«Καραμπέτη είναι το μικρό σου όνομα;» τη ρώτησε κάποτε η Αλέκα Κατσέλη, όταν νεαρή ηθοποιός η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη περνούσε από οντισιόν. Τελικά το πραγματικό και σπάνιο μικρό της όνομα έγινε η ταυτότητά της και η ίδια, εγγύηση θεάτρου. Πολλά μπορεί να συνέβαλαν σε αυτήν την ξεχωριστή πορεία που διαγράφει στο θέατρο. Αλλά ο πρωταθλητισμός που τη χαρακτηρίζει ήταν και είναι το αποτέλεσμα της σκληρής δουλειάς της: «Θα ήμουν αχάριστη αν δεν παραδεχόμουν ότι μου δόθηκαν μεγάλες ευκαιρίες. Αλλά κι εγώ με τη σειρά μου τις χειρίστηκα με πάρα πολύ δουλειά, γιατί τίποτα δεν σου χαρίζεται. Πρέπει συνεχώς να είσαι επί των επάλξεων και να αποδεικνύεις ότι είσαι αντάξιος της ευκαιρίας. Φυσικά ξέρω ότι γύρω μου υπάρχουν συνάδελφοι που δυσκολεύονται, που τα παράτησαν, που δεν βρίσκουν δουλειά…».
Η «Πλατεία Ηρώων» είναι το κύκνειο άσμα του Τόμας Μπέρνχαρντ που γράφτηκε το 1988 κατά παραγγελία του Burgteater για τα εκατοστά του γενέθλια και την πεντηκοστή επέτειο της προσάρτησης της Αυστρίας στο Γ’ Ράιχ. «Στην αρχή ο Μπέρνχαρντ είχε αρνηθεί να το γράψει» εξηγεί. «Αλλά τελικά ενέδωσε στις πιέσεις. Κεντρικοί ήρωες είναι μια οικογένεια Εβραίων που επιστρέφει στη Βιέννη και αγοράζει ένα διαμέρισμα επάνω στην Πλατεία Ηρώων, εκεί όπου είχε γίνει δεκτός, το 1938, ο Χίτλερ. Κι αυτό το σπίτι γίνεται η παγίδα για την οικογένεια και κυρίως για τον καθηγητή/σύζυγο και πατέρα της οικογένειας, που αυτοκτονεί πέφτοντας από το παράθυρο στην πλατεία». Ετσι αρχίζει το έργο.
Κυρία Καραμπέτη, έχετε ήρωες;
«Για μένα ήρωες είναι ο κόσμος της καθημερινότητας που μοχθεί παρά τη δύσκολη κατάσταση που ζει. Ηρωες για μένα είναι οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, εκείνοι που παρατούν τη βολή τους και τρέχουν μέσα σε τρομερά αντίξοες καταστάσεις, θέτοντας ακόμα και τη ζωή τους σε κίνδυνο, για το περιβάλλον ή για το Προσφυγικό. Ανθρωποι που δεν γίνονται σουπερστάρ ούτε ασχολείται κανείς μαζί τους. Το κάνουν για την ψυχή τους. Κι αυτή είναι πιστεύω η ευγενέστερη αρετή».
Αυτή την εποχή είναι πιο ηρωικό να κάνει κανείς θέατρο;
«Σίγουρα. Οι συνθήκες είναι δυσμενείς, δεν υπάρχουν συμβάσεις εργασίας, οι αμοιβές είναι πολύ χαμηλές, ειδικά σε νεότερους που αναγκάζονται να τρέχουν σε τρεις και τέσσερις δουλειές ταυτόχρονα. Είμαστε συνέχεια στον δρόμο. Κι αυτό σημαίνει λιγότερο προσωπικό χρόνο. Μαζί πέφτουν η ενέργεια και η άμυνα του οργανισμού σου. Συχνά παίζουμε άρρωστοι και κολλάμε ο ένας τον άλλον. Ολο αυτό έχει κάτι το ηρωικό. Τα τελευταία χρόνια έχω ζήσει κι εγώ αυτόν τον ρυθμό. Να κάνω απογευματινή στο ένα θέατρο και μετά βραδινή στο άλλο».


Συνεργάζεστε για πρώτη φορά με τον Δημήτρη Καραντζά, έναν σκηνοθέτη της νεότερης γενιάς.
«Ναι. Παρακολουθώ τη δουλειά του και με ενδιαφέρει. Εχει ισχυρή άποψη. Οταν μου πρότεινε το έργο και το διάβασα, είπα αμέσως το ναι. Μου αρέσουν η θεματική, η γλώσσα του και ο ρόλος μου».


Η «Πλατεία Ηρώων» γράφτηκε πριν από σχεδόν 30 χρόνια. Πόσο αφορά το 2017;
«»Τώρα πια τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα από ό,τι ήταν 50 χρόνια πριν» λέει ο Μπέρνχαρντ στο έργο, αναφερόμενος στην εποχή της ανόδου του Χίτλερ. Εξηγώντας ότι τώρα, το 1988 δηλαδή, υπάρχει μια αναβίωση του φασισμού, με τον νεοναζισμό να βρίσκεται τριγύρω και έναν έντονο ρατσισμό παντού. Η νοοτροπία του κόσμου είναι επιθετική, άγρια, απολίτιστη. Το σύστημα και η κατάσταση είναι τόσο ισχυρά, που οι άνθρωποι αισθάνονται χωρίς ελπίδα και μέλλον».
Ετσι νιώθει σήμερα ο κόσμος;
«Το έργο δεν κάνει μια γεωγραφία ενός χαρακτήρα, δεν είναι απλώς ένα έργο πολιτικής καταγγελίας. Αυτό που βλέπει είναι η νοοτροπία της οποίας υπήρξε θύμα η οικογένεια. Και αυτή η νοοτροπία έχει τελικά καταφέρει να βρει θέση μέσα στην ίδια την οικογένεια, με τις σχέσεις να έχουν διαποτισθεί από ένα κλίμα φασισμού. Ολα είναι κατεστραμμένα και τίποτα δεν θα αλλάξει. Ο Μπέρνχαρντ προφανώς δεν άντεχε την ίδια του την πατρίδα, στην οποία ήταν πια μισητός. Σήμερα, βλέπουμε ότι τα φαινόμενα αυτά είναι σε ακόμα μεγαλύτερη έξαρση, όπως είδαμε πρόσφατα με τις εκλογές στην Αυστρία. Και δεν ισχύουν μόνο στην Αυστρία αλλά στον κόσμο όλον, και στην Ελλάδα».


