Οι νέες φονικές επιθέσεις στο Παρίσι, δέκα μήνες μετά από αυτές κατά του «Charlie Hebdo» και του εβραϊκού παντοπωλείου, επανέφεραν με οδυνηρό τρόπο το μείζον πρόβλημα της ισλαμιστικής τρομοκρατίας. Αλλά και με ό,τι θεωρείται ότι αυτή συναρτάται, με τις συνθήκες ανασφάλειας που ο μηδενιστικός τρόμος προκαλεί: όπως, για παράδειγμα, το ζήτημα του «πολέμου», της «πολυπολιτισμικότητας». Αν και απολύτως αναγκαίο, είναι πάρα πολύ δύσκολο να συζητηθούν όλα αυτά τα θέματα, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι εντός τού με την ευρεία έννοια δημοκρατικού – φιλελεύθερου χώρου ο σχετικός διάλογος, και όχι μόνον στην Ελλάδα, συχνά υπονομεύεται από προκαταλήψεις, υποψίες, ιδεολογικο-πολιτικές ιδιοτέλειες που το κάθε «στρατόπεδο» αποδίδει στο αντίπαλό του. Οι πολεμοχαρείς δεν μπορεί κάποια στιγμή παρά να συναντήσουν στον δρόμο τους την «ισλαμοφοβία» ενώ οι ειρηνοχαρείς την «ισλαμοφιλία».
Παρ’ όλα αυτά, ο διάλογος διεξάγεται αναζωπυρωμένος, με επίκεντρο την πολυπολιτισμικότητα και τον ρατσισμό, και είναι η σημερινή δύσκολη συγκυρία που μας επιλέγει να συζητήσουμε, παρά τις κακοφωνίες, αλλά και μας επιλέγει να «πολεμήσουμε». Αλλά γιατί να πολεμήσουμε; Γιατί είναι τόσο αυτονόητος αυτός ο «πόλεμος» και στη βάση ποιων αξιών; Ας παραδώσουμε τη σκυτάλη στην ιστορικό και ψυχαναλύτρια, τη συνομιλήτρια του Ντεριντά, την Ελιζαμπέτ Ρουντινεσκό, η οποία λέει στην κομμουνιστική «Ουμανιτέ» (16.11.2015) μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Είμαι υπέρ μιας σκληρής αντίδρασης. Πρέπει να υπερασπιστούμε με σαφή τρόπο τις γαλλικές αξίες της κοσμικότητας. Η υπεράσπιση των αρχών επιτρέπει στη συνέχεια μια ευελιξία στην εφαρμογή και μια συζήτηση των ατομικών περιπτώσεων. Δεν πρέπει να έχουμε καμία συγκατάβαση έναντι λόγων που χρησιμοποιούν τον όρο ισλαμοφοβία. Αν θέλουμε πραγματικά να αγωνισθούμε κατά του ρατσισμού, πρέπει να είμαστε πολύ σαφείς έναντι του ριζοσπαστικού Ισλάμ. Ναι, πρέπει να αγωνιστούμε εναντίον του στο όνομα των αξιών της κοσμικότητας και με αποφασιστικό τρόπο. Το να παρουσιάζεται το Ισλάμ ως «η θρησκεία των φτωχών» δεν ισοδυναμεί με απαγόρευση της κριτικής σε αυτό. Θα προτιμούσα να καταπολεμήσω πολιτικά τον ριζοσπαστικό ισλαμισμό χωρίς να χρησιμοποιώ αυτόν τον όρο. Δεν χρησιμοποιούμε πλέον τις λέξεις χριστιανοφοβία ή εβραιοφοβία. Το να παλεύουμε κατά του ρατσισμού σημαίνει να ενσωματώσουμε τους μουσουλμάνους στην κοσμικότητα. Πράγμα το οποίο γίνεται μαζικά. Οι μουσουλμανικές οικογένειες ενσωματώνονται πολύ περισσότερο από ό,τι λέγεται. Δεν έχουμε ανάγκη τη λέξη ισλαμοφοβία για να πολεμήσουμε τον θρησκευτικό ριζοσπαστισμό. Συνεπώς υπερασπίζομαι όλους τους γελοιογράφους του «Charlie Hebdo» και σήμερα αποδεικνύεται ότι έπρεπε να είμαστε Σαρλί: σε αυτή τη χώρα έχουμε το δικαίωμα να ασκούμε κριτική στη θρησκεία. Οι αρχές της κοσμικότητας πρέπει να εφαρμόζονται αυστηρά, είναι ο καλύτερος τρόπος ώστε να γίνονται ανεκτές όλες οι θρησκείες, που ανήκουν στον ιδιωτικό χώρο. Η γαλλική κοσμικότητα έχει δώσει τις αποδείξεις της, πρέπει να την υπερασπιζόμαστε όσο μπορούμε. Οι ριζοσπάστες ισλαμιστές δεν είναι ένα νέο προλεταριάτο που αντικατέστησε της γης τους κολασμένους, όχι! Το να τους καταπολεμούμε είναι ο καλύτερος τρόπος να καταπολεμούμε και την Ακρα Δεξιά, η οποία είναι κοινοτιστική, ρατσιστική. Η έννοια «Γάλλοι εκ καταγωγής», η κλήτευση των ριζών, η αγκύρωση στο έδαφος είναι ατίμωση: η Γαλλία είναι μια χώρα στην οποία είμαστε όλοι απόγονοι μεταναστών».
