Η αυτοπαγίδευση της κοινωνίας σε έναν αυτοτροφοδοτούμενο αλλά και ετεροτροφοδοτούμενο από πολιτικούς επιχειρηματίες, Αριστεράς και Δεξιάς, θυμό της αποτελεί το βασικό αποτέλεσμα της εξαετίας της κρίσης. Ο μνησίκακος εγκλωβισμός της, η αδυναμία της δηλαδή να βρει αποτελεσματικές διεξόδους στην ανημπόρια της, τη βυθίζει διαρκώς σε σπασμωδικές και αντιφατικές αυτοαναπαραστάσεις. Σε όλο αυτό το διάστημα, μεγάλα τμήματα της κοινωνίας «πολιτικοποιήθηκαν» μέσα στον εθνικισμό, τη δημαγωγία και τον αντιευρωπαϊσμό. Σχετικές εμπειρικές έρευνες το επιβεβαιώνουν. Ενα νήμα μοιάζει να έσπασε, ο εργαλειακός αντιευρωπαϊσμός τής πριν από την κρίση εποχής απογυμνώθηκε, ο γνωστός παραδοσιακός ελληνικός ατομικισμός, με τη συνακόλουθη εσωστρεφή και αυτοθυματοποιημένη συμπεριφορά συνιστούν πλέον βασική και αυθόρμητη στρατηγική επιβίωσης. Η διάλυση του μεταπολιτευτικού συμβολαίου, το οποίο μπορούσε για μεγάλο διάστημα να μακιγιάρει αυτόν τον εγωισμό, τώρα που το παιχνίδι τελείωσε, παραχώρησε τη θέση του σε ένα μέτωπο της άρνησης που, σε ορισμένες περιπτώσεις, παίρνει και τη μορφή αυθόρμητου ρεύματος κοινωνικού αυταρχισμού. Οι αντιθεσμικές συμπεριφορές από τα κάτω, οι ανθρωπομορφικές συλλήψεις του «εχθρού», οι επιθέσεις κατά βουλευτών, σφυρηλατημένες και θεμιτοποιημένες στα «αγανακτισμένα» χρόνια του «αντιμνημονίου», δεν ικανοποιούνται πλέον από τους τακτικιστικούς αντιπερισπασμούς της εξουσίας κατά του «κατεστημένου». Ο μηχανισμός του μπούμερανγκ βρίσκεται σε λειτουργία.
Στο κοινωνικό πεδίο, ο από τα κάτω αυταρχισμός, ένας αυταρχισμός μερίδων της κοινωνίας των πολιτών, θυμίζει φαινόμενα που έχουν σε άλλες χώρες εμφανισθεί, ενισχύοντας εκεί τάσεις κρατικού αυταρχισμού. Πρόκειται για φαινόμενο το οποίο φλερτάρει με επιμέρους αντιδημοκρατικές εκτροπές: η democradura («δημοκτατορία»: από τη σύνθεση των λέξεων δημοκρατία και δικτατορία), όρος που οφείλεται στον ουρουγουανό συγγραφέα Εντουάρντο Γκαλεάνο, θέλει να περιγράψει ημιδημοκρατικά καθεστώτα (τύπου Τσάβες, Ορμπάν, Πούτιν) τα οποία, έχοντας ορισμένα λαϊκιστικά κοινωνικά στηρίγματα, σέβονται με έναν ιδιόμορφο τρόπο κάποια χαρακτηριστικά της δημοκρατίας (π.χ. εκλογές), ωστόσο, προκρίνοντας μια αφηρημένη και δημαγωγική διάσταση της «κοινωνικής δικαιοσύνης» για τον «λαό», τη συνοδεύουν από την «τιμωρία των ελίτ», πολιτικών, μιντιακών, κ.ά. Χωρίς η ελληνική περίπτωση να αναγνωρίζεται σε τέτοια παραδείγματα, ο πειρασμός ενός εκ των κάτω, κοινωνικού, λαϊκιστικού αυταρχισμού δεν απουσιάζει. Το δείχνουν και πρόσφατα φαινόμενα ιδεολογικο-πολιτικού φρονηματισμού που εμφανίστηκαν στον χώρο των ηλεκτρονικών ΜΜΕ.
