Κατά πόσο η σχετική έστω σταθεροποίηση της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, που για πάρα πολλούς θεωρείται πλέον δεδομένη, μετά την «οριστική στροφή» της κυβέρνησης, συμβάλλει στην εσωτερική πολιτική εξομάλυνση και αυτή η τελευταία στην απρόσκοπτη κυριαρχία του ΣΥΡΙΖΑ στην εσωτερική πολιτική; Μήπως η κυβερνητική στροφή που σταθεροποιεί τον εξωτερικό προσανατολισμό αδυνατίζει παρά ενισχύει τις δυνατότητες του ΣΥΡΙΖΑ να διαχειρισθεί από θέση κυριαρχίας την πολιτική σταθερότητα της χώρας και, εξ αυτού, να διαφυλάξει τη δική του κεντρικότητα στην πολιτική σκηνή; Με άλλα λόγια, μήπως μια εξωτερική σταθεροποίηση κρύβει μια επερχόμενη, ακόμα μεγαλύτερη από ό,τι χθες, εσωτερική πολιτική αποσταθεροποίηση;
Οι περισσότερο ή λιγότερο βάσιμες υποθέσεις που μπορούν να γίνουν προς μια τέτοια κατεύθυνση δεν αποτελούν πρόγνωση, απλώς θέλουν να επισημάνουν πως το νέο πολιτικό τοπίο γίνεται πιο περίπλοκο και, άρα, περισσότερο απρόβλεπτο απ’ ό,τι πριν. Και ο βασικότερος ίσως λόγος γι’ αυτό οφείλεται στο ότι είναι η ίδια η «κοινωνία», η οποία στερείται εκ των πραγμάτων «αντιπροσώπευσης», αυτή που θα μπορούσε να απειλεί με ασύντακτο τρόπο να πάρει τη ρεβάνς. Ανίκανη να πολιτικοποιήσει τα προβλήματά της, αφού οι όποιες ελπίδες της, οι «αυταπάτες» της, έχουν πλέον καταρρεύσει. Αλλά για ποια ακριβώς κοινωνία πρόκειται και για ποιες αυταπάτες; Με τον προφανή κίνδυνο της σχηματοποίησης σε ό,τι ακολουθεί, θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως η «πτώση» μεγάλου μέρους της λεγόμενης μικρής και μεσαίας τάξης είναι το κοινωνικό συμβάν των τελευταίων ετών της κρίσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ εργαλειοποίησε αυτό το γεγονός, οικειοποιήθηκε και ενίσχυσε τα λαϊκά κινητοποιητικά του χαρακτηριστικά, ουσιαστικά ότι ο ίδιος επανιδρύθηκε, απωθώντας ή και χάνοντας παλαιότερα «κοσμοπολίτικα» χαρακτηριστικά του, αφού χαρτογράφησε την κοινωνική διαμαρτυρία και απόρριψη με εθνικο-λαϊκές φόρμες βγαλμένες από τα μυθολογημένα αντιστασιακά χρονικά της ελληνικής ιστορίας. Εθρεψε έτσι κοινωνικές αυταπάτες, πίστεψε ο ίδιος σε αυτές και πρώτα από όλα στη δική του μαγική δυνατότητα: ότι αρκεί η αλλαγή στην κορυφή της πολιτικής εξουσίας ώστε να αλλάξει η φορά των πραγμάτων και να επέλθει η κοινωνική σωτηρία. Με αυτή τη μαγική πρώτη ύλη κατασκευάσθηκε το «κοινωνικό μπλοκ» της «ανατροπής», αναχρονιστική μετωνυμία της πασοκικής «αλλαγής» του ’81.

