Ο «εκλογικός σεισμός» της περασμένης εβδομάδας στην Αυστρία, με τo πρωτοφανές εκλογικό ποσοστό που έλαβε ο «μετριοπαθής» ακροδεξιός Νόρμπερτ Χόφερ του FPÖ για την προεδρία της χώρας του, έθεσε εκ νέου το πρόβλημα της ακροδεξιάς πρόκλησης και απειλής ταυτόχρονα που πλανάται πάνω από την ευρωπαϊκή ήπειρο. Αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο Χόφερ ψηφίστηκε από ένα εντυπωσιακά μεγάλο ποσοστό των λαϊκών τάξεων, με πρώτη την εργατική τάξη, καθώς και η υψηλή εκλογική του απήχηση στον χώρο της νεολαίας, από κοινού με το πραγματικό «σάρωμα» των δύο «κατεστημένων κομμάτων» που ως τώρα κυβερνούσαν (του συντηρητικού ÖVP και του σοσιαλδημοκρατικού SPÖ), οι διαστάσεις της νίκης του δεξιού εθνικολαϊκισμού παίρνουν σχεδόν χαρακτήρα θριάμβου. Ωστόσο, όχι απροσδόκητου θριάμβου, αφού μια σειρά εκλογικών αναμετρήσεων στη χώρα το τελευταίο διάστημα είχαν προϊδεάσει για τα αποτελέσματα της προεδρικής αναμέτρησης.
Η νίκη του εκπροσώπου του δεξιού εθνικολαϊκισμού στην Αυστρία ασφαλώς και δεν μπορεί να αποδοθεί, και μάλιστα με μονοσήμαντο τρόπο, στην οικονομική κρίση, αφού, για παράδειγμα, το ποσοστό της ανεργίας στη χώρα δεν ξεπερνά το 6%. Είναι προφανές, όλες οι ερμηνείες συμφωνούν επ’ αυτού, ότι η τρέχουσα «προσφυγική κρίση» έριξε βαριά τη σκιά της, έκρινε το ευνοϊκό για την ακροδεξιά αποτέλεσμα. Αλλά ως προς τι ακριβώς «ευθύνεται» η διαχείριση του θέματος των προσφύγων, υπό ποία οπτική αυτό προσλαμβάνεται; Δύο ημέρες μετά τον εκλογικό σεισμό, και με αφορμή αυτόν, ο υπερμοντέρνος κοινωνιολόγος Ζιλ Λιποβετσκί (ο γνωστός και στην Ελλάδα από το βιβλίο του της δεκαετίας του 1980 «Η εποχή του κενού») θα καταθέσει τη δική του συνολικότερη ερμηνεία για την ανάδυση της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Μια ερμηνεία που έρχεται να επικυρώσει τη βασική υπόθεση που έχει εδώ και καιρό κατατεθεί, πρωτίστως από τον Pierre-André Taguieff, αλλά και από τον Laurent Bouvet, οι οποίοι βλέπουν το ακροδεξιό φαινόμενο ως σύμπτωμα ενός νέου εθνικιστικού και αντιευρωπαϊκού κύματος, το οποίο θέτει εκ νέου τα ζητήματα της «εθνικής κυριαρχίας» και «εθνικής ταυτότητας» (Taguieff), θεματικές που σχετίζονται με προβλήματα «πολιτισμικής ανασφάλειας» για τους «εθνικούς πληθυσμούς» (Bouvet).
Για τον Λιποβετσκί, η Ευρώπη, ιδιαίτερα μετά την κρίση του 2008, έπαψε να θεωρείται από σημαντικό τμήμα των πληθυσμών της ασπίδα προστασίας τους. Η Ευρώπη από δίχτυ προστασίας μετετράπη σε «ταυτοτική απειλή» για αυτούς τους πληθυσμούς, ενώπιον μιας αρρύθμιστης, «τυφλής παγκοσμιοποίησης».
