Ο δρόμος για την αποκατάσταση και αξιοποίηση δύο ιστορικών βιομηχανικών συγκροτημάτων της Ελευσίνας – του «Βότρυς» και του Ελαιουργείου – άνοιξε με μια ρύθμιση-κλειδί που βάζει τις εγκαταστάσεις στη… θέση που τους αρμόζει. Με τη νέα νομοθετική πρωτοβουλία θεραπεύεται μια πολεοδομική «ανορθογραφία» η οποία ως τροχοπέδη μπλόκαρε, για περίπου μία δεκαετία, τις διαδικασίες για την εγκατάσταση του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Ελευσίνας και πολλών άλλων πολιτιστικών χρήσεων που είχαν συνδεθεί και με τον θεσμό της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης 2021».

Οι τοπικοί φορείς της περιοχής πανηγυρίζουν, παρότι είναι αδύνατο πλέον οι δύο γειτονικές βιομηχανικές εγκαταστάσεις των περίπου 40 στρεμμάτων να είναι εγκαίρως έτοιμες, ώστε να αποτελέσουν στέγη για τις δράσεις που προγραμματίζονται στην πόλη, η οποία θα αποτελέσει τον πολιτιστικό «καθρέφτη» της χώρας μας στην Ευρώπη για τον επόμενο χρόνο. Από το 2011 πάλευαν, σε όλα τα επίπεδα, με όλους τους τρόπους και σε όλους τους τόνους, καθώς ο χώρος του πρώην «Βότρυς» δεν ήταν κατάλληλος για την εγκατάσταση του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου της Ελευσίνας, όπως είχε αρχικά χωροθετηθεί.

Μια διασύνδεση-ορόσημο

Με τη νέα ρύθμιση, ο χώρος ανέγερσης του Μουσείου μεταφέρεται από το «Βότρυς» στον διπλανό χώρο του παλιού Ελαιουργείου των 26 στρεμμάτων, στον οποίο θα διατηρηθούν παράλληλα και χρήσεις πολιτιστικών λειτουργιών. Στα 17 στρέμματα του «Βότρυς», με τις δύο καμινάδες και τα δύο διατηρητέα κτίσματα, του Οινοποιείου και του Ηλεκτρολογείου (με κηρυγμένο και τον εξοπλισμό τους), αποδίδονται χρήσεις πολιτιστικών λειτουργιών.

Η ακαταλληλότητα του συγκροτήματος «Βότρυς», σύμφωνα με τα όσα επισημαίνει στο «Βήμα» ο εκπρόσωπος της Κίνησης Πολιτών Ecoeleusis Χρήστος Χρηστάκης, επιβεβαιώθηκε και τεκμηριώθηκε και από την πρόσφατη «Μελέτη Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων» (2018) για την Ελευσίνα. Τον λόγο έχει τώρα το υπουργείο Πολιτισμού, το οποίο οφείλει να αγοράσει το ακίνητο – όπως έχει δεσμευτεί και η πολιτική του ηγεσία -, να εκπονήσει τη βασική και τις συνοδές μελέτες και να αντλήσει πόρους από διάφορες πηγές για τη χρηματοδότηση του έργου.

Οπως εξηγεί ο κ. Χρηστάκης, με την εγκατάσταση του νέου Μουσείου στο παλαιό Ελαιουργείο θα επιτευχθεί και η πολυπόθητη διασύνδεση του αρχαιολογικού χώρου με το παράλιο μέτωπο της πόλης, όπως υποδεικνύει από το 2004 μελέτη του Εργαστηρίου Αστικού Περιβάλλοντος του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, αλλά και η πρόσφατη μελέτη για την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της Ελευσίνας. «Η νέα χωροθέτηση στις ανενεργές βιομηχανικές εγκαταστάσεις του παλαιού Ελαιουργείου που εκτείνονται νότια του αρχαιολογικού χώρου ήταν μονόδρομος και ακατανόητη η καθυστέρηση τόσων χρόνων» σημειώνει ο κ. Χρηστάκης.

Κτιριακό απόθεμα 2.000 τ.μ.

Στα κελύφη του Ελαιουργείου, της παλαιότερης βιομηχανικής εγκατάστασης της πόλης, υπάρχει επαρκές κτιριακό απόθεμα 2.000 τ.μ. για να εξυπηρετήσει τις αυξημένες μουσειακές ανάγκες του αρχαιολογικού χώρου. «Οχι μόνο να στεγάσει τον θησαυρό των ευρημάτων που προέρχονται από τις σωστικές ανασκαφές και παραμένουν σήμερα στις αποθήκες του, αλλά και να ακολουθήσει τις νέες μουσειολογικές αντιλήψεις στον σχεδιασμό των εκθέσεων που δίνουν έμφαση στην προβολή των ευρημάτων, στις εκπαιδευτικές δράσεις, στην επικοινωνία με το ευρύ κοινό κ.ά.» επισημαίνει ο εκπρόσωπος της Ecoeleusis.

