Ο Κυριάκος Μητσοτάκης την περασμένη εβδομάδα, με φόντο τη βυθισμένη στο σκοτάδι Αττική, έδωσε για μια ακόμα φορά το «πράσινο φως» προκειμένου να προχωρήσει όχι μόνο η αποκρυστάλλωση των αρμοδιοτήτων μεταξύ των διάφορων βαθμίδων διοίκησης, αλλά και η μεταφορά αρμοδιοτήτων από το κεντρικό κράτος στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια τοπική αυτοδιοίκηση.

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΠΟΡΙΣΜΑ

«Και εγώ και πολλοί άλλοι πιστεύω ότι ενοχληθήκαμε από αυτό το “πινγκ πονγκ” των ευθυνών ανάμεσα στους διάφορους αρμόδιους, γι’ αυτό και είναι απόφασή μας να προχωρήσουμε με ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα σε μια κεντρική μας προεκλογική δέσμευση, που δεν είναι άλλη από την αποκρυστάλλωση των αρμοδιοτήτων σε όλα τα επίπεδα κρατικής λειτουργίας, ξεκινώντας από το κεντρικό κράτος» δήλωσε ο Πρωθυπουργός.

Αυτό το εγχείρημα, «η πραγματική μεταρρύθμιση που δεν έγινε», είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να οδηγήσει την Ελλάδα στον 21ο αιώνα, να τη μετατρέψει από το πιο συγκεντρωτικό κράτος της Ευρώπης σε ένα σύγχρονο, ορθολογικό και αποτελεσματικό κράτος με πολυεπίπεδη διακυβέρνηση. Είναι, όμως, ένας δρόμος δύσκολος καθώς, όπως κάθε μεταρρύθμιση, αντιμετωπίζει αντιστάσεις από ποικίλα συμφέροντα που έχουν βολευτεί από τη σημερινή διάσπαση και την αλληλοεπικάλυψη των αρμοδιοτήτων, που, εκτός των άλλων, επέτρεψαν το «πινγκ πονγκ» των ευθυνών που ενόχλησε τον Πρωθυπουργό.

Τα φαντάσματα από το παρελθόν

Είναι, πράγματι, αποφασισμένη η κυβέρνηση να συγκρουστεί ή τρομάζει μπροστά στο ενδεχόμενο να βρεθεί αντιμέτωπη με τις μαύρες σημαίες του «Καποδίστρια» και του «Καλλικράτη», των μεταρρυθμίσεων που επιχείρησαν οι κυβερνήσεις του ΠαΣοΚ;

Πριν από έναν χρόνο στο υπουργείο Εσωτερικών συστάθηκε μια επιτροπή υπό τον καθηγητή Ξενοφώντα Κοντιάδη. Η κατεύθυνση που έδωσε ο τότε υπουργός Εσωτερικών Τάκης Θεοδωρικάκος στα μέλη της επιτροπής ήταν «μεταφέρετε όσες αρμοδιότητες μπορείτε στην τοπική αυτοδιοίκηση». Η οδηγία ήταν απόλυτα ευθυγραμμισμένη με τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε κάνει λόγο «για μια νέα αυτοδιοίκηση», ενισχυμένη με σημαντικές αρμοδιότητες και πόρους.

Εναν χρόνο μετά, η επιτροπή και το έργο της αποτέλεσαν αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης. «Διαπιστώνουμε την απροθυμία της κυβέρνησης να προχωρήσει σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που θα πάνε τη χώρα επιτέλους μπροστά» δήλωσε στη Βουλή ο Γιώργος Καμίνης, βουλευτής του Κινήματος Αλλαγής, που ζήτησε από την κυβέρνηση να δώσει στη δημοσιότητα το… χαμένο πόρισμα της Επιτροπής Κοντιάδη.

