«Τι θα γινόταν εάν;». Μια ερώτηση που ταξιδεύει στις πιο εύφορες πεδιάδες του νου. Η κινητήρια δύναμη πίσω από τις πρώτες πράξεις ενός μικρού παιδιού, αντιμέτωπου με ένα τεράστιο, άγνωστο σύμπαν καθώς προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο. Αναρωτιέται, τεστάρει: Τι θα γινόταν εάν έβαζα το χέρι μου σ’ αυτή την τρύπα; Τι θα γινόταν εάν έριχνα κάτω αυτό το πράγμα που είναι πάνω στο άλλο πράγμα; Τι θα γινόταν εάν έφερνα το ένα άκρο του σώματός μου στο στόμα μου; Η ερώτηση-υπόθεση παραμένει η κινητήριος δύναμη. Αφορμή για δράση. Καθώς διαστέλλεται ο εγκέφαλος, η περιέργεια, η αναγνώριση και η γνώση πολλαπλασιάζονται, η κρίση αναπτύσσεται και οι υποθετική ερώτηση δεν έχει τελειωμό. Και είναι τόσο κομβική που συνδέεται άρρηκτα με τη δυαδική πληροφορία, στην οποία βασίζεται η σύγχρονη τεχνολογία. Σε αυτήν η πληροφορία περιορίζεται μόνο σε δύο τιμές: ένα ή μηδέν, τα bits. Οι άπειροι συνδυασμοί των εναλλακτικών τιμών (τι θα γινόταν εάν μετά το 0 ήταν το 1 και μετά το 0 κ.λπ.) δημιουργούν ένα αχανές δίκτυο πιθανοτήτων.

Ας μπούμε και σε ένα άλλο πεδίο χρήσης. Το ερώτημα επανέρχεται τη νύχτα μαζί με τα ψυχαναγκαστικά «Μήπως δεν έχω κλείσει το μάτι;», «Μήπως ξέχασα το ψυγείο ανοιχτό;». Λίγο προτού κοιμηθούμε συνήθως παίζουμε το σενάριο της επόμενης μέρας. Αναρωτιόμαστε το τι θα γινόταν εάν παίρναμε αυτή ή την άλλη απόφαση. Η φράση είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πράξη – η πράξη είναι μία επιλογή ανάμεσα σε δύο ή πολλαπλές πιθανότητες. Μπορεί να οδηγηθούμε σε ένα άυπνο βράδυ, αλλά σίγουρα θα είναι περιπετειώδες, ένα βράδυ αναζήτησης.

Η ερώτηση «τι θα γινόταν εάν;» αποτελεί ένα σπουδαίο και πολυχρησιμοποιημένο αφηγηματικό εργαλείο μέσα από το οποίο έχουν προκύψει αναρίθμητες αφηγήσεις. «Τι θα γινόταν εάν ο υπάλληλος Γκρέγκορι Σάμσα ξυπνούσε και είχε μεταμορφωθεί σε μια τεράστια κατσαρίδα» μας λέει ο Κάφκα στη «Μεταμόρφωση».

Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι πως το ερώτημα κατατείνει σε μια δραστική ενέργεια η οποία θα αλλάξει, θα ανατρέψει άρδην την καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων και θα έχει ένα σαρωτικό αποτέλεσμα πάνω τους.

Ας ξεφύγουμε ωστόσο από την επινόηση. Είναι γεγονός ότι η ερώτηση στην απλή της μορφή, πέραν της απλοϊκής περιεργείας του παιδιού, μας απασχολεί υποσυνείδητα σχεδόν καθημερινά, ακόμη και στον καθημερινό μας διάλογο. Ενα αισθηματικό ραντεβού ή ένα επαγγελματικό meeting μπορεί να φτάσει σε κάποιο σημείο όπου, πριν αρθρώσουμε μια επιθυμία να αναρωτηθούμε τι θα γινόταν εάν, να αποφασίσουμε τελευταία στιγμή εάν θα την εκφράσουμε ή όχι.

Από την άλλη πλευρά, είναι αδιαμφισβήτητη αλήθεια πως πολλές φορές η πραγματικότητα ξεπερνάει τη φαντασία. Οσο κι αν έχουμε περάσει πανδημίες, κανείς δεν φανταζόταν την Πρωτοχρονιά του 2020 να θέσει το ερώτημα «τι θα γινόταν εάν σε έναν-δυο μήνες ένας κορωνοϊός με γονιδίωμα μονόκλωνου RNA θετικής πολικότητας και με τρομερή μεταδοτικότητα εξαπλωνόταν από τη μία άκρη της γης στην άλλη με σχεδόν 500.000 νεκρούς μέχρι το καλοκαίρι;».

