Από τότε που η πρώτη σκέψη γεννήθηκε στον νου των ανθρώπων, δεν έπαψαν ποτέ να βρίσκονται μπροστά σε οράματα και θαύματα. Το πιο μεγάλο θαύμα και το πλέον δυνατό όραμα ήταν η ίδια η ζωή τους. Καθώς η ζωή βλάσταινε ουσιαστικά όπως τα φυτά από το χώμα, η γη λατρευόταν ως η παντοδύναμη μεγάλη μητέρα που τρέφει όλα τα ζωντανά παιδιά της. Και οι άνθρωποι γιόρταζαν πάντα τη χάρη της μεγάλης μητέρας που βλασταίνει, καρπίζει και γεννά για να κρατά άφθαρτη τη ζωή. Και η ηχώ αυτής της λατρείας ακούγεται μέχρι την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, με τον ξέφρενο ήχο των κουδουνιών των ζωντανών, που δίνουν το σύνθημα για να αρχίσει η κάθαρση της Μεγάλης Σαρακοστής και ουσιαστικά ο κύκλος της γέννησης, της ζωής, του θανάτου και της ανάστασης της ζωής. Δείτε πόσο γοητευτικά μπλέκουν στη Σκύρο και στη Νέδουσα η μεγάλη μητέρα της Νεολιθικής εποχής, η μεγάλη θεά των Μινωιτών, η Δήμητρα και ο Διόνυσος των Κλασικών χρόνων, με τη δική μας Μεγάλη Μητέρα, την Παναγία…
Η Δήμητρα εμφανίζεται στη Σκύρο με τη μορφή ενός κόκκινου χαλιού από παπαρούνες, που στρώνεται στα σπαρμένα χωράφια για να πατήσει επάνω του η άνοιξη. Ο Καρλ Κερένυι μάς θυμίζει στο βιβλίο του «Διόνυσος: Η αρχέγονη εικόνα της άφθαρτης ζωής» (εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας) ότι η Δήμητρα ήταν για τους Ελληνες μια θεά της μήκωνος. Ηρθε από την Κρήτη, όπου στη Γραμμική Β το όνομά της χαρακτήριζε «αγρούς με παπαρούνες», στην Ελευσίνα. Οι κάψες της παπαρούνας ήταν σύμβολα των Ελευσινίων Μυστηρίων και πάντα στα γλυκίσματα της γιορτής έβαζαν τους σπόρους από το φλογισμένο άνθος. Η φύση είναι η πεμπτουσία της γιορτής και ειδικά του διονυσιακού φαινομένου, του δρώμενου που εκτυλίσσεται στο κεντρικό σοκάκι της Χώρας της Σκύρου, το σαββατόβραδο και την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Στα άκρα της διονυσιακής έκστασης οι αρχέγονοι, τραγόμορφοι Γέροι, ζωσμένοι βαριά κουδούνια και έχοντας στολίσει με μια παπαρούνα και μια μαργαρίτα το ποιμενικό μπαστούνι που κραδαίνουν, δημιουργούν ένα τελετουργικό πανδαιμόνιο. Πιο εξευγενισμένες νότες της παρέλασης οι αέρινες Κορέλες και η προσθήκη της νέας εποχής, ο Φράγκος, με ευρωπαϊκά ρούχα και βάδισμα, και ένα μόνο κουδούνι περασμένο στη μέση του.