Μια άλλη διάσταση της σημερινής δυσφορίας αποτελεί το πρόσφατο επεισόδιο με την παραίτηση του Γιαν Φαμπρ από το «Ελληνικό Φεστιβάλ», επεισόδιο που απεικόνισε με ειδικό τρόπο την κυρίαρχη εθνικολαϊκιστική συμπτωματολογία. Αν, σύμφωνα με ορισμένους τουλάχιστον, ο καλλιτεχνικός σχεδιασμός του βέλγου επιμελητή συνιστούσε «πρόκληση» μεγαλύτερη ακόμη και από τα «μνημόνια» (σε βαθμό μάλιστα να κηρυχθεί «ανεπιθύμητος»!) ήταν γιατί αυτός ο σχεδιασμός ενσάρκωσε, για τους ορισμένους βασικούς καλλιτεχνικούς δρώντες, ένα πολιτισμικό μνημόνιο, ένα ταυτοτικό μνημόνιο. Μετέφρασε και στο πολιτισμικό πεδίο την ξένη μνημονιακή οικονομική «κατοχή» της χώρας, έπληξε την ταυτότητά της, την ιδιαιτερότητά της, μια ορισμένη ιδιοσυγκρασιακή σύλληψη και κατανόηση του εθνικού εαυτού. Το πλήγμα που κινδύνεψε να υποστεί το «πολιτισμικό έθνος» τρόμαξε κυρίως τους ίδιους τους κυβερνώντες, το πολιτισμικό μνημόνιο δεν πέρασε, η εθνικολαϊκιστική κοινωνία των πολιτών, επιτέλους, νίκησε: η συντακτική εθνοσυνέλευση των ηθοποιών νομοθέτησε, η πολιτισμική Βάρκιζα αποσοβήθηκε, η αμεσοδημοκρατική συγκινησιακή αντίσταση του πολιτισμικού ΕΑΜ δικαιώθηκε.
Αυτή η αντιστασιακή τροπή του συλλογικού φαντασιακού, πέρα από το συγκεκριμένο ενδεικτικό συμβάν, υπονομεύει κάθε προσπάθεια ανασυγκρότησης, μια ανακαινισμένη μεταπολιτευτική λαϊκότητα, αυτονομούμενη από την πρόσδεσή της σε ισχυρές πολιτικές ταυτότητες, συνιστά μείζονα τροχοπέδη. Η πραγματικότητα μιας μπλοκαρισμένης στα φαντάσματά της και κατακερματισμένης κοινωνίας, ενίοτε με βίαιες, αντιφιλελεύθερες εξάρσεις, αλλά και η πραγματικότητα κοινωνικών ομάδων που αποχωρούν πλέον από την πολιτική, μη βρίσκοντας σε αυτήν εκείνα τα στοιχεία που φτιάχνουν το πλαίσιο του κοινού δεσμού, πλήττουν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Το «αιώνιο χθες» είναι η τροχοπέδη του παρόντος που δεν μπορεί να προβάλει τον εαυτό του στο μέλλον. Ο σημερινός εγκλωβισμός είναι η απουσία μέλλοντος μιας κλεισμένης στον εαυτό της κοινωνίας που παίρνει ταυτότητα μόνο από το ανεξάλειπτο αντιστασιακό εθνικο-λαϊκό της παρελθόν. Ενα παρελθόν που υποθηκεύει στο δημαγωγικό αίτημα μιας «εδώ και τώρα» κοινοτιστικής δικαιοσύνης το ιδεώδες της ελευθερίας. Ενα παρελθόν που αναμεταφράζει με όρους «λαϊκιστικής δημοκρατίας» δίκαια ενίοτε αιτήματα για τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