Ο Εμανουέλ Μακρόν ηγούμενος μιας «κεντρώας» κινητοποίησης, ενός «κινήματος» της κοινωνίας των πολιτών, νίκησε καθαρά, οι επίσημοι εκπρόσωποι Αριστεράς και Δεξιάς ηττήθηκαν, τα εκλογικά ηττημένα «άκρα» (Λεπέν και Μελανσόν) εδραιώθηκαν, αδυνατώντας όμως να μετατρέψουν τη δυναμική τους σε πειστική, εκλογικά επικυρωμένη, πρόταση εξουσίας. Το «Εμπρός!» του Μακρόν εμφανίζεται πλέον ως κεντρικός άξονας ανασύνθεσης της γαλλικής πολιτικής σκηνής. Τα τεράστια ποσοστά της εκλογικής αποχής (25%) και των λευκών/ακύρων (8,9%), εδραία ένδειξη της εμμένουσας κρίσης αντιπροσώπευσης ενός πολιτικού συστήματος σε αποδιοργάνωση, δεν μπορούν να ανακόψουν τη δικαιολογημένη ανακούφιση, ακόμα και χαρά των ευρωπαϊστών Δεξιάς και Αριστεράς, οι οποίοι είδαν από πολύ κοντά τους αρνητές τους, τα αριστεροδεξιά κύματα του αντισυστημισμού και του ευρωσκεπτικισμού, ιδιαίτερα αυτό του δεξιού εθνικολαϊκισμού στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, να τους απειλούν.
Τι εκφράζει το επιτυχημένο για την ώρα πείραμα Μακρόν; Ποια είναι η ταυτότητά του και ποιος ο στόχος του; Ο Μακρόν εμφανίσθηκε, και αυτός, ως «αντισυστημικός» υποψήφιος. Η έγκαιρη αποχώρησή του από την κυβέρνηση Ολάντ – Βαλς, η άρνησή του να συμμετέχει στις προκριματικές εκλογές του Σοσιαλιστικού Κόμματος, η αντιπαράθεσή του με τους υποψηφίους Αριστεράς και Κεντροδεξιάς (τον σοσιαλιστή Αμόν και τον δεξιό Φιγιόν), αλλά και με τη Λεπέν, ως διαφοροποιημένες παραλλαγές του παλαιού συστήματος, η πολύ προσεκτική αμφίπλευρη διεύρυνση του νεότευκτου «κινήματός» του αποσκοπούσαν να το καταστήσουν φορέα μιας ενδο-συστημικής αντι-συστημικότητας. Το είδος της εκλογικής αναμέτρησης, η προσωποποίηση των επιλογών, βοήθησε από την άποψη αυτή αρκετά. Ο νέος και άφθαρτος Μακρόν (ο οποίος δέχθηκε ακόμα και αντισημιτικές επιθέσεις ως πρώην εργαζόμενος «στους Ρότσιλντ») εκπροσώπησε το «αισιόδοξο» και ευρωφιλικό κομμάτι της κοινής γνώμης, τους κατοίκους των πόλεων κυρίως, τους μορφωμένους, τους «ανοιχτούς» στις προκλήσεις της εποχής που δεν μπορούσαν να βρουν απήχηση μέσα σε ένα μπλοκαρισμένο σύστημα.

Η απουσία κομματικού στηρίγματος λειτούργησε ως πλεονέκτημα μέσα σε ένα αντικομματικό κλίμα, αφού τίποτα δεν παρεμβαλλόταν μεταξύ του ηγέτη και του νέου ακροατηρίου του και, επιπλέον, αυτός δεν είχε να απολογηθεί για τις αμαρτίες του παλιού συστήματος. Η προεκλογική του τακτική, στην αδιαμεσολάβητη σχέση του με το κοινό του, βασίσθηκε περισσότερο στην πλευρά της «ζήτησης», στις προσδοκίες «δυναμικών» τμημάτων του πληθυσμού, στη συλλογή και επεξεργασία σχετικών «δεδομένων» στα οποία η ρητορική του (η πλευρά της «προσφοράς») αντιστοίχισε «λέξεις» περισσότερο και λιγότερο έναν δομημένο «λόγο», όπως τον κατηγορούν εξ αριστερών επικριτές του.

