Kάποτε, το 1881, όταν η Θεσσαλία προσαρτήθηκε στην Ελλάδα, το όνειρο των τότε πολιτικών ήταν να καλύψει τη σιτάρκεια της χώρας. Η θεσσαλική πεδιάδα ωστόσο στο διάβα των δεκαετιών θα έπρεπε να έχει επιλύσει και το πρόβλημα της επάρκειας της χώρας σε κρέας και γάλα, όπου είμαστε συνεχώς ελλιπείς, καθώς εισάγουμε το 80% του κόκκινου κρέατος και το 70% του γάλακτος για γαλακτοκομικά.

Οι διατροφικές συνήθειες τα τελευταία 150 χρόνια άλλαξαν στην υφήλιο, χώρες όπως η Ολλανδία αύξησαν με προσχώσεις στη θάλασσα τις γόνιμες γαίες τους, αντί να τις μειώνουν εγκαταλείποντάς τες στην τύχη τους… Αλλά η πολιτική ελίτ της χώρας θαρρείς και έμεινε κολλημένη στα οράματα του Κουμουνδούρου και του Τρικούπη και όχι στις σύγχρονες επιταγές των καιρών!

Την αγωνία του για τον θεσσαλικό κάμπο σήμερα εκφράζει ο ομότιμος καθηγητής της Γεωπονικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Φάνης Γέμτος, ο οποίος στη διάρκεια του καλοκαιριού είχε επισκεφθεί τα εγκαταλειμμένα έργα στον Αχελώο και αναθάρρησε ακούγοντας τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να δηλώνει ότι στις προθέσεις του είναι να ολοκληρωθούν ώστε αφενός η χώρα να αποκτήσει «καθαρή-πράσινη» ενέργεια από τα υδροηλεκτρικά της Μεσοχώρας και της Συκιάς και αφετέρου να διασωθεί η θεσσαλική πεδιάδα που κινδυνεύει με ερημοποίηση.

Εγκατάλειψη

Εχοντας υπόψη τα στοιχεία του συναδέλφου του καθηγητή Νίκου Δαναλάτου, που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, για την ερημοποίηση και την εγκατάλειψη των γαιών στη Θεσσαλία, αναρωτήθηκε γιατί στα περιβαλλοντικά προγράμματα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης προβλέπονται (και χρηματοδοτούνται) μόνο δράσεις για τη μείωση της νιτρορρύπανσης και όχι και για τη διάβρωση.

Η διάβρωση πλήττει τον θεσσαλικό κάμπο τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ είναι γνωστό στην ΕΕ ότι το φαινόμενο αυτό είναι γενικευμένο στη λεκάνη της Μεσογείου. Σε άλλες χώρες του μεσογειακού Νότου το πρόγραμμα ανάσχεσης της διάβρωσης είναι αρκετά διαδεδομένο αλλά στην Ελλάδα αγνοείται…

Μιλώντας και πάλι με τον καθηγητή της Γεωπονικής κ. Δαναλάτο μάς ανέφερε ότι στη Θεσσαλία τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχουμε εγκατάλειψη περίπου 200.000 στρεμμάτων λόγω υπογονιμότητας και διάβρωσης (τα 150.000 από αυτά στον Νομό Λάρισας) τόσο σε επικλινή εδάφη, στον άξονα Λάρισας- Φαρσάλων, αλλά πλέον και στον κάμπο. Προβληματικές περιοχές με άγονα χωράφια (με «ασπρόγεια») συναντά κανείς και στην πεδιάδα των Σοφάδων, ενώ στην πεδιάδα του Αλμυρού έχουμε υφαλμύρωση, διείσδυση δηλαδή του θαλάσσιου μετώπου στον υπόγειο υδροφορέα, και σε περιοχές όπως στη Χάλκη της Λάρισας έχουμε εγκατάλειψη επικλινών εδαφών πάνω από την εθνική οδό…

Δύο παράμετροι

Η ερημοποίηση και υπογονιμότητα των εδαφών στον θεσσαλικό κάμπο οφείλεται σε δύο παραμέτρους:

Η πρώτη είναι αυτή που σχετίζεται με μικρούς λόφους στον θεσσαλικό κάμπο (άρα εδάφη με κλίση), οι οποίοι πλέον από την έκπλυση λόγω των βίαιων βροχών αλλά και την εντατικοποίηση έχασαν το γόνιμο υπέδαφος και ξεχωρίζουν μακριά από το άσπρο χρώμα, που υποδηλώνει πετρώδες έδαφος (ασπρόγεια). Γόνιμα εδάφη λοιπόν που είχαν διανεμηθεί κυρίως σε πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία μετά το 1922, σε λοφίσκους, ανά 120 στρέμματα, στο πέρας των τελευταίων δεκαετιών και με δεδομένο ότι η Θεσσαλία είναι φτωχή σε συλλογικά έργα άρδευσης εγκαταλείφθηκαν και μετατράπηκαν σε νταμάρια!

