Αν τα γεγονότα «υπάρχουν» και μέσα από την ερμηνεία τους, αξίζει να σταθούμε στην κοινωνιολογίζουσα και ηθικολογική εξήγηση που αποδίδει ένα μεγάλο μέρος αριστερών όλων των αποχρώσεων, ακόμη όμως και ορισμένων σοσιαλ-φιλελευθέρων (αυτοί οι τελευταίοι στο όνομα των φιλελεύθερων αξιών, της ανεκτικότητας κ.τ.λ.), στις επαναλαμβανόμενες πλέον ισλαμιστικές τρομοκρατικές επιθέσεις σε ευρωπαϊκές χώρες, χθες στη Γαλλία, σήμερα στο Βέλγιο. Ενα από τα κοινά χαρακτηριστικά αυτών των ερμηνειών είναι μια ορισμένου τύπου «συγκατάβαση», με την έννοια της «κατανόησης» του φαινομένου. Καταδικάζουν, βέβαια, την τρομοκρατική βία, χωρίς ωστόσο να μας λένε από πού προέρχεται. Καταδικάζεται η τρομοκρατική ενέργεια, αλλά όχι με σαφήνεια η ιδεολογία η οποία τη συνοδεύει και τη νομιμοποιεί. Η παραμικρή μάλιστα διερώτηση για μια ενδεχόμενη συνενοχή της ιδεολογίας αυτής, δηλαδή μιας ορισμένης εκδοχής του «Ισλάμ», του ριζοσπαστικού Ισλάμ, απωθείται, όταν βέβαια όσοι υποβάλλουν αυτή την προς εξέταση θέση δεν κατηγορούνται για «ισλαμοφοβία». Πολλοί ακροαριστεροί και ριζοσπάστες αριστεροί αρνούνται να δουν αυτόν τον συσχετισμό μεταξύ βίας και ιδεολογίας, αποδίδοντας την πρώτη σε ανεξάλειπτες ευθύνες (αποικιοκρατία, πόλεμοι κ.τ.λ.), χθεσινές και σημερινές, της Ευρώπης και της Δύσης γενικότερα.
Υπό μία τέτοια οπτική τα πραγματικά και παντοτινά θύματα είναι οι φτωχοί, οι αδικημένοι, οι λεηλατημένοι από την Ευρώπη που βρίσκουν στη «θρησκεία», στο «Ισλάμ» μια ανακαινισμένη ιδεολογική προσφορά προκειμένου να επενδύσουν τον ριζοσπαστισμό τους. Συνεπώς, οποιαδήποτε κριτική στη θρησκεία «τους» ισοδυναμεί με περιφρόνησή τους, με ρατσισμό, με ισλαμοφοβία. Το τελευταίο αυτό επιχείρημα (περί θρησκείας), όταν μεταμορφώνεται σε πολιτισμική διεκδίκηση και δικαίωμα, γίνεται αντικείμενο συμμερισμού και από μερίδα φιλελευθέρων που το εντάσσουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στην αξιακή και δικαιακή κλίμακα μιας κανονιστικής πολυπολιτισμικότητας, απαράβατη προϋπόθεση, κατ’ αυτούς, ώστε να επιτευχθεί η κοινωνική ειρήνη. Για τους αριστερούς, βέβαια, τέτοιου τύπου δικαιώματα κατανοούνται και ως αμιγώς πολιτικές προϋποθέσεις προκειμένου να αναδυθεί ένα νέο υποκείμενο κοινωνικού μετασχηματισμού (οι μετανάστες ως το νέο προλεταριάτο).
