Αντιμέτωπος με τον κινηματικό του εαυτό βρίσκεται το τελευταίο διάστημα ο ΣΥΡΙΖΑ –και η κυβέρνηση. Χωρίς ιδιαίτερα περιθώρια αξιόπιστων αντιπερισπασμών και λυσιτελών εναλλακτικών ενώπιον της αποκάλυψης της λαϊκιστικής του ψευδαίσθησης. Η κοινωνική διαμαρτυρία έχει πλέον για τα καλά διεισδύσει και στη «βαθιά Ελλάδα», οι αγροτικές κινητοποιήσεις, με μια ήπια ανάφλεξη της Περιφέρειας, σε συνδυασμό με ευρύτερες μεσοστρωματικές διεκδικήσεις στις πόλεις, φαίνονται να διαλύουν όχι μόνον κοινωνικά ερείσματα της κυβερνητικής πολιτικής αλλά και ένα κεφάλαιο πολιτικής εμπιστοσύνης πάνω στο οποίο βασίζεται η εκλογική και πολιτική κυριαρχία του κόμματος. Ταυτόχρονα, η προσφυγική κρίση αποκαλύπτει, μαζί με τις ανεπάρκειες του κράτους, αφενός την πολιτική ανετοιμότητα ενός κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς να την αντιμετωπίσει, στο μέτρο που της αναλογεί, αφετέρου την απροσδόκητη είσοδο του γεωπολιτικού παράγοντα ως μεταβλητής των εξελίξεων στην περιοχή, εξέλιξη για την οποία η κυβερνητική ελίτ, παρά το γεγονός ότι βάσιζε πάνω σε αυτόν αρκετές προσδοκίες στην περίοδο της πρώτης κυβερνητικής θητείας της (π.χ. σχέσεις με Ρωσία, Κίνα κ.λπ.), τελικά μοιάζει να αιφνιδιάσθηκε. Από αλλού περίμενε μια βαθμιαία αλλαγή προς όφελός της των γεωπολιτικών συσχετισμών και από αλλού προέκυψε. Η σκλήρυνση αρκετών ευρωπαϊκών χωρών στον τομέα του Προσφυγικού και της μετανάστευσης και η νατοϊκή παρουσία στο Αιγαίο φαίνεται να υποθηκεύουν και την άλλη μεγάλη υπόσχεση, αυτήν της πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής που, σε συνδυασμό με μια κινηματική αναπλαισίωση της πολιτικής, εικαζόταν ότι θα λειτουργούσε ως μοχλός ανακατανομής μιας διακρατικής πολιτικής ισχύος προς όφελος της ελληνικής κυβέρνησης.
Πρόκειται για μια μεγάλη πολιτική και ιδεολογική ήττα, για μια στρατηγικού τύπου διάψευση εκείνης της «ριζοσπαστικής αντίληψης» που θεωρεί ότι η πολιτική μπορεί να κάνει τα πάντα, ή, έστω, ότι η «κρίση» είναι ουσιαστικά ένα πρόβλημα που οφείλεται στις πολιτικές «συμβιβασμένων ελίτ», και ότι, επομένως, αρκεί μια αλλαγή στην κορυφή της πολιτικής εξουσίας, αλλαγή κινηματικά υποστηριζόμενη, ώστε να αρχίσει να ανατρέπεται ένας δυσμενής συσχετισμός δυνάμεων. Φαίνεται να συμβαίνει το αντίθετο: η νέα πολιτική ελίτ δεν μπορεί, διαπιστώνοντας τα όρια της «πολιτικής βούλησης», ενώ την ίδια στιγμή η διασπορά της κοινωνικής διαμαρτυρίας ντουμπλάρει κάποιες φορές ορισμένες βάναυσες εικόνες της κινητοποίησης των «Αγανακτισμένων» του 2011.
Η πραγματικότητα ή και το φάντασμα της κοινωνικής απόταξης εξακολουθούν να λειτουργούν αμυντικά, συντηρητικά, φοβικά, δείχνοντας ότι η αποκαλούμενη όλα τα προηγούμενα χρόνια από τον ΣΥΡΙΖΑ «στρατηγική του φόβου», ως της πολιτικής στρατηγικής των παλιών «μνημονιακών δυνάμεων», δεν ήταν ένα εκ μέρους τους στρατήγημα αλλά μια πραγματικότητα, η συνισταμένη του ελληνικού προβλήματος.