Εργο καταγγελίας λοιπόν;
«Το έργο καταγγέλλει ότι ακόμα και σε καθεστώς δημοκρατίας, τα πράγματα είναι τελικά πολύ σκληρά. Δεν αρκεί να μιλάμε μόνο για τα άκρα. Αυτήν τη στιγμή ζούμε σε ένα καθεστώς δημοκρατίας κι εμείς και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όμως το καπιταλιστικό σύστημα είναι τόσο σκληρό που βλέπεις και όλες τις παρενέργειες πλέον. Και τη μεγάλη φούσκα της οικονομίας και την αβεβαιότητα του μέλλοντός μας και τα ζητήματα της ασφάλειας και της κοινωνικής ασφάλισης, και πόσα ακόμα. Υπάρχει μια μεγάλη αναταραχή σήμερα, χωρίς να υπάρχει ένας Χίτλερ».
Η ηρωίδα σας είναι η οικονόμος της οικογένειας;
«Ναι και βρίσκεται υπό το σοκ της αυτοκτονίας του ανθρώπου που λάτρευε κρυφά όλη της τη ζωή. Αλλά έτσι όπως έχει μάθει δεν της επιτρέπεται να δείξει συναισθήματα. Ακόμα και το σώμα εκφράζει έναν εγκλωβισμό. Είναι όλα αυστηρά και ελεγχόμενα. Μέσα η ψυχή βράζει. Είναι κι εκείνη, όπως και όλοι οι ήρωες του έργου, καταπιεσμένη. Κι ας έχει πεθάνει ο καθηγητής, εκείνη πρέπει να σιδερώσει και να διπλώσει τα πουκάμισά του, με τον τρόπο που εκείνος ήθελε».
Το έργο δίνει λύσεις;
«Οχι, καμία. Υποστηρίζει ότι ούτε η αυτοκτονία είναι λύση ούτε η μη συμμετοχή ούτε το να είσαι παθητικός ή ενεργητικός. Είναι μια ματαιότητα. Οτι είναι τόσο ισχυρά τα πράγματα που συμβαίνουν, έτσι όπως έχουν παραδοθεί στην κοινωνία, που για το άτομο όλο αυτό είναι ασφυκτικό. Κι εμείς άλλωστε ζούμε ασφυκτικά. Και ο καθένας μας αναζητά τον δικό του τρόπο να ξεφύγει».

Ο τρόπος που εσείς κάνετε τέχνη συμβάλλει στη διαφυγή σας;
«Εχουμε το προνόμιο της τέχνης. Μπαίνουμε σε έναν χώρο ποίησης και πολιτισμού. Αλλά κι εκεί όλο και περισσότερο νιώθουμε ασφυκτικά. Θα έπρεπε να μπορούσαμε να δούμε τα πράγματα πιο χαλαρά. Αλλά δεν γίνεται, δεν μπορούμε. Ετσι είμαστε. Αυτόν τον χώρο έχουμε επιλέξει. Δεν γεμίζει αλλιώς η ψυχή μας, δεν ικανοποιεί τις βαθύτερες απαιτήσεις της ζωής. Και το βλέπεις αυτό και στα νέα παιδιά που επιλέγουν τον αντίστοιχο δρόμο. Οχι από καλλιτεχνική άποψη. Από καθαρά υπαρξιακή. Είναι απλό: έτσι αντιλαμβάνομαι ότι μπορώ να ζήσω τη ζωή μου. Αλλιώς θα είχα πρόβλημα ταυτότητας. Κι ας είχα περισσότερα λεφτά ή μεγαλύτερη αναγνώριση. Ευτυχώς υπάρχουν όλοι αυτοί που μας στηρίζουν, οι θεατρόφιλοι, κι έτσι νιώθουμε δικαίωση».

Είχατε ελπίδες με την Αριστερά;
«Αυτό που διαβλέπω από την κοινωνία γενικότερα και αυτό που συμβαίνει και σε μένα είναι ότι υπήρξε διάψευση ελπίδων. Αλλιώς ήμασταν δύο χρόνια πριν, που περιμέναμε πολλά από αυτή την αλλαγή στην κυβέρνηση. Δυστυχώς περάσαμε μέσα από συμπληγάδες, ζήσαμε άγριες καταστάσεις με αποκορύφωμα τον Ιούλιο του 2015 και είμαστε πια, λόγω της διάψευσης των ελπίδων, σε ένα μεγαλύτερο σκοτάδι. Παλαιότερα κάτι είχαμε να περιμένουμε. Τώρα εδώ και κάνα χρόνο, υπάρχει πια μια παραίτηση. Είναι τρομερά απογοητευτικό».

Που και πότε
Θέατρο Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης. Βογιατζής
Πρεμιέρα: Παρασκευή (3/2), 21.00.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