Σύμφωνα με τον καθηγητή Ξενοφώντα Κοντιάδη, η επιτροπή στην οποία προΐστατο παρέδωσε ανεπίσημα τον περασμένο Μάιο στην προηγούμενη πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εσωτερικών ένα πόρισμα 140 σελίδων

Το πόρισμα και η… εργασία

Ο αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών Στέλιος Πέτσας, νωρίτερα, είχε δηλώσει ότι «δεν υπάρχει πόρισμα επίσημο της Επιτροπής Κοντιάδη, υπάρχει φυσικά η πολύ σημαντική εργασία του κ. Κοντιάδη».Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι δηλώσεις του υπουργού Εσωτερικών Μάκη Βορίδη στην πρόσφατη συνεδρίαση της ΚΕΔΕ. «Δεν υπάρχει κάποιο προϊόν που να έχει παραδοθεί από τη συγκεκριμένη Επιτροπή. Δεν έχει παραδοθεί κάποιο κείμενο. Κάποιες σκέψεις μού έδωσε η υπηρεσιακή γραμματέας, αλλά αυτό απέχει πολύ από αυτό που θέλω εγώ, αλλά και από τις νομικές και συνταγματικές προϋποθέσεις που τίθενται. Είμαστε ακόμη μακριά από το επιθυμητό αποτέλεσμα» τόνισε.

Προσχέδιο νόμου από το φθινόπωρο

Σύμφωνα με τον ίδιο τον κ. Κοντιάδη, στην προηγούμενη πολιτική ηγεσία του υπουργείου παραδόθηκε, ανεπίσημα, στις 25 Μαΐου, ένα πόρισμα 140 σελίδων και, σύμφωνα με πληροφορίες, είχε ήδη ετοιμαστεί προσχέδιο νόμου το φθινόπωρο, το οποίο, σύμφωνα με τον προγραμματισμό που υπήρχε στο υπουργείο, θα ερχόταν στη Βουλή τους πρώτους μήνες του 2021.

Η έκθεση της Επιτροπής Κοντιάδη, την οποία παρουσιάζει σήμερα αποκλειστικά «Το Βήμα της Κυριακής», δεν είναι, όπως δηλώνουν κυβερνητικοί παράγοντες, «μια απλή έκθεση ιδεών». Οσοι γνωρίζουν τον τρόπο λειτουργίας και τις παθογένειες του ελληνικού κράτους ισχυρίζονται ότι αποτελεί «μια σοβαρή βάση συζήτησης», «έναν οδικό χάρτη» που οδηγεί στο ζητούμενο της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης.

Πολυεπίπεδη διακυβέρνηση

Στο πόρισμα ή την έκθεση της Επιτροπής Κοντιάδη αποτυπώνεται η βούληση για ριζική αποκέντρωση του κράτους και τη δημιουργία για πρώτη φορά της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης, της προϋπόθεσης για τη συγκρότηση ενός επιτελικού κράτους. Η Επιτροπή προτείνει μεγάλης έκτασης μεταφορά αναπτυξιακών αρμοδιοτήτων από τις αποκεντρωμένες διοικήσεις στις αιρετές περιφέρειες που έχουν την ευθύνη του αναπτυξιακού σχεδιασμού και σημαντικού μέρους της εφαρμογής του, ώστε να παρακαμφθούν «σημαντικά γραφειοκρατικά εμπόδια και καθυστερήσεις εξαιτίας των πολύπλοκων διαδρομών». Προτείνεται επίσης η μεταφορά σημαντικών λειτουργιών και αρμοδιοτήτων στο πεδίο της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) και της Δημόσιας Υγείας προς τη δευτεροβάθμια αυτοδιοίκηση, αλλά και η μεταφορά συγκεκριμένων λειτουργιών και αρμοδιοτήτων στο πεδίο της εκπαίδευσης στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια αυτοδιοίκηση.