Σαν τον Πάνα και τους ακολούθους του, οι Γέροι τρομάζουν τους θεατές. Τονίζοντας το κακό με την εμφάνισή τους και το πανδαιμόνιο που δημιουργούν, τελικά το αποδιώχνουν και προσκαλούν το καλό. Οι Γέροι φαντάζουν τεράστιοι, πολύ δυνατοί, σχεδόν δαιμονικοί, με το κατάμαυρο «καπότο» από τραγοτόμαρο με μακρύ τρίχωμα και κουκούλα που φορούν, το παραδοσιακό κοντοβράκι του βοσκού, τα «τροχάδια» και τις «τροχαδόκαλτσες», το βοσκίστικο ζωνάρι, το πολύχρωμο μαντίλι στον λαιμό, την προσωπίδα από δέρμα ριφιού και, κυρίως, τα πάμβαρια «τσοκάνια» που έχουν περάσει με ξύλινες θηλιές από τη μέση τους. Με όλο αυτό το βάρος μπορούν να κάνουν πιρουέτες με το μπαστούνι τους σηκωμένο ψηλά ή να κουνούν κυκλικά του γοφούς τους, παράγοντας δαιμονισμένο θόρυβο. Της ομάδας των Γέρων προηγείται και ανοίγει δρόμο με τον χορό της η Κορέλα, με την παραδοσιακή φορεσιά και την κεντημένη ποδιά, ανεμίζοντας το άσπρο μαντίλι που βαστά. Αλλες φορές, η Κορέλα χορεύει και τραγουδά στο κέντρο της ομήγυρης των Γέρων που σείουν με πάταγο τα κουδούνια τους.
Το πρωί της Κυριακής της Αποκριάς, οι Γέροι γίνονται Λεβεντόγεροι, αφού καταφέρνουν με όλο αυτό το βάρος που κουβαλούν να ανέβουν στην κορυφή της Χώρας, στο Κάστρο, και να σημάνουν την καμπάνα της ξακουστής εκκλησιάς του Αγίου Γεωργίου που άνοιξε και πάλι τις κλειστές για καιρό πόρτες του. Από τον εξώστη μπροστά στο Κάστρο η θέα προς την πολιτεία, τα βουνά, την ακτογραμμή και το πέλαγος είναι συναρπαστική. Στο κάδρο μπαίνουν οι Γέροι που σηκώνουν την προσωπίδα για να πάρουν ανάσα, προτού «κυλήσουν» στα καλντερίμια του οικισμού –μαύρη γραμμή που διακόπτουν οι λευκές πινελιές των Κορελών –μέχρι τον κεντρικό δρόμο όπου θα αρχίσουν πάλι μία ακόμη παρέλαση και θα σταματήσουν σε ομηγύρεις για τον χορό της Κορέλας.
Την Καθαρά Δευτέρα, όταν στη Σκύρο χορεύουν οι «βρακάδες», ο Διόνυσος θα έχει πετάξει μέχρι τα πόδια του Ταΰγετου, στη Νέδουσα, 14 χλμ. από την Καλαμάτα, την οποία παλαιότερα την έλεγαν Μεγάλη Αναστάσοβα. Η ανάσταση της φύσης και της ζωής επικαλείται κι εδώ με τον ιερό θόρυβο του χορού των «σατύρων», με φλογέρες, νταούλια και κουδούνια. Στα καφενεία της μικρής πλατείας συνωστίζονται άνθρωποι που έχουν μουντζουρωμένο το πρόσωπό τους και στο κεφάλι τους φορούν στεφάνια από κισσό, το ιερό φυτό του θεού της γονιμότητας, της βλάστησης, των πανηγυριών, της μέθης της ζωής. Ο θίασος των μυημένων στα μυστήρια του δρώμενου γυρίζει από σπίτι σε σπίτι, πιάνεται στον χορό γύρω από το μεγάλο καζάνι όπου μοιράζεται η φασολάδα μαζί με λαγάνα και κρασί και κάποια στιγμή εξαφανίζεται στα στενά σοκάκια για να επιστρέψει στην πλατεία μπροστά στην εκκλησιά και να παραστήσει στιγμιότυπα της καθημερινής τους ζωής, τη βοσκή κατσικιών, το όργωμα και τη σπορά, τον γάμο, την κηδεία. Ολα καταλήγουν σε έναν χορό που έχει όλα τα διονυσιακά χαρακτηριστικά, τους σάτυρους με προβιές και κέρατα τράγων, τον εκστασιασμό, τη μέθη, τον ενθουσιασμό, τα ερωτικά πειράγματα, την αγωνία για καλή σοδειά, την ανάσταση, μια αρχέγονη εικόνα της άφθαρτης ζωής…
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 12 Μαρτίου 2016
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