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της νέας ρύθμισης, η χωροθέτηση του Μουσείου στο Ελαιουργείο θα εξυπηρετήσει αρτιότερα τη λειτουργία του Μουσείου και των πολιτιστικών λειτουργιών που εξυπηρετούνται στον συγκεκριμένο χώρο (Φεστιβάλ «Αισχύλεια»), ενώ στο «Βότρυς» θα επιτρέπεται η χρήση «Πολιτιστικές λειτουργίες», ώστε να δημιουργείται ένας ενιαίος πολιτιστικός πόλος με το Ελαιουργείο.

Η μελέτη για την ενοποίηση

Η παρέμβαση αποτελεί έναν από τους κορυφαίους αναπτυξιακούς στόχους για την Ελευσίνα, καθώς θα αποδώσει στην πόλη δύο ιστορικούς χώρους. Η σχετική μελέτη για την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων, την οποία υλοποίησαν οι συναρμόδιοι φορείς των υπουργείων Πολιτισμού και Περιβάλλοντος, της Περιφέρειας Αττικής και του Δήμου Ελευσίνας, υπό τον συντονισμό της κυρίας Σόνιας Σούμπερτ, αναφέρεται στη χωροθέτηση του Μουσείου στο πρώην «Βότρυς», η οποία μειονεκτεί ως προς τη δυνατότητα διασύνδεσης του αρχαιολογικού χώρου με το θαλάσσιο μέτωπο της πόλης.

Επιπλέον επισημαίνεται ότι οι όποιες εργασίες εκσκαφών για την ανέγερση κτιριακών εγκαταστάσεων ήταν πιθανόν να σκοντάψουν στην ανεύρεση αρχαιολογικών ευρημάτων, καθώς εκτιμάται από την αρμόδια Εφορεία ότι στη συγκεκριμένη θέση ήταν χωροθετημένο το αρχαίο στάδιο της πόλης.

Από το πρώτο εργοστάσιο του 1895 στο νέο Μουσείο

Το πρώτο εργοστάσιο της Ελευσίνας ήταν το σαπωνοποιείο των αδελφών Χαριλάου, το οποίο κατασκευάστηκε το 1875 στο δυτικό τμήμα της ακτής, δίπλα στον λόφο των αρχαιοτήτων. Ηταν αυτό που λίγα χρόνια αργότερα, περί το 1895, μετεξελίσσεται στο Ελαιουργείο. Δίπλα του, δύο χρόνια πριν από την έλευση του 20ού αιώνα, ιδρύεται και η Οινοποιητική – Οινοπνευματική Εταιρεία Χαρίλαος και Σία», μετέπειτα «Βότρυς».

Οπως αναφέρεται σε έκθεση του Πολιτιστικού Ιδρύματος του Ομίλου Πειραιώς για τη βιομηχανική κληρονομιά της πόλης, το Ελαιουργείο στην αρχή παρήγε 500.000 οκάδες σάπωνα, εκ των οποίων εξάγονταν οι 125.000 οκάδες. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’30 «ξεκίνησε να παράγει λινέλαια, βαμβακέλαια, κοκοφοινικέλαια, σπορέλαια ραφινέ, πίτες για ζωοτροφές και κοινούς πράσινους σάπωνες, μεταξύ των οποίων ο «Σάπων Ελευσίνας» τύπου Μασσαλίας», ο οποίος συναγωνιζόταν μάλιστα τον γαλλικό.

Το Ελαιουργείο έβαλε λουκέτο προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και σήμερα ανήκει στην Εθνική Τράπεζα, η οποία το έχει παραχωρήσει στον Δήμο Ελευσίνας για τη διοργάνωση του θερινού φεστιβάλ των «Αισχυλείων».

Αποστάγματα

Από τον μηχανολογικό εξοπλισμό διασώζεται μόνο η συστοιχία των κυλινδρικών δεξαμενών στον μεσότοιχο με το εργοστάσιο «Βότρυς», το οποίο εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα του κλάδου οίνων και οινοπνευμάτων της χώρας.

Η εταιρεία, η οποία απέκτησε εγκαταστάσεις και σε άλλες πόλεις της χώρας, παρήγε φωτιστικό οινόπνευμα, οίνους, αποστάγματα, βερμούτ, κονιάκ και διθειούχο άνθρακα.

Το εργοστάσιο το 1938 περιήλθε στον Ομιλο Μποδοσάκη και διέκοψε τη λειτουργία του στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Αργότερα, στον χώρο εγκαταστάθηκε η εταιρεία ΣΙΝΤΡΑ, συμφερόντων Λ. Λαυρεντιάδη, η οποία ωστόσο δεν τον χρησιμοποιεί.