Συμβούλιο Μεταφοράς Αρμοδιοτήτων στο ΑΣΕΠ

Για τη διαδικασία αξιολόγησης των αρμοδιοτήτων και τη μεταφορά τους στην αυτοδιοίκηση, μαζί με τους πόρους που επιτρέπουν την αποτελεσματική άσκησή τους, η Επιτροπή προτείνει τη σύσταση Συμβουλίου Μεταφοράς Αρμοδιοτήτων, που θα εδρεύει και θα λειτουργεί εντός του ΑΣΕΠ. Το Συμβούλιο Μεταφοράς Αρμοδιοτήτων, με μέλη του συμβούλους ΑΣΕΠ που θα απασχολούνται αποκλειστικά με αυτό το αντικείμενο και με πρόεδρο έναν αντιπρόεδρο του ΑΣΕΠ (οι σχετικές αλλαγές θα ενταχθούν σε νόμο τροποποίησης του ΑΣΕΠ), θα απολαμβάνει λειτουργική ανεξαρτησία και δεν θα υπόκειται σε εποπτεία και έλεγχο από κυβερνητικά όργανα ή άλλες διοικητικές αρχές.

Το Συμβούλιο θα υπόκειται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής. Σε πρώτη φάση, λοιπόν, το Συμβούλιο θα ξεκαθαρίσει ποιες είναι οι εκτελεστικές αρμοδιότητες που σχετίζονται με αυτό που αποκαλείται «στενός πυρήνας του κράτους» και οι οποίες θα παραμείνουν στην αποκεντρωμένη διοίκηση. Οι υπόλοιπες θα μεταφερθούν στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια τοπική αυτοδιοίκηση.

Οι αρμοδιότητες για την ανάπτυξη

Ως προς τις αρμοδιότητες που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τον αναπτυξιακό ρόλο που έχουν αναλάβει οι αιρετές περιφέρειες μετά τον «Καλλικράτη», η Επιτροπή εισηγείται μεγάλης έκτασης μεταφορά αρμοδιοτήτων από τις αποκεντρωμένες διοικήσεις στις περιφέρειες. Σήμερα, οι περιφέρειες, που έχουν τον αναπτυξιακό σχεδιασμό και σημαντικό μέρος της εφαρμογής του, όπως η υλοποίηση των σχετικών έργων, αντιμετωπίζουν ή βλέπουν τις επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν πολύ σημαντικά γραφειοκρατικά εμπόδια και καθυστερήσεις εξαιτίας των πολύπλοκων και πολυεπίπεδων διαδρομών αδειοδότησης και ελέγχου διαφόρων δραστηριοτήτων και έργων. Θα πρέπει λοιπόν να υπάρξει μια συστηματική ανακατανομή αρμοδιοτήτων με αιχμή του δόρατος τη μεταφορά των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων.

Οπως αναφέρει το πόρισμα, οι κάθε είδους εκτελεστικές αρμοδιότητες θα πρέπει να περιέρχονται είτε στις αποκεντρωμένες μονάδες του κράτους είτε στους δύο βαθμούς αυτοδιοίκησης. Βασικό κριτήριο είναι ότι όλες οι εκτελεστικές αρμοδιότητες (και όχι μόνο μέρος αυτών) που επιφυλάσσονται υπέρ του κράτους θα πρέπει να αποδίδονται στην κρατική περιφερειακή διοίκηση, εφόσον, επιπρόσθετα, αποτελούν και το κατάλληλο χωρικό επίπεδο άσκησής τους. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να περιέλθουν στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης.

