Στο θέμα των κοινοτικών επιδοτήσεων και των διαπραγματεύσεων της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας στις Βρυξέλλες για την Κοινή Αγροτική Πολιτική η Ελλάδα έχει να επιδείξει διαχρονικά μία παροιμιώδη ανοργανωσιά και προχειρότητα…

Στα περίπου 40 χρόνια (βάζοντας και αυτά των προενταξιακών διαπραγματεύσεων στην τότε ΕΟΚ) διαβουλεύσεων για την Κοινή Αγροτική Πολιτική, η μόνη επιτυχία που σημειώθηκε ήταν όταν επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας είχε τεθεί ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου και κατάφερε πέραν όλων των άλλων να θέσει σε ισχύ το λεγόμενο πρωτόκολλο 4 για το βαμβάκι, που έδινε τιμές ασφαλείας στους βαμβακοπαραγωγούς αυξάνοντας την επιδότηση όταν έπεφτε η εμπορική τιμή, εστιάζοντας στο γεγονός ότι η ΕΕ ήταν ελλειμματική στο προϊόν…
Εκτοτε έχουμε μόνον επικοινωνιακούς πανηγυρισμούς, κάθε φορά που προχωρά μία συμφωνία, αλλά όταν έρχεται η ώρα της εφαρμογής των ψηφισθέντων ανακαλύπτουμε το κενό.
Μία σειρά από αποτυχημένες διαπραγματεύσεις, λόγω της προχειρότητας και της ασυνέχειας στην κρατική μηχανή, ακόμη και στις ίδιες κυβερνήσεις (όταν αλλάζει ο υπουργός συνηθίζει να αλλάζει όλο του το επιτελείο).
Η τωρινή ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης είναι από τις μακροβιότερες, καθώς ο υπουργός Βαγγέλης Αποστόλου βρίσκεται στην πλατεία Βάθη πάνω από 2,5 χρόνια. Στο διάστημα αυτό έχει αναλάβει αποκλειστικά τις διαπραγματεύσεις σε επίπεδο υπουργών Γεωργίας στις Βρυξέλλες, όπου γίνονται σημαντικές διεργασίες, για τη νέα ΚΑΠ που θα ισχύσει από το 2020 και μετά, για τις οποίες ο αγροτικός κόσμος και η ελληνική περιφέρεια δεν έχουν καμία ενημέρωση…
Τα δεδομένα είναι δυσμενή και ίσως έτσι να εξηγείται και η έλλειψη ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους φορείς των παραγωγικών τάξεων, του πρωτογενούς τομέα αλλά και της μεταποίησης. Το Βrexit θα σημάνει αυτομάτως μία μείωση του προϋπολογισμού της ΚΑΠ κατά 17%, ενώ μία ακόμη σημαντική μείωση αναμένεται από τη σύσταση και ενός νέου ταμείου Κοινής Ευρωπαϊκής Πολιτικής που θα είναι το ταμείο Αμυνας. Επίσης υπάρχει μία αλλαγή στη φιλοσοφία των άμεσων επιδοτήσεων οι οποίες θα κατευθύνονται προς τους λεγόμενους μικρούς και οργανωμένους παραγωγούς, με το σκεπτικό ότι όσοι διαθέτουν μεγάλο κλήρο δεν έχουν ανάγκη ενίσχυσης, καθώς μπορούν μόνοι τους να σταθούν στον ανταγωνισμό. Επίσης υπάρχει στο τραπέζι και η πρόταση των βορείων χωρών, που ενορχηστρώνονται από τον Σόιμπλε, για την εθνικοποίηση των άμεσων ενισχύσεων. Πέρα από τα παραδοσιακά λόμπι των βορείων και νοτίων χωρών, υπάρχει και αυτό των χωρών της πρώην Ανατολικής Ευρώπης (οι λεγόμενες στην αργκό των κοινοτικών «νέες χώρες»).
Ολες λοιπόν οι χώρες της Ευρώπης των 27 έχουν επεξεργαστεί ένα εθνικό σχέδιο και έχουν στείλει προτάσεις προς συζήτηση για τη νέα ΚΑΠ, πλην μιας… Οπως σωστά θα μαντέψατε, η μόνη που δεν έχει στείλει ούτε μία πρόταση και δεν έχει επεξεργαστεί εθνικό σχέδιο είναι η Ελλάδα.
Κατά τα άλλα θα ακούσουμε πολλά από το βήμα της ΔΕΘ, όχι μόνο από την κυβέρνηση αλλά και από την αντιπολίτευση, για παραγωγική ανασυγκρότηση, στήριξη του τουρισμού στο αγροδιατροφικό μοντέλο και άλλα βαρύγδουπα, αλλά θα είναι όλα επικοινωνιακές κορόνες καθώς δεν υπάρχει καμία πρόταση για το πώς θα πορευθεί η αγροτική οικονομία και μαζί με αυτήν η άρρηκτα συνδεδεμένη βιομηχανία μεταποίησης αγροκτηνοτροφικών προϊόντων μετά το 2020.
Θα πάμε σε ενιαία ενίσχυση της τάξης των 26 ευρώ ανά στρέμμα για όλους τους δικαιούχους, θα πάμε σε 15 με 16 ευρώ το στρέμμα και από εκεί και πέρα θα υπάρχουν συνδεδεμένες ενισχύσεις και πώς αυτές θα επηρεάσουν την τιμή στον καταναλωτή και άλλα σημαντικά που θα έπρεπε ήδη να συζητούνται στην ελληνική περιφέρεια με πρωτοβουλία της ηγεσίας του υπουργείου.
Αντί αυτών θα έχουμε αναπτυξιακά συνέδρια σε κάθε περιφέρεια περισσότερο για λεζάντα και επικοινωνία, ενώ η χάραξη εθνικής στρατηγικής θέλει διάλογο, τεκμηριωμένες προτάσεις και δουλειά, κάτι που φαίνεται να αποφεύγει η πολιτική ελίτ της χώρας.