Σε μια 4ωρη ενημερωτική σύσκεψη, στο υπουργείο Ναυτιλίας, οι δήμαρχοι της περιοχής του Πειραιά ενημερώθηκαν από την κυβέρνηση και πιο συγκεκριμένα από τον υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής κ. Θοδωρή Δρίτσα και τον αναπληρωτή υπουργό Εθνικής Άμυνας κ. Δημήτρη Βίτσα για την πολιτική της στο προσφυγικό και κυρίως για τη διαμόρφωση του στρατοπέδου στο Σχιστό, σε προαναχωρησιακό κέντρο για πρόσφυγες και τους τρόπους διαχείρισης των προσφύγων που θα μένουν στο λιμάνι μέχρι να είναι δυνατή η μεταφορά τους στην Ειδομένη.
Συμμετείχαν επίσης οι Γενικοί Γραμματείς των υπουργείων Μεταναστευτικής Πολιτικής και Προστασίας του Πολίτη (αρμόδιος για τον συντονισμό υπηρεσιών για το προσφυγικό), ο Αρχηγός του Λιμενικού Σώματος κ. Αθανάσιος Αθανασόπουλος, αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ και του Λιμενικού καθώς και εκπρόσωποι της παμπειραϊκής πρωτοβουλίας υποστήριξης προσφύγων.
Οι δήμαρχοι έθεσαν μια σειρά από ζητήματα στους δύο υπουργούς όπως εάν η κυβέρνηση έχει μελετήσει ένα εναλλακτικό σχέδιο διαχείρισης προσφύγων σε περίπτωση που κλείσουν τα σύνορα με τα Σκόπια. Από τις απόψεις που ακούσθηκαν ήταν η δημιουργία μικρών δομών με τη συνεισφορά και της τοπικής αυτοδιοίκησης, προκειμένου οι πρόσφυγες να μοιράζονται σε διάφορες περιοχές και της ηπειρωτικής χώρας και μην συγκεντρώνεται μεγάλος αριθμός σε ένα μόνο σημείο. Για το θέμα αυτό δεν υπήρξε κάποια απάντηση από τους δύο υπουργούς, σύμφωνα με πληροφορίες.
Ο κ. Δρίτσας σε δηλώσεις του τόνισε ότι έως τώρα υπήρξε πολύ καλή συνεργασία των εμπλεκόμενων φορέων στην προσωρινή φιλοξενία των προσφύγων που καταφθάνουν στο λιμάνι του Πειραιά, ενώ ανέφερε ότι το προαναχωρησιακό κέντρο στο Σχιστό, θα είναι έτοιμο πριν τις 18 Φεβρουαρίου.
Πρόσθεσε ότι στη σύσκεψη παρουσιάστηκε από την πλευρά της κυβέρνησης, ολόκληρος ο σχεδιασμός αναφορικά με την εντός πολύ συγκεκριμένης προθεσμίας ολοκλήρωσης της εγκατάστασης των 5 κέντρων στα νησιά, των λεγόμενων «hot spot» και των δύο προαναχωρησιακών κέντρων, ενός που θα λειτουργήσει στην Αττική στο Σχιστό και ενός άλλου στη Μακεδονία.
Ο υπουργός συμπλήρωσε ότι εξηγήθηκαν όλοι οι όροι και οι κανόνες με τους οποίους θα λειτουργούν τα κέντρα αυτά. Οπως είπε θα είναι προαναχωρησιακά, σύμφωνα με τη συμφωνία της ΕΕ.
Τόνισε επίσης, ότι δεν θα είναι κέντρα κράτησης αλλά ελεύθερης εισόδου και εξόδου, ελεγχόμενα στη διάρκεια της ημέρας και κλειστά και φυλασσόμενα στη διάρκεια της νύχτας.
Είπε ακόμη ότι η δυναμικότητά τους θα καθοριστεί με βάση τις δυνατότητες του υπουργείου Άμυνας, που για το Σχιστό δεν μπορεί να ξεπεράσει κατά τη ρεαλιστικότερη εκτίμηση τα 1500 άτομα, αλλά κατά πάσα πιθανότητα, πρόσθεσε ο κ. Δρίτσας, μιλάμε για μικρότερο αριθμό.
Αναφερόμενος στις τοπικές κοινωνίες είπε ότι δεν πρέπει καμία να βλέπει φοβικά την εγκατάσταση των προσφύγων, όπως στο Σχιστό, καθώς το σημείο που έχει επιλεγεί δεν είναι κατοικημένος χώρος.
