Ενώ στη χώρα μας έχουμε μια θάλασσα από κρασιά, δυστυχώς τα περισσότερα από αυτά είναι θλιβερά προβλέψιμα. Οι επιλογές που έχουμε στη διάθεσή μας είναι τα λεγόμενα «κρασιά εργοστασιακών ρυθμίσεων» (που αποτελούν και την πλειονότητα) και τα αντίστοιχα εναλλακτικά. Πιο ειδικά, στην κατηγορία του λευκού υπάρχουν τα Sauvignon Blanc-ασυρτικοειδή κρασιά που μας έχουν επιβληθεί ως οινικό καθεστώς. Για να μην παρεξηγηθώ, πρόκειται για επιτυχημένες προσπάθειες, με υπερτονισμένο όμως τον φρουτώδη χαρακτήρα της ποικιλίας, κρασιά-κολόνιες, όπως τα ονομάζουν στην οινική διάλεκτο. Το πρόβλημα είναι πως έχουν κατακλύσει την αγορά, με αποτέλεσμα το καταναλωτικό κοινό να ρίχνει στον Καιάδα οτιδήποτε δεν είναι ή δεν μοιάζει με Sauvignon Blanc. Ενώ στο εξωτερικό διαφημιζόμαστε ως η χώρα με τις αμέτρητες γηγενείς ποικιλίες, εντός των συνόρων περιοριζόμαστε σε κρασιά που είναι ή που θα ήθελαν να μοιάζουν «φρουτοβόμβες». Οσον αφορά τα «εναλλακτικά κρασιά» – της Σαντορίνης, για παράδειγμα (που ως τοπωνύμιο κάνει θραύση στις ξένες αγορές), το Μοσχοφίλερο, το Σαββατιανό, η Ρομπόλα, το Βιδιανό, ο Ροδίτης –, ζουν στην ανυποληψία και περιμένουν στωικά να εξαντληθούν τα αποθέματα των «εργοστασιακών μοντέλων», μπας και ασχοληθεί το κοινό με την παρουσία τους.

Δρυός πεσούσης

Στα κόκκινα, από την άλλη, συνεχίζουμε να ζούμε στον αστερισμό της δρυός. Αντί να δώσουμε έμφαση στον αμπελώνα, περιοριζόμαστε στην αγορά και στη χρήση βαρελιών, κατά προτίμηση νέων και με έντονο κάψιμο. Αυτό έχει αποτέλεσμα ο καταναλωτής να μη γεύεται το σταφύλι, αλλά την έντονα γλυκιά γεύση που αφήνει η παρατεταμένη ωρίμανση σε βαρέλι. Βέβαια, η γεύση της βανίλιας, του καφέ, των μπαχαρικών και όποια άλλη μυρωδιά μπορεί να μας θυμίζει ένα κρασί που έχει ζήσει σε βαρέλι είναι ιδιαίτερα γοητευτική, θα τολμούσα να τη χαρακτηρίσω το όπιο του κοινού. Δεν έχει νόημα να δείχνουμε προτίμηση σε Νάουσα, Νεμέα, Κρήτη, αφού οποιαδήποτε γεύση θα κρυφτεί κάτω από το δρύινο πέπλο. Με λίγα λόγια, πιστεύω ότι στον τομέα της πολυμορφίας και της διαφορετικότητας μένουμε μετεξεταστέοι. Ας ελπίσουμε ότι με τη βοήθεια του διεθνούς ανταγωνισμού θα επαναπροσδιοριστούμε όλοι μας.

Ροζέ αποχρώσεις

Αλλη τάση που μου έχει κάνει εντύπωση θετική είναι η αύξηση του ενδιαφέροντος για το ροζέ κρασί. Η παρατεταμένη καλοκαιρία ευνοεί την κατανάλωση του ροζέ καθώς πίνεται παγωμένο, έχει διαφορετική γεύση από το λευκό και θυμίζει λίγο το κόκκινο, χωρίς βέβαια τις τανίνες που τους καλοκαιρινούς μήνες θα ήταν ανυπόφορες. Το παράλογο είναι πως το ελληνικό κοινό αγάπησε το ροζέ μέσω της γνωριμίας του με τα κρασιά της Προβηγκίας στην κοσμοπολίτικη Μύκονο. Προσωπικά θεωρώ πως τα δικά μας ροζέ δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν από τα αντίστοιχα του γαλλικού Νότου, τουναντίον, έχουν περισσότερο φρούτο, υψηλότερη οξύτητα, περισσότερο χαρακτήρα.

Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ στις προτάσεις που ακόμη περιμένουμε από τους έλληνες παραγωγούς για το καθημερινό μας τραπέζι, τα κρασιά στο χαμηλό πεδίο τιμής. Οι καταναλωτές έχουν στείλει το μήνυμα εδώ και καιρό γυρνώντας την πλάτη σε όλα τα προ κρίσης δημοφιλή κρασιά της λιανικής τιμής άνω των 20 ευρώ.

*Δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑ GOURMET την Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015.