Η Επιτροπή Κοντιάδη θεωρεί επιβεβλημένη την ανάθεση των δημόσιων δομών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) στη δευτεροβάθμια αυτοδιοίκηση

Ανάθεση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας στις περιφέρειες και δημιουργία δικτύων

Η Επιτροπή κρίνει επιβεβλημένη την ανάθεση των δημόσιων δομών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) στη δευτεροβάθμια αυτοδιοίκηση. Παράλληλα προτείνεται η δημιουργία δικτύων τα οποία θα μεταφερθούν ώστε να σταματήσει ο κατακερματισμός της Πρωτοβάθμιας Υγείας. Τα ΔΠΦΥ χρηματοδοτούνται μέσω κλειστού σφαιρικού προϋπολογισμού και στη συνέχεια αποζημιώνουν τους συμμετέχοντες με μισθό (διευθυντικά στελέχη πλήρους απασχόλησης), με αποζημίωση κατά κεφαλήν για τους γενικούς οικογενειακούς γιατρούς ή συμβόλαια για τους ειδικούς γιατρούς. Το μάνατζμεντ των δικτύων μπορεί να αναληφθεί από τις αιρετές περιφέρειες με εξαίρεση την επιλογή του μόνιμου προσωπικού, που ανήκει στον Ειδικό Κλάδο Λειτουργών ΠΦΥ (γιατροί και νοσηλευτές), την έκδοση κατευθυντήριων οδηγιών για την άσκηση κλινικών πρακτικών και παρεμβάσεων Δημόσιας Υγείας και την αξιολόγηση και πιστοποίηση της λειτουργίας των ΔΠΦΥ.

Στο πλαίσιο αυτό προτείνεται, εκτός των άλλων, η σταδιακή πρόσληψη 100 γιατρών Δημόσιας Υγείας και 300 εποπτών Δημόσιας Υγείας σε ορίζοντα τριετίας, συνολικού ετήσιου προϋπολογισμού της τάξης των 4 και 7,5 εκατομμυρίων αντιστοίχως, αλλά και η ενίσχυση των προϋπολογισμών Υγείας της περιφέρειας με αναδιάρθρωση και πόρους από τα διαρθρωτικά ταμεία κατά 25% με προοπτική τριετίας.

Συμμετοχή των δήμων κατά 20% στο σχολικό πρόγραμμα σπουδών

Η Επιτροπή προτείνει να εκχωρηθούν στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια αυτοδιοίκηση αρμοδιότητες διαχείρισης των σχολικών μονάδων. Επίσης προτείνεται, για πρώτη φορά, η μεταφορά στην αυτοδιοίκηση ενός περιορισμένου μέρους των αρμοδιοτήτων που άπτονται αυτής καθαυτήν της εκπαιδευτικής λειτουργίας των σχολικών μονάδων (εκπαιδευτικός σχεδιασμός σε τοπικό επίπεδο).

Συγκεκριμένα, δίνεται στην πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση το σύνολο της λειτουργίας και η κατανομή των πόρων (εξαιρουμένης της μισθοδοσίας του διδακτικού προσωπικού) των σχολικών μονάδων της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Παράλληλα ο πρώτος βαθμός αυτοδιοίκησης (δήμοι) θα έχει τη δυνατότητα να διαμορφώνει το 20% του σχολικού προγράμματος σπουδών, με το 80% να παραμένει στην κεντρική διοίκηση (υπουργείο Παιδείας).

Η πρόταση μεταφέρει στην τοπική αυτοδιοίκηση τις αρμοδιότητες που αφορούν τη διά βίου μάθηση (μετα-δευτεροβάθμια αρχική και συνεχιζόμενη επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση, καθώς και γενική εκπαίδευση ενηλίκων), αφήνοντας στην κεντρική κυβέρνηση την αρμοδιότητα της διαμόρφωσης του θεσμικού πλαισίου και της στρατηγικής κατεύθυνσης των εν λόγω δημόσιων πολιτικών. Σημειώνεται ότι τα θέματα προσλήψεων, υπηρεσιακών μεταβολών και μισθοδοσίας, καθώς και κάθε άλλο θέμα που αφορά τους εκπαιδευτικούς των σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης εξακολουθούν να αποτελούν αποκλειστική αρμοδιότητα του υπουργείου Παιδείας, όπως ισχύει σήμερα.