Τα χωράφια αυτά πριν από περίπου 100 χρόνια είχαν γόνιμο υπέδαφος 80-100 εκατοστών και πλέον είναι γυμνά και πετρώδη. Ο τρόπος για να ανακτήσουν την οργανική ουσία και το γόνιμο υπέδαφος ήταν να καλλιεργηθούν με αγριαγκινάρα για 10 χρόνια και να παράγουν βιοκαύσιμα, ώστε στο τέλος της δεκαετίας να έχουν ανακτήσει 30 εκατοστά, λόγω της αμειψισποράς και της οργανικής ύλης που θα ενσωματωνόταν χρόνο με τον χρόνο στο χωράφι από αυτή την πολυετή καλλιέργεια. Το όλο project όμως εγκαταλείφθηκε λόγω της προχειρότητας που μας διέπει ως χώρα στην οργάνωση και υποστήριξη πολυετών δράσεων και της ρηχής επιχειρηματικότητας που εστιάζει πάντα στο εφήμερο και όχι στο μακροπρόθεσμο.

Η δεύτερη παράμετρος αφορά τα εδάφη στον κάμπο, χωρίς κλίση, και εδώ η υπογονιμότητα οφείλεται στη μονοκαλλιέργεια, στη συνεχή και βαθιά άροση (το όργωμα) και στην έλλειψη σχεδίου αμειψισποράς. Κάθε χρόνο το αλέτρι «καίει» το 2% της οργανικής ουσίας και σε βάθος χρόνου το πρόβλημα επιταχύνεται εκθετικά. Σε 30 χρόνια υποδιπλασιάζεται η οργανική ουσία και από 2-3 εκατοστά καταλήγει να είναι σήμερα στα 0,56 και σε λίγα χρόνια στα 0,2 εκατοστά, άρα καθίσταται ασύμφορο το χωράφι για καλλιέργεια και εγκαταλείπεται.

Οι ευθύνες της Πολιτείας και η λύση του Αχελώου

Η οργανωμένη πολιτεία φέρει μεγάλες ευθύνες για το γεγονός ότι δεν προστάτευσε όλες αυτές τις δεκαετίες τον πιο γόνιμο και εύφορο κάμπο της χώρας εγκαταλείποντάς τον στην τύχη του και για το ότι δεν προχώρησε όχι μόνο τα μεγάλα έργα του Αχελώου, αλλά ούτε τα προγράμματα ανάσχεσης της διάβρωσης και ερημοποίησης των γαιών. Προωθώντας μόνο το πρόγραμμα μείωσης της νιτρορρύπνασης είναι σαν να έβαλε το κάρο μπροστά από το άλογο, αφού η μεγάλη συγκέντρωση νιτρικών στα υπόγεια νερά της Θεσσαλίας οφείλεται στο γεγονός ότι, λόγω της έλλειψης επιφανειακών που θα «ξαναγεμίζουν» τις υπόγειες δεξαμενές, ταπεινώθηκε ο υπόγειος υδροφόρος ορίζοντας και έτσι αυξήθηκε η συγκέντρωση νιτρικών (η ίδια ποσότητα νιτρικών εξαιτίας των αζωτούχων λιπασμάτων σε λιγότερο νερό).

Είναι προφανές, αναφέρει ο καθηγητής κ. Δαναλάτος, ότι ο Αχελώος θα ήταν «η ΛΥΣΗ για τον κάµπο της Θεσσαλίας και για τη διατροφική αυτάρκεια της χώρας, αλλά το έργο πολεµήθηκε και από ευρωπαϊκές χώρες ανταγωνίστριες στον αγροτικό τοµέα, όπως π.χ. η Ολλανδία, η οποία φοβήθηκε ότι αν αναπληρώσει το χαµένο υδατικό του ισοζύγιο ο θεσσαλικός κάµπος, θα ˝γεµίσει˝ µε µηδική και έτσι θα αναπτυχθεί η κτηνοτροφία, που θα ανταγωνιζόταν την ολλανδική!».