Οταν πριν από πέντε περίπου μήνες, λίγες ημέρες πριν από το Brexit, ο φιλόσοφος και ιστορικός των ιδεών Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ έκανε πρώτος αυτός λόγο για την «εξέγερση κατά των ελίτ», διατύπωση που ορισμένοι σήμερα αρχίζουν να συμμερίζονται και να οικειοποιούνται, επεσήμαινε ένα γενικότερο φαινόμενο, από την άνοδο της ευρωπαϊκής εθνικολαϊκιστικής Δεξιάς μέχρι το φαινόμενο Ντόναλντ Τραμπ. Εβλεπε σε αυτές τις κοινωνικές κινητοποιήσεις την άρθρωση δύο παραγόντων, του δημοκρατικού με το νέο εθνικό ζήτημα, όπως αυτά αναδιατυπώνονται στο πλαίσιο μιας «εχθρικής» για τους λαούς παγκοσμιοποίησης. Εντόπιζε, με άλλα λόγια, την ανάδυση και λαϊκιστική πολιτικοποίηση ενός αιτήματος για την «αναγέννηση της δημοκρατίας», το οποίο τείνει να ταυτίζεται με ένα αίτημα για την «ανανοηματοδότηση της εθνικής κυριαρχίας».
Η απρόσμενη νίκη του Ντ. Τραμπ μοιάζει να επιβεβαιώνει αυτή την πολιτική εκτίμηση. Η νίκη του «τρελού» Τραμπ, όπως τον αποκάλεσαν κάποιοι αριστεροί αναλυτές, προϊόν ενός λαϊκιστικού «παρανοϊκού ύφους της αμερικανικής πολιτικής», για να θυμηθούμε την κλασική φόρμουλα του σπουδαίου ιστορικού Ρίτσαρντ Χοφστάντερ για τον αμερικανικό δεξιό συνωμοσιολογικό λαϊκισμό, θα μπορούσε ακριβώς να ερμηνευθεί ως η διαμαρτυρία των απόκληρων της λευκής μεσαίας τάξης, ως ρεβάνς του λαϊκού εθνικισμού μιας «βαθιάς Αμερικής» που εξεγείρεται κατά των ελίτ οι οποίες έχουν πάψει «να την ακούν». Το χάσμα, ορισμένοι μάλιστα κάνουν λόγο για άβυσσο, ανάμεσά τους είναι η αιτία που φτιάχνει το φαινόμενο Τραμπ, τον διαστροφικό τρόπο με τον οποίο επιστρέφει η πολιτική. Ο «σερίφης» Τραμπ αναδιατυπώνει στο δικό του λαϊκιστικό ύφος ένα εδραίο αίτημα «προστασίας» των «μικρών» έναντι των «αλαζόνων ισχυρών», των «λόμπι», του «συστήματος». Εσωκλείοντάς το σε μια ταυτοτική αναζήτηση. Γιατί το αίτημα της «προστασίας», μέσα σε έναν ασταθή κόσμο σε μετάβαση, δεν αφορά μόνο την κοινωνική και οικονομική διάσταση της σημερινής κρίσης, την πτώση μέρους της μεσαίας τάξης, αλλά ταυτοχρόνως τέμνεται και με την ως τώρα βασική πολιτισμική συνθήκη της ύπαρξής της, την εθνική της ταυτότητα, τα πραγματικά και τα φαντασιακά της σύνορα. Η πολιτισμική ανασφάλεια, αυτό είναι το πρόβλημα, το οποίο οι δεξιοί λαϊκιστές το μεταφράζουν σε πολιτικές «εθνικής προτίμησης» και πολιτισμικού ρατσισμού.
Η αντιμετώπιση του φαινομένου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Μία από τις δυσκολίες είναι η μονοσήμαντη ηθική καταγγελία του, η οποία, όσο αναγκαία και αν είναι σε επίπεδο αρχών, πολύ συχνά εκπίπτει σε ηθικολογία, σε εξορκισμό. Η απάντηση στον λαϊκισμό που υμνεί τις «φυσικές αρετές» του «αγνού λαού» δεν μπορεί να είναι μια περισσότερο ή λιγότερο επιτηδευμένη περιφρόνηση προς αυτόν. Η απαραίτητη ριζοσπαστική κριτική στις λαϊκιστικές απλουστεύσεις και τους επικίνδυνους μανιχαϊσμούς (που θα μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμα και σε ακραίες κοινωνικές συγκρούσεις) μπορεί να είναι λειτουργική, αν συμπληρώνεται από εναλλακτικές πολιτικές που απαντούν θετικά στο αίτημα «προστασίας», ασφάλειας, το οποίο απευθύνεται από τον «λαό» προς τις ελίτ. Ενα τέτοιο αίτημα, ένα τέτοιο ερώτημα, είναι αυτό που απηύθυνε μεγάλο μέρος των αμερικανών πολιτών προς τις αμερικανικές ελίτ.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