Το νεφέλωμα της αποκαλούμενης ριζοσπαστικής ιδεολογίας που στην πραγματικότητα είναι η μετωνυμία του αριστερού εθνικολαϊκισμού, τόσο στην Ελλάδα όσο και αλλού, συνέχεται από την εξισωτική μνησικακία. Η θεμιτοποίηση της βίας είναι άμεσο, έστω και ακούσιο σε κάποιες περιπτώσεις, προϊόν αυτού του λαϊκισμού, ο οποίος προσλαμβάνει και εξηγεί την κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα με ανθρωπομορφικό τρόπο, απλουστεύοντάς την, δείχνοντας τα «πρόσωπα» του «Συστήματος», της κοινωνικής αδικίας, του κοινωνικού κακού.
Οι βίαιες παραδειγματικές ενέργειες και οι απόπειρες «κατανόησής» τους ή, ακόμα, και δικαιολόγησής τους από μία μιζεραμπιλιστική κοινωνιολογία (η οποία εκπροσωπείται επαξίως από τον πολιτικό λαϊκισμό), ως «η απάντηση των φτωχών», δεν εκφράζει «απλώς» το κοινωνικό μίσος κατά της «ολιγαρχίας», αλλά το ηθικοποιεί. Η κατασκευή του συλλογικού μίσους μπορεί να διαθέτει μια κοινωνική πρώτη ύλη, να αντλεί από την κοινωνική δυσφορία, αλλά, βασικά, είναι υπόθεση μιζεραμπιλιστικών ελίτ, διανοούμενων και πολιτικών, ελίτ οι οποίες κατανοούν και εξηγούν το κοινωνικό ζήτημα μέσα από τις παρανοϊκές αντιλήψεις των συνωμοσιολογικών θεωριών.
Κοινωνική μνησικακία και θεωρίες της συνωμοσίας αποτελούν το ιδανικό ζεύγμα κάθε πετυχημένου εθνικολαϊκιστικού πειράματος, κολλάνε σε αυτό, όπως έχει επισημάνει ο Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ, ως «αυτόματη σχηματοποίηση», συνιστούν το καύσιμό του. Οι «μεγαλοτραπεζίτες» (το μεγάλο χρηματιστικό κεφάλαιο, όπως έλεγαν οι αριστεροφασίστες του Μεσοπολέμου, αυτοί που αντικατέστησαν την εργατική τάξη από το ενοποιημένο ταξικά έθνος ως νέα κινητήρια δύναμη και διαφοροποιημένη κοινωνικοπολιτισμική αναφορά για έναν «εθνικό σοσιαλισμό») είναι εκείνος ο ιδεώδης κοινωνικο-οικονομικός στόχος που αναδεικνύει τον πυρήνα της «ριζοσπαστικής ιδεολογίας», τον ριζικό, τριτοκοσμικής κοπής, λαϊκισμό της: ο τραπεζίτης είναι ταυτοχρόνως σφετεριστής του συλλογικού πλούτου και συνωμότης, που απεργάζεται μυστικά την εξαθλίωση του λαού, συνεργαζόμενος με τους «ξένους».
Για αυτό και εμπράκτως συναντάμε εδώ τα όρια μιας τυπολογίας που αποδίδει στην αριστερή μνησικακία αποκλειστικά χαρακτηριστικά κοινωνιομαχείας, δηλαδή μόνο αντιπλουτοκρατική διάσταση (οι «από τα πάνω», οι ιθύνουσες οικονομικοπολιτικές ελίτ που συνωμοτούν κατά του «κοσμάκη»), επιφυλάσσοντας για την ακροδεξιά μνησικακία ξενοφοβικές και εθνικιστικές ιδιότητες (το «αδηφάγο χρηματιστικό κεφάλαιο» που καταλύει την εθνική κυριαρχία και αλλοιώνει την εθνική ταυτότητα). Στην υπαρκτή πραγματικότητα, η μνησικακία ως μανιχαϊκή συνωμοσιολογική κατασκευή των λαϊκιστικών ελίτ (διανοούμενων και πολιτικών) προάγει μία κοινή, αριστερο-δεξιά, παρανοϊκή «λογική» που τη συνέχουν πρακτικές παραδειγματικού ρεβανσισμού, ενός αντεστραμμένου «ποινικού λαϊκισμού», με όλες τις εθνικο-αντιστασιακές προκείμενες, αναβαπτισμένες ωστόσο στις νέες ταυτοτικές λογικές ενός νεο-αντι-αποικιακού αγώνα.
Αυτή η λαϊκιστική μηχανή μίσους πατάει πάνω στην υπέρβαση των παλιών διαιρέσεων (Αριστερά/Δεξιά), προνομιακό της υποκείμενο είναι ο θυματοποιημένος λαός, αυτό το νέο ελληνοκεντρικό υποκείμενο που «απελευθέρωσε» η κινητοποίηση των «Αγανακτισμένων» το 2011. Η ουσία της αντικατοπτρίζεται στο σταθερό μότο κάθε λαϊκιστικής μνησικακίας: «Δεν μπορώ, άρα αξίζω». Η αναγωγή του στίγματος σε έμβλημα, ο εκθειασμός της ανημπόριας γίνεται, από εκεί και πέρα, καθήκον των λαϊκιστικών ελίτ που εμμέσως κοινητοποιούν τη ριζοσπαστική παραβατικότητα. Η κινητοποίηση των «Αγανακτισμένων» του 2011 είναι η νέα μυθολογική αφετηρία του ελληνικού αριστερο-δεξιού εθνικολαϊκισμού. Είναι τα νέα «Ιουλιανά του ’65» σε μία ακόμα πιο αντιπολιτική παραλλαγή. Είναι η ανακαίνιση του εθνικιστικής προέλευσης δι-ιστορικού αντιστασιακού μύθου, ένας νέος «ανένδοτος αγώνας» (με εαμική αύρα και ρεμπέτικο λυρισμό) κατά της παγκοσμιοποίησης και όσων την υπηρετούν.

Στην Ελλάδα των τελευταίων ετών, το πραγματικό «ακραίο κέντρο» είναι ο αντιστασιακός εθνικολαϊκισμός, έχοντας εκτοπίσει κάθε άλλη λογική ηγεμονικής αξίωσης (νεοφιλελεύθερη, σοσιαλιστική, ελευθεριακή). Και είναι αυταπάτη ότι η εξτρεμιστική πλευρά αυτής της «κεντρώας λογικής», που με θεολογικό τρόπο κατασκευάζει τον «άλλον» ως εχθρό, είναι πολιτικά ελέγξιμη και ενσωματώσιμη στο «σύστημα» διά της κολακείας, διά της λαϊκιστικής συναίνεσης, όπως εν μέρει συνέβη με τον μεταπολιτευτικό λαϊκιστικό ριζοσπαστισμό μετά το 1974. Σήμερα, λόγω της νιχιλιστικής της διάστασης (τα φαινόμενα βίας), της ρευστοποίησης των παραδοσιακών πολιτικών ταυτοτήτων και βέβαια της ίδιας της ποιότητας της «κρίσης», αυτός ο εξτρεμισμός μπορεί να στραφεί «σπασμωδικά» κατά του οποιουδήποτε. Των εκούσιων ή ακούσιων ως τώρα συνοδοιπόρων του περιλαμβανομένων.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