1. Η «επιστροφή στην κανονικότητα» αντιλαμβάνεται κανείς ευχερώς ότι είναι μία βαθιά συντηρητική και απολίτικη έννοια. Κυρίως γιατί στερείται πολιτικού περιεχομένου. Και γιατί δεν μπορεί εν έτει 2020 το όραμά μας να είναι η επιστροφή στην κατάσταση του 2014, την οποία το εκλογικό σώμα απέρριψε μετά βδελυγμίας στις διπλές εκλογές του 2015. Η λογική αυτή δεν μας επιτρέπει να αναζητήσουμε νέες λύσεις.

Η πολλαπλώς επιζήμια – κυρίως δε σε θεσμικό επίπεδο – κυβερνητική θητεία των ΣΥΡΙΖΑ και ΑνεξΕλ έκανε το αίτημα αυτό να ηχεί στα αυτιά του μέσου πολίτη σχεδόν σαν το τραγούδι των Σειρήνων. Όμως είναι ανάγκη να δούμε πέρα από αυτό, αν θέλουμε πραγματικά να αποκτήσουμε μία νέα κανονικότητα, που αναπόφευκτα θα είναι πολύ διαφορετική από την προηγούμενη. Και κυρίως είναι ανάγκη να στηρίξει μία ουσιαστική προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας σε μία πολύ δύσκολη συγκυρία μεγάλης ύφεσης λόγω κορωνοϊού.

2. Ένα από τα θεσμικά όπλα της κυβέρνησης στην προσπάθεια αυτή είναι η θέσπιση ενός νέου εργαλείου που θα δώσει μία δεύτερη ευκαιρία σε υπερχρεωμένες επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Ένα τέτοιο εργαλείο θα είναι χρήσιμο για την «επανεκκίνηση της οικονομίας» υπό την προϋπόθεση ότι θα δώσει τα περιθώρια και τις θεσμικές εγγυήσεις ώστε να είναι αποτελεσματικό.

Ένα τέτοιο εργαλείο για την προστασία των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων και νοικοκυριών είναι ο προτεινόμενος Πτωχευτικός Κώδικας.

3. Με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις στον Πτωχευτικό Κώδικα προβλέπεται για πρώτη φορά στην ελληνική νομική ιστορία η ανάθεση καθηκόντων συνδίκου πτώχευσης και σε νομικά πρόσωπα, ελεγκτικές εταιρίες, ακόμη και Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων, που διαχειρίζονται απαιτήσεις πιστωτικών ιδρυμάτων. Επίσης, προβλέπεται ότι οι πιστωτές, κατά κανόνα τράπεζες, θα υποδεικνύουν αυτές στο δικαστήριο το πρόσωπο του συνδίκου και δεν θα μπορεί το δικαστήριο να αποφασίζει διαφορετικά.

Τονίζεται ότι ο σύνδικος πτώχευσης έχει ισχυρές εξουσίες και προσωπικής φύσεως, όπως η σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας, ο έλεγχος της αλληλογραφίας του πτωχού, η διαχείριση της περιουσίας του πτωχού κ.ά. Μάλιστα, δημιουργούνται προϋποθέσεις συναλλαγής μεταξύ πιστωτή και συνδίκου, καθώς προβλέπεται και δυνατότητα συμφωνίας μπόνους μεταξύ υποδεικνυόμενου συνδίκου και πιστωτή.

Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις διακυβεύεται η αντικειμενικότητα και η αμεροληψία του συνδίκου, η οποία επιβάλλεται επί δεκαετίες τόσο από το ελληνικό Δίκαιο όσο και από το Κοινοτικό.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η όλη διαδικασία της πτώχευσης, η οποία, κατά το προτεινόμενο πλαίσιο, θα αφορά πλέον σε όλους τους οφειλέτες, εμπόρους και μη, φυσικά και νομικά πρόσωπα, θα τελεί υπό τον απόλυτο έλεγχο των τραπεζών και των funds που έχουν αναλάβει τη διαχείριση των τραπεζικών απαιτήσεων. Ο Σύνδικος μετατρέπεται από ανεξάρτητο σε απολύτως ελεγχόμενο όργανο των θεσμικών πιστωτών, κατά κανόνα των τραπεζών, ενώ παράλληλα περιορίζεται απελπιστικά η εξουσία των Πτωχευτικών Δικαστηρίων.

4. Ο προτεινόμενος Πτωχευτικός Κώδικας στηρίζεται σε κάποιες καλές ιδέες. Και επίσης έχει συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση και στόχευση. Την εσφαλμένη.

Παραβλέπει τον διαχρονικό θεσμικό ρόλο των δικαστηρίων ως εγγυητών της διαδικασίας και των δικηγόρων ως συνδίκων, ως επιστημόνων και επαγγελματιών. Μειώνει τις θεσμικές εγγυήσεις της προστασίας των δικαιωμάτων του πτωχού.

Ρίχνει έτσι τις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις και νοικοκυριά βορά στα νύχια των τραπεζών και των εισπρακτικών εταιρειών.

Και δείχνει σε ποια «κανονικότητα» θέλει η κυβέρνηση να πάει τη χώρα.

Η δε αντιπολίτευση σιωπά. Αυτά είναι θέματα που δεν αγγίζει, γιατί μάλλον δεν τα αντιλαμβάνεται. Έχει να ασχοληθεί με την επιβίωσή της.

*Ο κ. Θωμάς Παπαλιάγκας είναι δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω, επικεφαλής της Δημοκρατικής Ευθύνης