Οποια και αν είναι η ενδεχόμενη σκοπιμότητα που ωθεί αίφνης την εν λόγω αριστερή ιστορικό – ψυχαναλύτρια να απαρνηθεί πρότερες «αποδομητικές» της στιγμές (αφού πλέον το «κλίμα» φαίνεται να αλλάζει, αντιγράφοντας τώρα θέσεις που ως πρόσφατα καταγγέλλονταν ως… «νεο-αντιδραστικές»), μας ενδιαφέρουν εδώ οι έννοιες-κλειδιά: κοσμικότητα, κριτική στη θρησκεία, απομυστικοποίηση του ιδεολογήματος «θρησκεία των φτωχών», σαφής προσδιορισμός του εχθρού. Με πρώτη την κοσμικότητα, γιατί η «κοσμικότητα» δεν είναι μια αξία ανάμεσα σε άλλες αλλά η αδιαπραγμάτευτη αρχή, αυτή η νεωτερική εδραία αρχή που διακρίνει τον δημόσιο από τον ιδιωτικό χώρο, καθιστώντας εφικτή την πορεία του καθενός να αναζητεί και να λατρεύει ή να μη λατρεύει τον δικό του Θεό (το «νόημά» του), ενώ ταυτόχρονα αποτελεί το πλαίσιο της πολιτικής μας συνύπαρξης, συμβίωσης, ιδρύοντας τη δημοκρατική πολιτική κοινότητα. Η απόσπαση από τις ρίζες «μας» είναι η αναγκαία προϋπόθεση για μια ελεύθερη και ανοικτή κοινωνία, κοινωνία ατόμων και πολιτών, και όχι η μυθολογημένη, η κανονιστική πολυπολιτισμικότητα, που βλέπει το άτομο μέσα από την «κοινότητά» του. Στην πραγματικότητα, αυτή η μορφή πολυπολιτισμικότητας (σε αντίθεση με την ντε φάκτο πολυπολιτισμικότητα) δεν είναι, για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο του Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ, παρά ένας προοδευτικά μεταμφιεσμένος πολυ-κοινοτισμός, η κοινωνία ως άθροισμα «φυσικών κοινοτήτων», μια πραγματική αντιδραστική παλινδρόμηση. Ακριβώς, ένα τέτοιο πολυ-κοινοτιστικό πλαίσιο είναι το γόνιμο έδαφος μιας ακροδεξιάς, μιας εθνικολαϊκιστικής επέλασης η οποία, ουσιοποιώντας όλες τις ταυτότητες, κρύβει τον καταστατικό, τον απόλυτα διαφοριστικό αντι-μεταναστευτισμό της πίσω από την υπαρκτή ισλαμοφοβία της.
Τελευταία αλλά όχι λιγότερο σημαντική παρατήρηση. Υπό την προϋπόθεση ότι η «σκλήρυνση» της γαλλικής σοσιαλιστικής κυβέρνησης μπροστά στις επαναλαμβανόμενες αιματηρές τρομοκρατικές επιθέσεις δεν θα είναι στιγμιαία και ρητορική, η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης της σύγκρουσης (τόσο σε επίπεδο μηχανισμών όσο και σε αυτό της ιδεολογίας) με το ριζοσπαστικό Ισλάμ από δημοκρατικούς και προοδευτικούς φορείς, μέσα σε ένα πλαίσιο δημοκρατικού κράτους δικαίου, θα μπορούσε να υπονομεύσει δυνητικά την ακροδεξιά ιδεολογικο-πολιτική επιρροή του λεπενισμού.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