Ο πολιτικά αδιαφοροποίητος – τεχνοκρατικός λόγος των ελίτ, από την άλλη πλευρά (φαινόμενο που στη δεκαετία του 1990 όλοι σχεδόν οι ερευνητές εντόπιζαν, κυρίως στη σύγκλιση προς το κέντρο της θεσμικής Αριστεράς με τη θεσμική Δεξιά, ως μία από τις βασικές αιτίες ανόδου της Ακροδεξιάς), αυτός ο λόγος που υποκατέστησε τους «μεγάλους μύθους», δεν μπορεί να κάνει πλέον τους πολίτες «να ονειρεύονται». Σε αυτό το πλαίσιο, ο λαϊκιστικός αντιφιλελευθερισμός που κερδίζει μεγάλο μέρος των λαϊκών τάξεων είναι αντιφιλελευθερισμός που αποστρέφεται το δόγμα της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς, δόγμα που, κατά τον γάλλο κοινωνιολόγο, φαίνεται να δομεί τις σημερινές οικονομικές πολιτικές στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Για τον Λιποβετσκί, τα κράτη αρνούνται να ασκήσουν πολιτική και δεν αναζητούν να δώσουν απαντήσεις στα πραγματικά προβλήματα. «Υπάρχει μια επιθυμία κράτους», θα επισημάνει ο γάλλος κοινωνιολόγος, κυρίως σε αυτούς τους πληθυσμούς που στρέφονται προς εθνικολαϊκιστικές κατευθύνσεις, μια «βούληση ελέγχου» μιας χαώδους κατάστασης, σπεύδοντας την ίδια στιγμή να επισημάνει εμφατικά ότι δεν μπορεί η Ευρώπη να επανέλθει στην προηγούμενη κατάσταση, ούτε το κράτος «είναι η λύση», όπως προτείνουν οι δεξιοί εθνικολαϊκιστές με τον επικίνδυνο εθνικο-κυριαρχισμό τους, ο οποίος εσχάτως φαίνεται να μαγεύει και ένα τμήμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αλλά λύση δεν είναι ούτε και «η αόρατος χειρ της αγοράς».
Το πρόβλημα-Ευρώπη, θα καταλήξει ο Λιποβετσκί, συνίσταται στο γεγονός ότι φτιάχθηκε από την «αγορά», χωρίς η Ευρώπη να σκεφθεί την πολιτική κατασκευή της, την «κοινή πολιτική της». Το σημερινό «αίσθημα αποστέρησης» που αισθάνονται κάποιοι πληθυσμοί, στριμωγμένοι μεταξύ της άναρχης παγκοσμιοποίησης και της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών, αποτελεί το γόνιμο έδαφος της εθνικολαϊκιστικής πρόκλησης που, λίγο-πολύ παντού, σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο, παίρνει τη μορφή της «επανιδιοποίησης της εθνικής κυριαρχίας».
Ο «λαός» επέστρεψε, αλλά επέστρεψε από τα «δεξιά», γράφει στο τελευταίο του βιβλίο (2015) για την Ακρα Δεξιά ο P.-A. Taguieff. Ο δεξιός εθνικολαϊκιστικός μύθος, όπως άλλωστε κάθε εθνικολαϊκιστικός μύθος, πρέπει να αποδομείται, να του ασκείται σκληρή κριτική, να αποκαλύπτονται οι «προγραμματικές» αντιφάσεις του, οι επικίνδυνες καθαρολογίες του, οι δημοψηφισματικές του εκτροπές, ο αντιφιλελεύθερος «δημοκρατισμός» του, οι ρατσισμοί του. Ωστόσο, η καταπολέμηση μόνο των συμπτωμάτων δεν αρκεί. Ορισμένα από τα «προβλήματα» που τίθενται μπορεί να είναι επινοημένα, άλλα όμως είναι υπαρκτά, αυτό που κάνει ο δεξιός εθνικολαϊκισμός είναι να τα μεγεθύνει, και να τα θέτει με τέτοιον τρόπο ώστε να επιδέχονται επικίνδυνες για τον δημοκρατικό πλουραλισμό και τις αξίες του απαντήσεις. Αρκετές φορές, η μόλυνση των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων από την ακροδεξιά ατζέντα, φαινόμενο υπαρκτό, έχει τις ρίζες του στο γεγονός ότι αυτές αποφασίζουν να ασχοληθούν καθυστερημένα με θέματα που ήδη αποτελούν αντικείμενα εργαλειοποίησης από την Ακροδεξιά. Και όπως έχει σχετικά επισημανθεί από ερευνητές του ακροδεξιού φαινομένου, όπως ο Κας Μούντε, είναι πάρα πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, σε τέτοιες συνθήκες, και στη μεθόριο, αν όχι εκτός, των αρχών του δημοκρατικού κράτους-δικαίου, να «κλέψεις», χωρίς να πληρώσεις το ακριβό αντίτιμο, την ατζέντα του αντιπάλου σου. Κλοπή, η οποία, επιπλέον, σπάνια αποδίδει…
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