Η αντίληψη ότι η «Ιστορία» γράφεται πάντα από τους «ισχυρούς» και πάντα στα «παρασκήνια» δεν είναι καινούργια. Φήμες, κατασκευασμένες ειδήσεις, η βαθιά πίστη ενός τμήματος της κοινωνίας ότι κάποιες αόρατες δυνάμεις «κινούν τα νήματα της Ιστορίας», ότι η εξουσία «δεν λέει την αλήθεια», συνοδεύουν την ανάδυση της πολιτικής νεωτερικότητας ως σκιά της: «η αλήθεια είναι αλλού», αυτό είναι το βασικό αξίωμα των προαγωγών της συνωμοσιολογικής σκέψης, η οποία κολυμπάει και εμπεδώνει ταυτόχρονα μια κουλτούρα υποψίας, γενικευμένης σχεδόν αμφισβήτησης. Γιατί «σχεδόν»; Διότι αυτή αμφισβητεί τα πάντα εκτός από τη δική της βεβαιότητα, ότι δηλαδή πάντα «η αλήθεια είναι αλλού».
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί στηριζόμενος σε σχετικές επιστημονικές έρευνες ότι μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι συνωμοσιολογικές αντιλήψεις εκπορεύονταν κυρίως από την ίδια την «εξουσία» αποσκοπώντας στον στιγματισμό, ακόμα και στον διωγμό, εθνοτικών, για παράδειγμα, μειονοτήτων, οι οποίες υποδεικνύονταν ως ο αποδιοπομπαίος τράγος των κοινωνικών δεινών. Στη μεταπολεμική περίοδο, φορείς της συνωμοσιολογικής σκέψης φαίνεται περισσότερο να είναι ιδεολογικοί επιχειρηματίες που προέρχονται από «μειονότητες», οι οποίοι κατηγορούν την «εξουσία» ότι μηχανορραφεί εις βάρος τους.
Σε κάθε περίπτωση, η συνωμοσιολογική εξήγηση της πραγματικότητας στη σημερινή περίοδο της κυριαρχίας του Διαδικτύου γνωρίζει ιδιαίτερη εξάπλωση. Τα λεγόμενα fake news αποτελούν εν μέρει την πιο πρόσφατη εκδοχή της, δεν την εξαντλούν. Πριν από λίγες ημέρες είδαμε σε θρησκευτική διαδήλωση στη Θεσσαλονίκη το αντισημιτικό σύνθημα ότι «η εβραιο-μασονία πολεμάει Ελλάδα και Ορθοδοξία», ενώ είναι ευρύτερα διαδεδομένη η αντίληψη, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία χρόνια της κρίσης, ότι η χώρα βρίσκεται σε «πόλεμο», αποτελώντας θύμα ενός διεθνούς σχεδίου για την υποδούλωσή της. Οι θεωρήσεις αυτές, αν και ανθούν στον χώρο της Ακρας Δεξιάς, δεν περιορίζονται σε αυτήν. Συνιστούν αναπόσπαστο κομμάτι της ανόδου της αντιπολιτικής, του «παρανοϊκού ύφους» του εγχώριου εθνικολαϊκισμού, ο οποίος βλέπει παντού εχθρούς που επιβουλεύονται τη χώρα και τα συμφέροντά της.
Σε τι ακριβώς συνίσταται αυτό το «παρανοϊκό ύφος», αυτή η συνωμοσιολογική παράνοια; Οπως έχει δείξει ο αμερικανός ιστορικός Ρίτσαρντ Χοφστάντερ στις μελέτες του για την αμερικανική λαϊκιστική Ακρα Δεξιά, η παράνοια εκείνων που εκπονούν, διακινούν ή πιστεύουν στις συνωμοσιολογικές θεωρήσεις συνίσταται στο ότι αυτές εκκινούν από φαινομενικά αξιόπιστες υποθέσεις, από μία λεπτομερειακή αναζήτηση και συλλογή πειστηρίων (τα οποία, ενίοτε, κατασκευάζονται από τον ίδιο τον συνωμοσιολόγο μέσα στο τρελό του πάθος για τον εντοπισμό τους), τα οποία στη συνέχεια οργανώνονται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να αποτελούν «απόδειξη» της αποκαλυπτόμενης «συνωμοσίας».