Η τωρινή πρόσκρουση με την πραγματικότητα, και η «στροφή» που ακολούθησε, διέψευσε την ελπίδα για επιδιόρθωση του κοινωνικού ασανσέρ, για την επαναλειτουργία του σχεδόν «όπως παλιά». Αυτή η απομάγευση, που οδηγεί αναγκαστικά στον «πραγματισμό», στο τέλος μιας επικίνδυνης για τη χώρα μοναχικής περιπέτειας, τροφοδοτεί τον πολιτικό κυνισμό και μπορεί να ενισχύσει την κρίση της πολιτικής αντιπροσώπευσης. Μετά τη συνθηκολόγηση, ο στρατηγικά ηττημένος φορέας της σωτηριολογικής υπόσχεσης, την ίδια στιγμή που με την αναγκαστική «στροφή» του δείχνει να αποδέχεται την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, είναι υποχρεωμένος, επί ποινή αυτοακύρωσής του, να πλειοδοτεί, αμυνόμενος. Και ο επιθετικός λαϊκισμός του να μεταμορφώνεται σε «αμυντικό λαϊκισμό». Μόνο που ο αμυντικός λαϊκισμός μπορεί να συνιστά τον προθάλαμο της κοινωνικής απονομιμοποίησης του φορέα του. Γιατί, μετά τη συνθηκολόγηση, η εκ μέρους του επικέντρωση σε τακτικιστικού τύπου αντιπερισπασμούς, η ρητορική οξύτητα, οι επιθέσεις κατά του «κατεστημένου» και της «πλουτοκρατίας» (που πρέπει να «πληρώσει») εικονογραφούν ακριβώς την αδυναμία του να προσφέρει ένα συνολικό σχέδιο εξόδου από την κρίση ευνοϊκό για το κοινωνικό του ακροατήριο. Από μόνος του ο αγώνας κατά του «εσωτερικού εχθρού», των «λίγων» και των «ισχυρών», των «μίντια» κ.λπ. δεν είναι πειστικός, δεν μπορεί να μεταφράσει την κοινωνική σε πολιτική πλειοψηφία. Απλώς, ο αγώνας αυτός δεν είναι τίποτα άλλο από τη μανατζερική διατήρηση της προγενέστερης μεγάλης αυταπάτης στο ελάχιστο επίπεδο. Στο επίπεδο μιας μινιμαλιστικής αυταπάτης η οποία, στην πραγματικότητα, μεταφράζει την ανολοκλήρωτη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, υποχρεώνοντάς τον να κινείται διαρκώς στο μεταίχμιο μύθων μικρο-κλίμακας και πραγματικότητας.

Στο εξής το πιθανότερο σενάριο θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ να διαπραγματεύεται καθημερινά το κόστος μιας βέβαιης κοινωνικής του αποσταθεροποίησης. Γιατί το πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι να δείξει ότι μπορεί να είναι περισσότερο «φιλολαϊκός» από τους αντιπάλους του, αλλά ότι είναι ικανός να συνάψει μια κοινωνική συμμαχία μεταξύ παλαιών και νέων λαϊκών τάξεων, προσφέροντας προοπτική. Αλλά αυτή η συμμαχία έχει ήδη υπονομευθεί από τη μεγάλη του συνθηκολόγηση, από την πτώση της μεγάλης λαϊκιστικής του ψευδαίσθησης. Ο,τι του απομένει, ο κοινωνιο-λαϊκισμός του στο πεδίο της μικρο-κλίμακας είναι αλυσιτελής και ίσως δεν θα αργήσει να στραφεί εναντίον του. Υποχρεωμένος σε καθημερινή διαχείριση της κοινωνικής του αγωνίας, είναι ήδη φυλακισμένος σε έναν αναποτελεσματικό «πόλεμο θέσεων», από τη στιγμή που ο «πόλεμος κινήσεων», η μεγάλη «λαϊκιστική ρήξη» που υποσχέθηκε, διαψεύσθηκε. Με αποτέλεσμα την εσωτερική αποσταθεροποίηση, την τροφοδότηση φαινομένων πολιτικού κυνισμού και αποξένωσης.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