Χωρίς να στερείται αλήθειας, η «κατηγορία» φαίνεται μάλλον υπερβολική. Η «προσαρμοστική» και «ακρο-κεντρώα» ιδεολογία του, όπως θα τη χαρακτηρίσει ο Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ, θέλει να εκσυγχρονίσει τη χώρα, να αναβαθμίσει τη θέση της στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο. Η σειρά μεταρρυθμίσεων που προβλέπει το πρόγραμμά του, ιδιαίτερα στον εργασιακό τομέα καθώς και στους τομείς της εκπαίδευσης και της έρευνας, υπακούουν σε αυτή τη στρατηγική. Στο σημείο αυτό, ίσως θα έπρεπε να εντοπίσουμε ό,τι ο πολιτικός επιστήμονας Πασκάλ Περινό αποκάλεσε «επιστροφή της πολιτικής βούλησης», τον βολονταρισμό ενός νέου, κεντρώου, ηγέτη, αποφασισμένου να αλλάξει τη χώρα του. Ο βολονταρισμός μαζί με την «κινηματική» διάσταση του μακρονικού Κέντρου, που θέλει να ανανεώσει το πολιτικό σύστημα μέσω της κινητοποίησης της κοινωνίας των πολιτών, δεν πρέπει να υποτιμάται.

Η «φιλοσοφία» του σχεδίου του, όπως χαρακτηριστικά θα παρατηρηθεί από άλλους, διέπεται από την επιλογή του ρίσκου, το οριζόντιο συμμετοχικό μάνατζμεντ, την πίστη στη γενναιοδωρία της κοινωνίας των πολιτών (η οποία «εκπροσωπείται» στο ήμισυ των υποψήφιων βουλευτών του κινήματός του στις εκλογές του επόμενου Ιουνίου). Ενας φιλικά προσκείμενος προς τον Μακρόν δημοσιογράφος θα διατυπώσει ως εξής την «ιδεολογία» του μακρονικού πραγματισμού: «Ανάληψη ρίσκου, γενναιοδωρία, προμηθεϊκή φιλοδοξία και καλοσύνη. Ο,τι κι αν είσθε, επιχειρηματίας, πολιτικός ιθύνων, δημόσιος υπάλληλος, στέλεχος επιχείρησης, στρατιωτικός, επιστήμονας, φοιτητής, η επιτυχία του «Εμπρός!» μπορεί εύκολα να σας εμπνεύσει αυτές τις νέες προϋποθέσεις της επιτυχίας στον 21ο αιώνα».
Είναι σαφές ότι ο μακρονικός πραγματισμός, η αποϊδεολογικοποίηση των προβλημάτων, το ξεπέρασμα ή η συναίρεση της Δεξιάς και της Αριστεράς, δεν βολεύονται από μια απλή «αλλαγή ατμόσφαιρας», την υπέρβαση του παλιού συστήματος, αλλά προσδοκούν και εγγράφονται σε μια «αλλαγή εποχής». Αυτός είναι ο πυρήνας και το όραμα της προσαρμοστικής στρατηγικής του, η οποία αυτο-προβάλλεται ως γενεακό στοίχημα, παίρνοντας ενίοτε μεσσιανικές διαστάσεις, αυτό της νέας γενιάς. Αντιλαμβανόμενος όμως ο Μακρόν το χρέος του ως βασικού εκπροσώπου μιας (νέας) γενιάς, κινδυνεύει να γίνει θύμα της δομικής στον «μεταρρυθμισμό» εν γένει νεοφιλίας. Εδώ, οι νέοι παίζουν τον ρόλο που παίζει ο λαός στον λαϊκισμό: «η εξουσία στους νέους, από τους νέους, για τους νέους». Εν μέρει τουλάχιστον, σε ένα τέτοιο πλαίσιο εντάσσεται και η επιδεικτική περιφρόνησή του προς την υποψηφιότητα, για τις βουλευτικές εκλογές του προσεχούς Ιουνίου, μέσα από τις τάξεις του «Εμπρός!», του Σοσιαλιστή πρώην πρωθυπουργού Μανουέλ Βαλς, ο οποίος θεωρείται ότι συμβολίζει το «παλιό». Ο ίδιος ο Μακρόν, ας το ξαναθυμίσουμε, είναι «αντι-συστημικός», μέσα σε μία ρευστή πολιτική σκηνή που κυριαρχείται από το μελανσονικής προέλευσης αίτημα του dégagisme (το οποίο απολύτως συμμερίζεται και η Λεπέν), το να ξεφορτωθούμε τους παλιούς. Ωστόσο, ένα πράγμα είναι η ανταπόκριση στο αίτημα ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού και εντελώς άλλο το «σάρωμα του παλιού».
Οπως και αν έχει, η εκλογή Μακρόν αποσόβησε τα χειρότερα (ας μην ξεχνάμε ότι το 43% από αυτούς που τον ψήφισαν στον δεύτερο γύρο, τον στήριξαν για να φράξουν τον δρόμο στη Λεπέν), εξέτρεψε και ενσωμάτωσε ως έναν βαθμό την αντι-συστημικότητα σε μια διαχειρίσιμη για την ώρα προοπτική, διαφυλάσσοντας την ευρωπαϊκή προοπτική.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