Χαρακτηριστικό της παρανοϊκής νοοτροπίας είναι ότι αυτή παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερη εσωτερική συνοχή από ό,τι ο πραγματικός κόσμος αφού, όπως τονίζει ο αμερικανός ιστορικός, αυτή δεν αφήνει καμιά θέση στα σφάλματα, στις αποτυχίες, στα διφορούμενα, στα κενά. Πρόκειται για ολοκληρωμένες εξηγητικές αφηγήσεις θα λέγαμε, που έχουν, αν όχι «ορθολογική» διάσταση, είναι τουλάχιστον, σύμφωνα με τον Χοφστάντερ, «ισχυρά ορθολογικοποιητικές». Στον κατασκευαζόμενο και υποδεικνυόμενο εχθρό που ταυτίζεται με το «Κακό» αποδίδεται αδιάβροχη «ορθολογικότητα» και πανούργα δεξιοτεχνία.

Αν η αποφασιστική στιγμή της συνωμοσιολογικής ερμηνείας εντοπίζεται στο «άλμα» μέσα στο φαντασιακό που λαμβάνει χώρα κατά την περιγραφή των γεγονότων, μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε την υποβλητική ισχύ της. Αν το φαντασιακό, στη σαρτρική του τουλάχιστον απεικόνιση, η φαντασιακή συνείδηση, εποικίζεται από ακατάσχετες συγκινησιακές ροές και από θεμελιώδεις πίστεις, την ίδια την «πίστη» ως τέτοια, η συνωμοσιολογία, λειτουργώντας εδώ ως πρότυπο των ανατρεπτικών θεωριών της υποψίας (με τα συνάδοντα αιτήματα περί «διαφάνειας»), δεν πατά «απλώς» σε μια προδιαμορφωμένη πρώτη ύλη, για την οποία μας έχει μιλήσει αναλυτικά ο Ρολάν Μπαρτ αναλύοντας τη μυθική αφήγηση (και μάλιστα στην κομφορμιστική, μικροαστική, ακροδεξιά παραλλαγή της, τον πουζαντισμό, αυτόν τον λαϊκισμό που υμνεί τον «μέσο», τον «απλό άνθρωπο»), δηλαδή στην παράδοση. Για τις συνωμοσιολογικές αντιλήψεις, αυτή η τελευταία, στον βαθμό που η αξιολογία της αρδεύει από τον μανιχαϊσμό, την επίκληση μιας αιώνιας διαπάλης Καλού/Κακού, λειτουργεί, ως πολιτική κουλτούρα, στο πεδίο του πολιτικού εκκοινωνισμού, ως «προκατάληψη επιβεβαίωσης». Το «παρανοϊκό» ακροατήριο της συνωμοσιολογίας συλλέγει από τον αντιφατικό όγκο των πληροφοριών που του παρέχονται εκείνες που επιβεβαιώνουν την αρχική του υπόθεση, την αρχική του υποψία, πόσω μάλλον αν αυτό το ακροατήριο είναι πολιτικά και πολιτισμικά εθισμένο προς έναν εκκοσμικευμένο αποκρυφισμό.
Στην ελληνική περίπτωση των τελευταίων αντιμνημονιακών χρόνων, η οριζόντια, εθνικολαϊκιστικής κοπής, συνωμοσιολογία, με περισσότερο ή λιγότερο γραφικούς πρωταγωνιστές, συνιστά κυρίαρχη ιδεολογία. Η διαίρεση μνημόνιο/αντιμνημόνιο θα ήταν επιχειρησιακά ανύπαρκτη χωρίς τον παρανοϊκό-συνωμοσιολογικό της άξονα. Στο υπόρρητο αίτημα «νοήματος» που η συνωμοσιολογία υποβάλλει, η απάντηση ωστόσο δεν μπορεί να εξαντλείται στην απαραίτητη ορθολογική υπόδειξη των επικίνδυνων πολλές φορές αφελειών της. Αν, τελικά, η καταπολέμησή τους περνά μέσα από την κατασκευή ενός εναντιωτικού «μύθου», το κρισιμότερο ίσως ερώτημα θα ήταν ποια θέση θα κατέχει σε αυτόν ο παράγοντας «πίστη».


Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