Με το οποίο τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ έρχεται αντιμέτωπος, ανακαλύπτοντας τις μείζονες εσωτερικές περιπλοκές του, επενδυμένο με τον κοινωνικό ανενδοτισμό που το ίδιο αυτό κόμμα τροφοδότησε και εργαλειοποίησε. Ανακαλύπτοντας, ειδικότερα, ότι ενίοτε τα «κινήματα» μπορεί να αλλάζουν τον κόσμο, όχι όμως πάντα προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Και ότι, επομένως, ενδεχόμενη συμπόρευση με αυτά δεν μπορεί παρά να είναι κριτική και να πατάει στην πραγματικότητα, άλλωστε αυτή είναι και η ουσία της (γκραμσιανής) ηγεμονίας, από το ιδεολογικο-πολιτικό κοίτασμα της οποίας υποτίθεται ότι τροφοδοτήθηκε και ο αριστερο-ριζοσπαστισμός των τελευταίων χρόνων.

Η διάψευση των προσδοκιών και το αποκαλυπτόμενο «ψέμα» είναι το αποτέλεσμα της επαφής της ιδεοληψίας με την πραγματικότητα με τρόπο πλαστό, έλεγε σε πολύ πρόσφατη ομιλία του ο φιλόσοφος Στέλιος Ράμφος. Της λαϊκιστικής ιδεοληψίας θα προσθέταμε, που ακριβώς μακιγιάρει, εξωραΐζει την πραγματικότητα, κολακεύει την κοινωνία, εισάγοντας ένα μαγικό στοιχείο στην πολιτική: ότι όλα είναι ζήτημα πολιτικής βούλησης. Την απομάγευση αυτή απεικονίζουν σήμερα ορισμένες ομάδες και «κινήματα», όταν αντιδρούν μηδενιστικά και αντιστασιακά, βάζοντας φωτιά μπροστά στη Βουλή ή καταγγέλλοντας την «αυτοκρατορία των Ρότσιλντ». Αυτήν την απομάγευση εργαλειοποιούν όλοι οι αντιιμπεριαλιστικοί και αντιμεταναστευτικοί εξτρεμισμοί. Αλλά και ένας νεοεθνικόφρων και πανεχθριστικός λόγος που, βλέποντας παντού εχθρούς, διαδηλώνει: «Μένουμε χριστιανοί, μένουμε Ελληνες».
Η υπερτροφία μιας ατομικιστικής ιδιοτέλειας, που θεμιτοποιήθηκε υπό τον ιδεολογικό μανδύα της «ταξικής μεροληψίας» όλα τα προηγούμενα χρόνια, βρίσκεται εν πολλοίς στη βάση της σημερινής κοινωνικής συνθήκης: μιας κοινωνικής μοριοποίησης, μιας ασύντακτης και αδιέξοδης κοινωνικής διαμαρτυρίας, με την οποία δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα ο αριστερός τακτικισμός.
Υπάρχει ωστόσο και κάτι βαθύτερο και πιο ανησυχητικό. Μια ορισμένη πολιτικοποίηση της κοινωνικής διαμαρτυρίας, ο προσανατολισμός ενός μεγαλύτερου, από ό,τι στο άμεσο παρελθόν, τμήματος της κοινωνίας των πολιτών προς τον αντιευρωπαϊσμό. Και αυτό το ρεύμα επωάσθηκε στον μεροληπτικό κινηματισμό των τελευταίων ετών, αν όχι τον περασμένο χρόνο (όπως δείχνει σχετική έρευνα της «διαΝΕΟοσις»), ρεύμα που ανταγωνίζεται πλέον άλλες, θεωρούμενες παγιωμένες, πολιτικές διαιρέσεις. Η οριζόντια και αντιπολιτική του, κυρίως, φορά θα μπορούσε σε εξαιρετικές συνθήκες να καταστεί ακόμα και κυρίαρχη, υπογράφοντας ακόμα και μια «χαρούμενη», «ανακουφιστική» αποχώρηση από την Ευρώπη.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι απληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