινοί επέστρεψαν στην πατρίδα τους, ενώ ο τούρκος πρόεδρος εξ αφορμής του γεγονότος επικοινώνησε τόσο με τον ισραηλινό ομόλογό του Ισαάκ Χέρτζογκ όσο και με τον πρωθυπουργό Ναφτάλι Μπένετ.

Υπενθυμίζεται ότι τον περασμένο Μάιο Αγκυρα και Κάιρο εκκίνησαν διερευνητικές επαφές προκειμένου να ομαλοποιήσουν τις σχέσεις τους. Παρότι οι συνομιλίες δεν είχαν πρόοδο, χαρακτηρίστηκαν «ειλικρινείς και σε βάθος», με τις δύο χώρες να δεσμεύονται να συνεχίσουν τις διμερείς επαφές τους. Τόσο το Ισραήλ όσο και η Αίγυπτος, εκτός από κομβικοί δρώντες στη σκακιέρα της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, έχουν βαθιές στρατηγικές συνεργασίες με την Ελλάδα, κάτι που η Αγκυρα θα επιθυμούσε να διεμβολήσει.

Στο τουρκικό κάδρο επαναπροσέγγισης βρίσκεται και η Σαουδική Αραβία. Την περασμένη Πέμπτη ο τούρκος υφυπουργός Εξωτερικών, Γιαβούζ Σελίμ Κιράν, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον ομόλογό του από τη Σαουδική Αραβία.

Οι σχέσεις με την Ουάσιγκτον

Φυσικά, η «ερώτηση του ενός εκατομμυρίου» αφορά τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Οι υπουργοί Εξωτερικών ΗΠΑ και Τουρκίας, Αντονι Μπλίνκεν και Μεβλούτ Τσαβούσογλου, συναντήθηκαν την περασμένη Τετάρτη στη Λετονία, στο πλαίσιο της ετήσιας Συνόδου Κορυφής του ΟΑΣΕ. Το κλίμα ήταν καλό, με τους δύο υπουργούς να αλληλοαποκαλούνται «φίλοι», ενώ η συζήτηση κινήθηκε γύρω από τις εξελίξεις σε Ουκρανία, Δυτικά Βαλκάνια, Λιβύη, Αφγανιστάν, Καύκασο και Αφρική.

Ευρωπαϊκό «καμπανάκι» για Καβαλά

Το Συμβούλιο της Ευρώπης αποφάσισε να παραπέμψει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) την υπόθεση του Οσμάν Καβαλά. Ο τούρκος επιχειρηματίας-ακτιβιστής κρατείται από το 2017 – με την κατηγορία πως υποκίνησε τις διαδηλώσεις στο Πάρκο Γκεζί – παρότι τόσο διεθνή δικαστήρια όσο και δυτικοί αξιωματούχοι τονίζουν την ανάγκη αποφυλάκισής του.

Πάντως, η κυβέρνηση Ερντογάν δεν δείχνει να επηρεάζεται από τις εξωτερικές «συστάσεις» για τα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κράτους δικαίου. Λίγες ημέρες νωρίτερα, συνελήφθη ο εκ των ιδρυτών του αντιπολιτευόμενου Κόμματος Δημοκρατία και Πρόοδος (DEVA) και γνωστός αμυντικός αναλυτής Μετίν Γκιουρτζάν. Ο τελευταίος φυλακίστηκε με την κατηγορία της «πολιτικής και στρατιωτικής κατασκοπείας». Πρόεδρος του DEVA είναι ο Αλί Μπαμπατζάν, πρώην πρωθυπουργός και υπουργός Οικονομικών κυβερνήσεων του AKP.

Σημειώνεται ότι τα έξι κόμματα της τουρκικής αντιπολίτευσης συμφώνησαν να αποκαταστήσουν το κοινοβουλευτικό σύστημα στην Τουρκία μετά τις (προγραμματισμένες για το καλοκαίρι του 2023) εκλογές, ενώ μεταξύ των αλλαγών θα είναι ο περιορισμός της προεδρικής θητείας και οι εκτελεστικές εξουσίες του προέδρου.