Αν και ιστορικά οι τρομοκρατικές ενέργειες δεν δείχνουν να εκτροχιάζουν τις οικονομικές τάσεις στις ώριμες δυτικές οικονομίες, εν τούτοις, καθώς ο τρόμος επέστρεψε στην Ευρώπη, οι αγορές προσπαθούν να αποτιμήσουν τα νέα δεδομένα στο γεωπολιτικό σκηνικό. Οι επιθέσεις στις Βρυξέλλες οδήγησαν πάντως τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια και ειδικότερα τις μετοχές των αεροπορικών εταιρειών και των επιχειρήσεων ταξιδιών και αναψυχής σε πτώση, ενώ τα κρατικά ομόλογα των ισχυρών χωρών, ο χρυσός, το γεν, το ελβετικό φράγκο και το δολάριο ως ασφαλή καταφύγια ενισχύθηκαν. Πτωτικά κινούνταν και το πετρέλαιο αποτυπώνοντας την επιφυλακτικότητα στις αγορές παγκοσμίως.
Για το Stratfor οι εκρήξεις στις Βρυξέλλες αποτελούν υπενθύμιση του πόσο δύσκολο είναι να αποτραπούν επιθέσεις κατά «εύκολων» στόχων καθώς οδηγούν σε πολλά θύματα (ιδίως οι επιθέσεις κατά στόχων που σχετίζονται με τις μεταφορές, όπως είναι οι σταθμοί του μετρό και τα αεροδρόμια), προσελκύοντας παράλληλα την προσοχή των μέσων ενημέρωσης.
Αναλυτές της αγοράς ανέφεραν ότι τα χτυπήματα στις Βρυξέλλες και στο Παρίσι, στην καρδιά δηλαδή του δυτικού κόσμου, αντιπροσωπεύουν μια νέα φάση στη στρατηγική του ISIS, θεωρώντας μάλιστα ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές δεν είναι έτοιμες για τον επικείμενο γεωπολιτικό κίνδυνο.
Τα γεγονότα πάντως οδηγούν στο τέλος της αδιαφορίας προς τα γεωπολιτικά ζητήματα. «Η κατάσταση θα επιδεινωθεί προτού υπάρξει κάποια βελτίωση» αναφέρουν εκτιμώντας πως το κουτί της Πανδώρας που άνοιξε με τον πόλεμο στο Ιράκ δεν πρόκειται να κλείσει σύντομα.
Η πρόσφατη συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας δεν πρόκειται κατά την άποψη της Citigroup να λύσει το μεταναστευτικό πρόβλημα. Με 60 εκατομμύρια βίαια εκτοπισμένους ανθρώπους παγκοσμίως (τα 11 εκατ. από τη Συρία), αρκετοί εκ των οποίων βρίσκονται κοντά στην Ευρώπη, οι πιέσεις στα σύνορά της μπορεί να συνεχιστούν, με ό,τι αυτό σημαίνει για χώρες που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή όπως η Ελλάδα, η οποία καθίσταται εξάλλου σταδιακά για ορισμένους de facto χώρα εγκλωβισμού των μεταναστών και διαλογής των προσφύγων. Σύμφωνα μάλιστα με εκτίμηση της HSBC, το κόστος διαχείρισης για την Ελλάδα μπορεί να φθάσει τα 4 δισ. σε ετήσια βάση.
Ιστορικά, πάντως, σύμφωνα με ορισμένες έρευνες ξένων τραπεζών, οι τρομοκρατικές ενέργειες δεν δείχνουν να εκτροχιάζουν τις οικονομικές τάσεις στις ώριμες δυτικές οικονομίες. Μετά, π.χ., τις βομβιστικές επιθέσεις της 7ης Ιουλίου του 2005 στο Λονδίνο από τέσσερις βρετανούς μουσουλμάνους η ιδιωτική κατανάλωση στη Βρετανία αυξήθηκε κατά 0,7% το τρίτο τρίμηνο του 2005 ακολουθώντας την τάση.
Παράλληλα, μετά το πολλαπλό τρομοκρατικό χτύπημα στο σιδηροδρομικό δίκτυο της Μαδρίτης, που προκάλεσε τον θάνατο 191 ανθρώπων, ενώ οι τραυματίες ξεπέρασαν τους 1.800, η ιδιωτική κατανάλωση στη χώρα αυξήθηκε κατά 1,2% το δεύτερο τρίμηνο του 2014, ενώ μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και τις τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον στόχων στις Ηνωμένες Πολιτείες οι καταναλωτικές δαπάνες αυξήθηκαν.
Αν μάλιστα η χρηματιστηριακή αγορά θεωρείται βαρόμετρο του οικονομικού κλίματος, τότε η αποκατάστασή του ήταν άμεση. Στη Νέα Υόρκη, στη Μαδρίτη και στο Λονδίνο καταγράφηκαν αρχικά απώλειες, αλλά έπειτα από κάποιες εβδομάδες το κλίμα αποκαταστάθηκε και οι ζημιές διαγράφηκαν.
Ωστόσο, σε ορισμένες επιθέσεις το κόστος ήταν μεγάλο: μπορεί π.χ. η Wall Street να ανέκαμψε μετά την 11η Σεπτεμβρίου σχετικά γρήγορα, το πραγματικό οικονομικό κόστος όμως εκτιμάται ότι ήταν πολύ υψηλό φθάνοντας στα 3,3 τρισ. δολάρια.

HeliosPlus