Η εποχή της γενικής υποψίας και της κατάρρευσης των βεβαιοτήτων έχει προσθέσει, μεταξύ άλλων, ένα πολύ συγκεκριμένο εμπόδιο στον πολιτικό λόγο και στη δημόσια κριτική: δεν μπορεί να μιλήσει κανείς εναντίον της τύφλωσης (ενός άλλου) χωρίς να του αντιγυρίσουν η κατηγόρια και ο ψόγος. Κάθε κριτική της τυφλότητας ενός ηγέτη, μιας πολιτικής, μιας πλειοψηφικής – έστω – επιλογής αντιμετωπίζεται συχνά ως σύμπτωμα αλαζονείας, υποκρισίας και ελιτίστικης περιφρόνησης. Οι όψιμοι λαϊκισμοί στηρίζονται, κατά κόρον, σε αυτήν την αμφισβήτηση του δικαιώματος να μιλά κανείς για τύφλωση και διαύγεια. Με ποιο δικαίωμα, κύριε, προσβάλλετε τον λαό που έκανε αυτήν την επιλογή, ρωτάει επιθετικά ο κάθε Μπολσονάρο, Σαλβίνι, Ορμπαν ή Τραμπ. Και από κοντά ρέει ένα μεγάλο ποτάμι σχολίου γύρω από την οίηση του φιλελεύθερου – δημοκρατικού λόγου απέναντι σε παράξενες ή απλώς μη αρεστές επιλογές.

Κάπως έτσι ο αντιδραστικός εθνικισμός προβάλλει ως υπεράσπιση της απλής, ανθρώπινης κλίμακας απέναντι στους ψυχρούς μηχανισμούς της υψηλής διανόησης, των απόμακρων ελίτ και μιας επίφοβης παγκοσμιοποίησης. Για παράδειγμα, στην πρόσφατη αψιμαχία των προέδρων της Βραζιλίας και της Γαλλίας για την καταστροφή στον Αμαζόνιο, ο Μπολσονάρο ανέσυρε την κατηγορία τού (νεο)αποικιοκράτη για τον Μακρόν και κατ’ επέκταση για όλους όσοι θέλουν να παρέμβουν «στις εσωτερικές υποθέσεις» της χώρας του. Παρά το ότι κάποιος μπορεί να συμμαχεί με το βαθύ ολιγαρχικό κράτος της χώρας του, αρκεί και μόνο η επίκλησή του στην αρχή της εθνικής αξιοπρέπειας και αντίστασης για να απολαμβάνει την υποστήριξη σημαντικού μέρους της κοινωνίας. Για παράδειγμα, οι τυχοδιωκτικές κινήσεις του Μπόρις Τζόνσον για το άτακτο Βrexit, στον βαθμό που συναντούν μια βροχή επικρίσεων από διαφορετικές πλευρές, γίνονται κι αυτές εργαλείο αυτού του απενοχοποιημένου εθνικισμού.

Γι’ αυτόν τον λόγο η κριτική στους bad guys της διεθνούς σκηνής δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να στιγματιστεί ως διανοουμενίστικη ξιπασιά, αυταρχική πολιτική ορθότητα ή υποκριτικά δύο μέτρα και δύο σταθμά. Ο αντιδραστικός εθνικισμός της εποχής μας εκμεταλλεύεται καλά τα κενά της παγκοσμιοποίησης και ακόμα και κάποιες εμφανείς αποτυχίες του καπιταλισμού. Αξιοποιεί τις ανεπάρκειες ή τα πολλά παράθυρα των φιλελεύθερων θεσμών αλλά και τον πολιτισμικό σνομπισμό ορισμένων προοδευτικών κύκλων.

Υπάρχει κάποιο αντίδοτο στην αφλογιστία της κριτικής; Πολλοί δοκιμάζουν απλώς την παλιά αισθητική αποδοκιμασία για τους «χοντροκομμένους δημαγωγούς». Αλλοι επιλέγουν μια πολύ κλασική γραμμή όπου ο ορθολογισμός καλείται να τα βάλει με τους πολυκέφαλους δαίμονες του ανορθολογισμού.

Αυτές όμως οι στρατηγικές έχουν μια σημαντική αδυναμία: μπορεί κανείς να τις αντικρούσει ως δείγματα ταξικής και πολιτισμικής αλαζονείας. Να τις εκθέσει ως κληρονομημένες αντιδημοκρατικές ρητορείες που διαιρούν τον κόσμο στους ειδικούς και στους αμαθείς, στους επαΐοντες και σε αυτούς που πρέπει να σιωπούν και να υποτάσσονται.

Είπαμε: ακόμα και οι ημι-δικτατορίες μιλούν πια τη γλώσσα της λαϊκής κυριαρχίας, των δικαιωμάτων της μεγάλης πλειοψηφίας και ορκίζονται στην «υπεράσπιση του απλού ανθρώπου». Οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας επικαλούνται τον καλό λαό απέναντι στους σκοτεινούς ταραξίες του Χονγκ Κονγκ. Ο Πούτιν, παρά τη σχετική πτώση της δημοφιλίας του, συνεχίζει να σκηνοθετεί τη συνέχεια μιας εθνικής «ρωσικής γραμμής» απέναντι στις φιλελεύθερες και «αντιπατριωτικές» φωνές της αντιπολίτευσης. Ο Τραμπ έχει μετατρέψει σε υπερήφανη ταυτότητα την τεράστια απόσταση που τον χωρίζει ως περσόνα από τον κόσμο του βιβλίου, από την ενημερωμένη, προγραμματική και θεσμική πολιτική. Ο Σαλβίνι κληρονομεί τον αντι-πολιτισμό του Μπερλουσκόνι ενώνοντάς τον με κάτι πιο κοντά στις μάζες, με μια πληβειακή ζωτικότητα έτοιμη να δώσει μάχες αδιαφορώντας για τις συνέπειες.

Η λύση δεν μπορεί να βρεθεί στην εστέτ απόρριψη των «παλιάτσων», ούτε στον δασκαλίστικο ορθολογισμό. Χρειάζεται, αντίθετα, παρρησία και επιθετική αντιμετώπιση των απλουστεύσεων και του ψευδο-αντισυστημικού στυλ πολιτικής. Να αναλάβουν άλλες δυνάμεις την ευθύνη της αλήθειας στερώντας από τους Τζόνσον αυτού του κόσμου τη δυνατότητα να υπονομεύουν τη δημοκρατία με τα δικά της όπλα.

Δεν είναι εύκολη αυτή η υπόθεση. Είναι τόσο μεγάλη η κοινωνική απογοήτευση και η πολιτική απομάγευση που θα χρειαζόταν ένας νέος πολιτικός ηρωισμός από δυνάμεις κουρασμένες, σε πτώση ή σε αναζήτηση νέου στίγματος όπως οι σοσιαλδημοκράτες. Από την άλλη, όμως, η κριτική στην τύφλωση και στη χυδαιότητα των αντιδραστικών εθνικισμών έχει πια τον χαρακτήρα του επείγοντος. Δεν είναι μόνο το επείγον της κλιματικής κρίσης, αλλά και το αναπότρεπτο της σύγκρουσης με τις παθολογίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.