Εδώ βέβαια μιλάμε για συγκλονιστικές αναταράξεις. Βίαιες αλλαγές που φέρνουν τον πρωταγωνιστή ή τους πρωταγωνιστές αντιμέτωπους με μια νέα πραγματικότητα που πιθανόν να τους υπερβαίνει.

Το εργαλείο έχει και πολιτικό χαρακτήρα. Σε γεωπολιτικό επίπεδο χρησιμοποιείται ως απειλή. «Τι θα γινόταν εάν κάναμε γεώτρηση στην ΑΟΖ σας;». Ο στόχος μπορεί να είναι το διπλωματικό κέρδος ή μια πρόκληση που μπορεί να μείνει αναπάντητη ή όχι. Στα σχέδια επί χάρτου που δημιουργούν πολιτικοί αλλά και οικονομολόγοι η ερώτηση απαντάται συνήθως με ποικίλους τρόπους, έτσι ώστε να προκύπτουν διαφορετικά σενάρια μέσω των οποίων δημιουργούνται διάφορα πρωτόκολλα χρήσιμα στο να καλύπτουν όλες τις εκδοχές της εξέλιξης των αντίστοιχων ζητημάτων. Κατά βάθος η ερώτηση ίσως μένει κι αναπάντητη.

Κι όμως, η απάντηση μιας τέτοιας ερώτησης δεν άπτεται της μαντικής. Εχει να κάνει πολύ με την έμπνευση, την πρόληψη, ακόμη και τον ορθολογισμό, μια και η πολιορκία ενός ζητήματος από πάρα πολλές πλευρές μπορεί να το οχυρώνει με έναν καλύτερο και ασφαλέστερο τρόπο.

Επιστρέφοντας στη λογοτεχνία, για όσους αρέσκονται στα παιχνίδια της ιστορίας, υπάρχει και  η «flash back» χρήση τού «τι θα γινόταν εάν». Εκεί βρίσκω δύο εξαιρετικά δελεαστικά παραδείγματα. Το ένα είναι: Τι θα γινόταν εάν οι Τούρκοι δεν είχαν αλώσει την Κωνσταντινούπολη το 1453; Το θέμα είναι τόσο πολύπλοκο που ανοίγει δεκάδες, εκατοντάδες σενάρια. Η δεύτερη ερώτηση είναι τι θα γινόταν αν είχε νικήσει η άλλη πλευρά στον ελληνικό εμφύλιο. Σε αυτό βέβαια έχει απαντήσει ήδη ο καλός συγγραφέας Τάκης Φύσσας με το βιβλίο του «Πλατεία Λένιν, πρώην Συντάγματος» (Εστία, 2005). Το πεδίο φυσικά είναι ανοιχτό και για άλλους πειραματισμούς, ακόμη κι ερωτήματα σχετικά με την έννοια «νικητής εμφυλίου πολέμου».

Αντίστοιχες προσπάθειες ξένων συγγραφέων έχουμε πολλές, όπως στο «Plot against America» του Φίλιπ Ροθ όπου το θέμα είναι τι θα γινόταν εάν ο Τσαρλς Λίντμπεργκ γινόταν πρόεδρος της Αμερικής και συνέτασσε σύμφωνο ειρήνης με τον Χίτλερ. Υπάρχει βέβαια και το περίφημο «The Portage to San Cristobal of AH» (1981), του Τζορτζ Στάινερ, όπου ο 92χρονος Χίτλερ, έχοντας επιζήσει του μπούνκερ στο Βερολίνο, ζει και βασιλεύει στη Νότια Αμερική.

Κάποτε ο Ρόμπερτ Κένεντι αναρωτήθηκε: «Εχετε σκεφτεί μήπως ο Θεός ήταν μαύρος; Τι θα γινόταν εάν όταν ανεβαίναμε στον ουρανό και, εμείς, που σε όλη μας τη ζωή συμπεριφερόμασταν στους μαύρους όπως σε κατώτερα πλάσματα, βλέπαμε τον Θεό, κοιτάζαμε ψηλά προς Εκείνον και δεν ήταν λευκός; Ποια θα ήταν η αντίδρασή μας;».

Κοιτάζοντας στα μάτια τον μικρό μου γιο, που είναι δεκαέξι μηνών, αναρωτιέμαι και κάτι άλλο. «Τι θα γινόταν εάν στο μέλλον αυτή η γενιά με όλα τα δεδομένα στα χέρια της, επέλεγε να αξιολογήσει τα πράγματα με βάση την ελευθερία, την ισότητα και την αλληλεγγύη;».

Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.