Η επιδεικνυόμενη «συγκατάβαση»/«κατανόηση» φαίνεται ότι περνά, άρα, μέσω της χρήσης δύο κομβικών λέξεων-όρων εκ μέρους τους, στην προσπάθεια να «εννοιολογήσουν» το ακατονόμαστο σημερινό τρομοκρατικό φαινόμενο: «ριζοσπαστικοποίηση» (των κοινωνικά αποταγμένων τρίτης γενιάς μεταναστών) και «ισλαμοφοβία» (η τρομοκρατία ως απάντηση και στον ρατσισμό τον οποίον οι αποταγμένοι υφίστανται). Κατά πόσον όμως αυτή η «ισλαμοποίηση της ριζοσπαστικοποίησης», διατύπωση του ισλαμολόγου Ολιβιέ Ρουά, είναι ικανή να μας κάνει να καταλάβουμε τη σημερινή ισλαμιστική τρομοκρατία; Ο ισλαμολόγος Ζιλ Κεπέλ σε πρόσφατες μελέτες και άρθρα του (στην «Ουμανιτέ» και στη «Λιμπερασιόν»), λίγο πριν από τις τρομοκρατικές επιθέσεις στις Βρυξέλλες, αμφισβητώντας αυτή την τοποθέτηση του προβλήματος, θα επισημάνει ότι οι όροι «ριζοσπαστικοποίηση» και «ισλαμοφοβία» είναι λέξεις που καθοδηγούν αυτή τη στιγμή την έρευνα στις κοινωνικές επιστήμες. Η πρώτη όμως, διαλύοντας στη γενίκευση το φαινόμενο, μας απαγορεύει να το σκεφθούμε στην ιδιαιτερότητά του και σε συγκριτικό επίπεδο. Αραγε, από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες και τη γαλλική Αμεση Δράση ως την Μπάαντερ-Μάινχοφ και τις επιθέσεις στο «Charlie Hebdo» και στο Μπατακλάν, έχουμε να κάνουμε με την ίδια «ριζοσπαστικότητα»; Κόκκινη χθες, πράσινη (ισλαμιστική) σήμερα; Η διάλυση του τζιχαντισμού στη ριζοσπαστικοποίηση κορυφώνεται, σύμφωνα με τον Κεπέλ, στον φόβο, στην κατηγορία περί ισλαμοφοβίας. Η κριτική ανάλυση του ισλαμικού πεδίου αποτελεί, για τους νέους ιεροεξεταστές, «αμάρτημα και απαγόρευση». Την επόμενη ημέρα της επίθεσης στη βελγική πρωτεύουσα ο γάλλος ισλαμολόγος σε ραδιοφωνική του συνέντευξη θα επιμείνει ότι κομβικό σημείο για την κατανόηση του φαινομένου της ισλαμιστικής τρομοκρατίας είναι μια «πολιτισμική πρόκληση» που αναπτύσσεται στο «εσωτερικό του Ισλάμ», εννοώντας ότι η ανάπτυξη του σαλαφιστικού δόγματος διευκολύνει τη μετάβαση στην τρομοκρατία.
Από την πλευρά τους, δύο προοδευτικοί αμερικανοί διανοούμενοι, οι Πολ Μπερμάν και Μίκαελ Γουόλτζερ, σε άρθρο τους στην ιστοσελίδα της επιθεώρησης «Dissent», μία ημέρα πριν από την επίθεση στις Βρυξέλλες (21.3.2016), θα συγκρίνουν την κατάσταση που επιφυλάσσεται στη Γαλλία σε άραβες διανοουμένους (μεταξύ αυτών στον Μπουαλέμ Σανσάλ, που πρόσφατα επισκέφθηκε την Ελλάδα, και τον Καμέλ Νταούντ) που ασκούν κριτική στο Ισλάμ με τη στάση που είχαν επιφυλάξει κάποιοι αριστεροί διανοούμενοι της Δύσης στους αντιφρονούντες του σοβιετικού μπλοκ. Οι απόψεις τους και οι μαρτυρίες τους απορρίπτονταν με το πρόσχημα ότι «αντικειμενικά» εξυπηρετούσαν τα σχέδια της αντίδρασης.
Σήμερα οι αντιφρονούντες προέρχονται από τον μουσουλμανικό κόσμο, λογοκριμένοι στις χώρες τους και, ρισκάροντας ακόμη και τον θάνατο, μας λένε πράγματα που γνωρίζουν από πρώτο χέρι. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι ο αλγερινός συγγραφέας Καμέλ Νταούντ τόλμησε να μιλήσει για «ενδημική σεξουαλική απώθηση στον μουσουλμανικό κόσμο» τού κόστισε, εκ μέρους μιας ομάδας γάλλων πανεπιστημιακών, την κατηγορία της ουσιοκρατίας, του αποικιοκρατικού πατερναλισμού και σειράς άλλων «ιδεολογικών εγκλημάτων». Θυμίζοντας, οι Μπερμάν και Γουόλτζερ, ότι και ο Σαλμάν Ρουσντί είχε κατηγορηθεί ως «ισλαμόφοβος» και επισημαίνοντας ότι το δικαίωμα στην κριτική δεν είναι δυτικό προνόμιο, θα καταλήξουν στην υπόδειξη των τριών μετώπων στα οποία πρέπει να δοθεί η μάχη κατά της ισλαμιστικής τρομοκρατίας. Στρατιωτικά, εναντίον του ριζοσπαστικού ισλαμισμού που μας κήρυξε τον πόλεμο. Διανοητικά, εναντίον των χρήσιμων ηλίθιων στη Δύση που πιστεύουν ότι πράττουν καλώς απαγορεύοντας κάθε κριτική εξέταση μιας κουλτούρας της οποίας ο ριζοσπαστικός ισλαμισμός αποτελεί διαστροφική παρέκκλιση. Πολιτικά, εναντίον του σκληρού ρατσισμού.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