«Υπήρχε πίεση χρόνου για το Σχιστό»
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση από το «Βήμα» γιατί δεν προηγήθηκε ενημέρωση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης για το ζήτημα του Σχιστού απάντησε ότι «σε κάθε περίπτωση δεν είναι επιλογή της κυβέρνησής μας να μην διαβουλεύεται με τις αυτοδιοικητικές αρχές. Το αντίθετο μάλιστα. Στην περίπτωση του Σχιστού υπήρχε μια πολύ μεγάλη πίεση χρόνου και το υπουργείο Εθνικής Άμυνας κατέθεσε την τελική του επιλογή που έπρεπε να μπει άμεσα σε εφαρμογή. Πριν προλάβει να γίνει η διαβούλευση το νέο είχε μαθευτεί, είχε δημιουργήσει εντυπώσεις. Έχουμε ζητήσει κατανόηση από τους δημάρχους, ότι πράγματι αυτό θα έπρεπε να είχε γίνει. Συνέβη αυτή η διαχείριση, για κάποιους λόγους πάρα πολύ πιεστικούς αλλά δεν αποτελεί την πρακτική μας».
Ένα άλλο θέμα που ετέθη κυρίως από τον δήμαρχο Πειραιά κ. Γιάννη Μώραλη είναι να εξεταστεί η πιθανότητα τα πλοία μεταφοράς προσφύγων να μην κατευθύνονται μόνο στο λιμάνι του Πειραιά αλλά να πηγαίνουν και προς άλλες περιοχές όπως τον Βόλο και τη Θεσσαλονίκη.
Όπως δήλωσε ο κ. Μώραλης μετά τη σύσκεψη «μας έγινε έστω και λίγο καθυστερημένα η ενημέρωση από τους δύο υπουργούς για την κατάσταση που επικρατεί και τους σχεδιασμούς για τις επόμενες εβδομάδες σε σχέση με τη λειτουργία του λιμανιού του Πειραιά και ουσιαστικά για το κέντρο στο Σχιστό».
Για το εάν έμεινε ικανοποιημένος από τις απαντήσεις των υπουργών ανέφερε ότι «υπάρχει προβληματισμός. Όταν δεν γνωρίζουμε πόσοι άνθρωποι θα φτάνουν τις προσεχείς εβδομάδες ή μέρες στον Πειραιά και δεν μπορούμε να κάνουμε έναν μακροχρόνιο σχεδιασμό, έχουμε τις ανασφάλειές μας. Όσον αφορά τη λειτουργία του χώρου στο Σχιστό δόθηκαν κάποιες απαντήσεις σχετικά ικανοποιητικές, προσδιορίσαμε δηλαδή το πώς θα λειτουργεί το κέντρο του Σχιστού. Όσο αφορά το λιμάνι του Πειραιά δεδομένο είναι ότι θα πρέπει να λειτουργεί ως ανάσχεση όταν έχουμε προβλήματα στα βόρεια σύνορα και δεν μπορεί να εκτονωθεί από εκεί ο κόσμος, θα πρέπει όμως να παραμένει στο λιμάνι ένας μικρός αριθμός και προσωρινά».
Και πρόσθεσε: «Δεν θέλω να σταματήσει ο Πειραιάς, που είναι μεγάλο λιμάνι και έχει αυτή την ευθύνη, να δέχεται τους περισσότερους πρόσφυγες αλλά δεν κατανοώ γιατί πέρα από την Καβάλα που δέχεται έναν μικρό αριθμό, τα λιμάνια της Θεσσαλονίκης και του Βόλου δεν χρησιμοποιούνται ώστε να υπάρχει μια ισοκατανομή. Παράλληλα όταν όλοι έρχονται στο λιμάνι του Πειραιά κατευθύνονται σε περιοχές της Αττικής επιβαρύνοντας την ήδη σύσκολη κατάσταση».
Για το θέμα αυτό ο υπουργός Ναυτιλίας υποστήριξε ότι κάτι τέτοιο δεν θα βοηθούσε δραστικά στην αποσυμφόρηση του προβλήματος στην Αττική ενώ πρόσθεσε ότι δεν υπάρχουν οι αντίστοιχες κρατικές υποδομές σε αυτά τα λιμάνια που θα βοηθούσαν στη διαχείριση της προσωρινής φιλοξενίας των μεταναστών.
«Ο Πειραιάς έχει ως γνωστόν τις περισσότερες ακτοπλοϊκές συνδέσεις ενώ η Θεσσαλονίκη δεν έχει καμία» επεσήμανε ο κ. Δρίτσας, ο οποίος ωστόσο δεν απέκλεισε στον νέο σχεδιασμό του υπουργείου για τα κρατικά ναυλωμένα πλοία μεταφοράς προσφύγων και μεταναστών, τη δημιουργία κάποιας ακτοπλοϊκής σύνδεσης με άλλο λιμάνι εκτός του Πειραιά. Ο υπουργός τόνισε ότι «στην Αττική είναι τα κρατικά κέντρα των αιτούντων άσυλο ενώ και αυτό που υπάρχει στη Θεσσαλονίκη είναι μικρής δυναμικότητας».



